ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΙΜΙΣΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ

Ο παλιός είναι αλλιώς… – του Γιώργη Σηφάκη (Σιμισακογιώργη)

Ο μπάρμπα Νίκος Φασουλάς είναι ένας από τους παλαιότερος υποδηματοποιούς της Κρήτης, αφού συμπλήρωσε το ογδοηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.

tsagkaris-simisak

Ζει στα Ανώγεια και εξασκεί το επάγγελμα από το 1949, δηλαδή εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια. Γεννημένος το 1929 έζησε την κρίση της εποχής που ξεκίνησε από το κραχ της οικονομίας στην Αμερική, αλλά μετά έζησε ακόμα χειρότερες καταστάσεις με την Γερμανοκατοχή και το κάψιμο του ηρωικού χωριού του.

Θυμάται τον αρχηγό της αντίστασης Γιάννη Δραμουντάνη (Στεφανογιάννη) και τα παλληκάρια του να αντιστέκονται στους πάνοπλους Γερμανούς και να τους προκαλούν πολλά προβλήματα. Μάλιστα ο ίδιος όπως λέει, γλύτωσε την εκτέλεση διότι κρύφτηκε επιμελώς σε κρυψώνα του σπιτιού του. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου ασχολήθηκε με την τέχνη του υποδηματοποιού πολύ πετυχημένα, έκανε οικογένεια απόκτησε πέντε παιδιά και σήμερα συνεχίζει να φτιάχνει τα γνωστά στιβάνια για να μην γίνεται βάρος, όπως δηλώνει στα παιδιά του και για να έχει την δυνατότητα να βγαίνει στα καφενεία του χωριού.

Αγαπά πολύ αυτό που κάνει και καμαρώνει δικαιολογημένα όταν παραδίδει τα χειροποίητα ποδήματα και ακούει τα συγχαρητήρια των αγοραστών. Γιατί ο μπάρμπα Νίκος όπως λέει, υπάρχουν αξιόλογοι νέοι υποδηματοποιοί, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς…. Αυτό που είδε πρώτη φορά όπως δηλώνει, είναι το μέγεθος της γάμπας του καπετάν Βαγγέλη Κουνδουράκη από το Μιξόρουμα. Πενήντα δυο πόντους γάμπα δεν έχει ξαναμετρήσει όπως είπε, και ασχολήθηκε αρκετό διάστημα για να του φτιάξει ένα ζευγάρι που το ζηλεύουν όσοι το δούνε. Σήμερα δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρονται δυστυχώς τα νέα παιδιά να ασχοληθούν με αυτό το τίμιο, αλλά δύσκολο επάγγελμα και ότι ο ίδιος είναι πρόθυμος να μάθει την τέχνη του σε κάποιον νέο αρκεί να έχει πραγματικά όρεξη.

Τελειώνοντας του αφιερώνω μια μαντινάδα που αφορά την επιτυχημένη καλίκωση του Κουντουροβαγγέλη

«Καλά στιβάνια έσαξες του Κουντουροβαγγέλη
κι από ‘κειά που κούτσενε, χορεύει σαν κοπέλι».

Να έχεις την υγειά σου και να ασχολείσαι με την τέχνη που σου αρέσει μέχρι να θελήσεις ο ίδιος να σταματήσεις.

του Γεώργιου Σηφάκη (Σιμισακογιώργης)