ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Με το τουφεκι και τη λυρα

Με το τουφέκι και τη λύρα: Νηστεία, η διατροφική πρόταση του λαού μας

Αρχίζοντας η Σαρακοστή, κάποιοι από μας θα νηστέψουν μέχρι το Πάσχα. Λιγότεροι από όσους νήστευαν πιο παλιά, αλλά πιο πολλοί απ’ όσους νήστευαν πριν από δεκαπέντε-είκοσι χρόνια. Τι σημαίνει όμως η νηστεία για μας, και πώς ενσωματώνεται στην καθημερινότητά μας; Προσπαθώντας να δούμε κάποια τέτοια ζητήματα, από την αρχή θα ξεκαθαρίσομε ότι αυτό, δεν έχομε το επίπεδο να το κάνομε από θεολογική σκοπιά, οπότε θα περιοριστούμε σε κάποιες σκέψεις ξεκινώντας από άλλες αφετηρίες.

Κάθε λαός αναπτύσσει μέσα από την πορεία του στο χρόνο και στο χώρο συγκεκριμένους τρόπους αντιμετώπισης στα προβλήματα που του θέτει η πραγματικότητα και οι συνθήκες.

Η αντιμετώπιση αυτή της ζωής αποτελεί την κοσμοθεωρία κάθε λαού και αποτυπώνεται με όρους ανεπίδεκτους αμφισβήτησης μέσα από τα δόγματα της θρησκείας κάθε λαού. Έτσι αποκτά μιαν αυθεντία γενική αποδοχή από το λαό. Εννοείται ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές κοσμοθεωρίες, απλά αποτελούν διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικές ή και σε παρόμοιες συνθήκες. Δε θα αξιολογήσομε λοιπόν μια θρησκεία σαν καλύτερη από μιαν άλλη εδώ, ούτε διαθέτομε τις γνώσεις για να το κάνομε. Εννοείται από την άλλη, ότι η Ορθοδοξία είναι η πίστη που εκφράζει την κοσμοθεωρία του λαού μας και ως τέτοια είναι η έκφρασή του, αναπόσπαστα δεμένη με την ύπαρξή του.

Η νηστεία ήρθε να απαντήσει σε μια σειρά ερωτήματα του τότε αλλά και του τώρα: Η φτώχεια δεν επέτρεπε την κατανάλωση κρέατος καθημερινά, οπότε έδωσε ένα ιδεολογικό στίγμα στην αποχή από αυτό, που αλλιώς θα ήταν ανάγκη. Κι ακόμα, η ανάγκη για ισορροπία στη διατροφή, εκφράστηκε μέσα από το πρόταγμα της νηστείας. Έτσι, το μέτρο, που αποτελεί ιδανικό του λαού μας από την αρχαιότητα, εφαρμόζεται μέσα από τη νηστεία στη διατροφή. Κι ακόμα, η διαρκής ανάγκη για άσκηση του πνεύματος μέσα από την αντίσταση στον πειρασμό της κρεοφαγίας –και όχι μόνο-, πήρε δογματικό χαρακτήρα μέσα από το διαχωρισμό των ημερών σε αρτίσιμες και νηστίσιμες.

Στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι ιδεολογίες της αντίστασης που εκφυλίστηκαν αργότερα από τους τότε φορείς τους, έθεταν υπό αμφισβήτηση μια σειρά ιδέες, καίγοντας πολλά χλωρά μαζί με κάποια ξερά, η αμφισβήτηση της νηστείας θεωρήθηκε σπάσιμο ενός ταμπού, μιας συντηρητικής ιδεοληψίας. Η κατανάλωση κρέατος τη Σαρακοστή ήταν σχεδόν μια πράξη αντίστασης απέναντι σε κάποια (ποια άραγε;) κατεστημένα. Αυτή η τάση συναντήθηκε, δίχως να το θέλει και δίχως να το αντιλαμβάνεται, με αυτό που αμφισβητούσε: Τη διεθνή τάση της παγκοσμιοποίησης για ενοποίηση του κόσμου σε μια παγκόσμια αγορά κι όχι σε μιαν οικουμένη των λαών. Τα τοπικά χαρακτηριστικά χλευάστηκαν, έγιναν αντικείμενο περιφρόνησης, ενώ το πρότυπο το έδινε η Δύση, η ομοιομορφία του καταναλωτή, το εύκολο κέρδος του χρηματιστηρίου κι όχι η πολυχρωμία των διαφορετικών τοπικών ταυτοτήτων, του μόχθου και του αγώνα για δημιουργία. Η χλιδή και το κυνήγι της μας έκανε να νοιώθομε άβολα με ό,τι μας θύμιζε ότι η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, ενώ η προσχώρηση στη Δυτική κουλτούρα μας έκανε να χάσομε σιγά σιγά την ταυτότητά μας. Η νηστεία δεν κάλυπτε το συμβιβασμό μας, το καθημερινό μας βόλεμα και την οικειοθελή απώλεια της ταυτότητάς μας, κι όσοι την ακολουθούσαν ήταν οι τυφλωμένοι από το όπιο του λαού, τη θρησκεία, θεούσες και φανατικοί.

Εδώ και μερικά χρόνια, το αδιέξοδο της παγκοσμιοποίησης έδειξε και τα όρια των ιδεολογημάτων της: Της ασυδοσίας του κεφαλαίου που είχε βαφτιστεί ελευθερία, της καταστροφής των τοπικών κοινωνιών και της εκδίωξης των μελών τους που είχε ωραιοποιηθεί μέσα από την επίκληση του ανθρωπισμού απέναντι στη λαθρομετανάστευση και της πολυπολιτισμικότητας, του εύκολου κέρδους των χρηματιστηρίων που καμιά σχέση δεν έχουν με την παραγωγή και την πραγματική οικονομία. Και η ανάδυση της σημασίας των τοπικών κοινωνιών, της τοπικής παραγωγής, κατανάλωσης, συλλογικής οργάνωσης, ήρθε μετά από χρόνια σιωπής να μας θυμίσει ότι αυτά τα έχει σαν αξίες ο λαός μας από παλιά. Όχι με τη χαζοχαρούμενη οπτική κάποιων αυτοαποκαλούμενων οικολόγων, πρασίνων και λοιπών συνιστωσών της παγκοσμιοποίησης που στήριξαν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και τη διάλυση και του δικού μας κοινωνικού ιστού και ταυτότητας. Αλλά με την οπτική ενός λαού που μετά από χρόνια προσπαθεί να καθαρίσει από τη λάσπη τις αξίες του, την ιστορία του, να ξαναβρεί τη συλλογικότητά του.

Σ’ αυτά τα πλαίσια, εκτός από αυτούς που πάντα νήστευαν, κάποιοι ακόμα έχουν αρχίσει να το κάνουν. Κάποιοι που παλιότερα θα πήγαιναν σε διαιτολόγο ή θα διάβαζαν διάφορα βιβλία διατροφής, κάποιοι που θα κατέφευγαν σε μυστικιστικές προτάσεις για το φαγητό, ανακαλύπτουν ένα θησαυρό μέχρι τώρα περιφρονημένο, αν και μέσα στα πόδια μας: Τη διατροφική πρόταση του λαού μας μέσα από τη νηστεία. Μια πρόταση που καλύπτει όχι μόνο την υγεία αλλά γυμνάζει το πνεύμα στην αυτάρκεια, την οικονομία, την εγκράτεια και την επιβολή στις –κακώς εννοούμενες- ανάγκες. Κι ο ολιγαρκής είναι ο ελεύθερος, αυτός που δεν έχει δεσμεύσεις από τις ανάγκες του, που τις ελέγχει ο ίδιος κι όχι αυτές εκείνον.

Συζητώντας αυτά τα θέματα με φίλους έρχεται συχνά το θέμα της αμφισβήτησης της θρησκευτικής πλευράς της νηστείας: Να νηστεύομε αλλά όχι τις μέρες που λέει η εκκλησία, αμφισβητώντας τη θρησκεία. Όμως, αυτό ακριβώς είναι που δεν πρέπει να γίνεται. Γιατί εδώ δε θα εμπλακούμε σε μια κουβέντα για το αν υπάρχει ή όχι Θεός, αλλά θα καταγράψομε και πάλι ότι η Ορθοδοξία αποτέλεσε την κωδικοποίηση της θεώρησης του κόσμου, της ζωής και του θανάτου από το λαό μας. Και σε μιαν εποχή που προσπαθούμε να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας, αυτή που θέλησε να αφανίσει η παγκοσμιοποίηση και τα νεοφιλελεύθερα και προοδευτικά παπαγαλάκια της, ναι, θα νηστέψομε τις μέρες εκείνες που μας προτείνει η Ορθοδοξία μας κι όχι η διαιτολόγος μας.

Η ανάκτηση της ταυτότητάς μας είναι το πρώτο βήμα για να ακυρώσομε τη στρέβλωση των ιδεών της μεταπολίτευσης και την ηθική κρίση που αυτές παρήγαγαν, ηθική κρίση που με τη σειρά της έχει παραγάγει την οικονομική κρίση που βιώνομε δραματικά σήμερα. Μια μικρή συνιστώσα σ’ αυτή την προσπάθεια είναι και το θέμα που πιάσαμε σ’ αυτό το σημείωμα. Ούτε η αρχή είναι ούτε το τέλος, αλλά από τα πολλά μικρά φτιάχνεται λίγο λίγο το μεγάλο. Καλή Σαρακοστή λοιπόν!

του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com