Ι. ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ «ΙΟΥΔΑΣ»
(Από το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Ρηγινιώτη «Εναντίον του Θεού», εκδ. Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006).
Ιούδας: το μεγάλο μυστήριο, που ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης («Τελευταίος πειρασμός» – ο Ιούδας απαραίτητος, εξιλαστήριο θύμα του θείου Πάθους) και ο Μπόρχες («Τρεις εκδοχές του Ιούδα» – ο Χριστός δεν ήταν ο Ιησούς, αλλά ο Ιούδας, γιατί η προδοσία ήταν πιο μεγάλη τραγωδία από τη σταύρωση, επομένως αυτή ήταν η αληθινή θυσία).
Τη συγκίνηση επιτείνει η υποψία ότι ο Ιούδας ήταν ζηλωτής (μέλος επαναστατικού σώματος) όταν ο Ιησούς (κάτω από συνθήκες που δεν αναφέρονται) τον κάλεσε στην παρέα των 12. Την υποψία αυτή δημιούργησε το επίθετο Ισκαριώτης, που συνδέεται υποθετικά με το ειδικό στιλέτο (sicarius) που χρησιμοποιούσαν οι ζηλωτές κατά τις επιθέσεις αυτοκτονίας τους εναντίον των Ρωμαίων.
Φανατικοί ή ήρωες, οι πρόγονοι των σημερινών καμικάζι, που χτυπούσαν με τυφλή απελπισία τους προγόνους των σημερινών αδίστακτων κατακτητών, προκάλεσαν τη συμπάθεια και το μύθο ότι ο Ιούδας αγαπούσε τον Ιησού, αλλά Τον πρόδωσε είτε από αγανάκτηση, όταν ένιωσε να προδίδονται οι προσδοκίες του για απελευθερωτή Μεσσία, είτε για να Τον εξαναγκάσει έμμεσα να ενεργοποιήσει τη θεϊκή Του δύναμη και ν’ αρχίσει επιτέλους η αποτίναξη του απάνθρωπου ρωμαϊκού ζυγού που ονειρευόταν το εβραϊκό έθνος. Το μύθο συντήρησαν οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, με αποτέλεσμα σήμερα ο αδαής και σχετικά αθώος μέσος καταναλωτής να τον καταναλώνει μηρυκάζοντας μαζί με τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα που σερβίρονται στο καθημερινό πιάτο του.
Προσωπικά δε γνωρίζω αν είναι βάσιμη η υπόθεση για προαποστολική θητεία του Ιούδα στο κίνημα των ζηλωτών. Δεν το θεωρώ πολύ πιθανόν, γιατί δεν έχω ακούσει το χαρακτηρισμό Ισκαριώτης για τους φορείς του σικαρίου. Αντίθετα, ο απόστολος Σίμων ο Κανανίτης χαρακτηρίζεται και Σίμων ο Ζηλωτής (Λουκ. 6, 15), επομένως πρέπει να ανήκε στο κίνημα πριν γίνει απόστολος. Στα ευαγγέλια βέβαια δεν υπάρχει νύξη για ζηλωτικές δραστηριότητες ή και σκέψεις των δύο αποστόλων, οπότε, ό,τι κι αν συνέβαινε στη ζωή τους πριν την αποστολική κλήση τους, η κλήση αυτή ήταν κάτι πιο σημαντικό απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε στις απλουστευτικές ερμηνείες που δίνουμε στα γεγονότα της Καινής Διαθήκης…
Αντίθετα, ο Ιούδας χαρακτηρίζεται “κλέπτης” (Ιω. 12, 6) και είναι προφανές ότι οι ευαγγελιστές θεωρούν τα χρήματα ως το μόνο κίνητρο που τον οδήγησε στην προδοσία. Ίσως η παρατήρηση του Ιησού, που τον έλεγξε έμμεσα πλην σαφώς για τη φιλαργυρία του στο Ιω. 12, 1-8, να φούντωσε μέσα του τη φλόγα κάποιου μίσους –του ανεξήγητου μίσους που ενίοτε τρέφουμε γι’ αυτόν που μας αγαπά, ίσως από ζήλια ή επειδή έχουμε κλείσει ερμητικά την καρδιά μας απέναντι στον “άλλο” και μας τρομάζει η ιδέα της αγαπητικής προσέγγισης. Είναι ένα από τα συμπτώματα της πτωτικής παραφροσύνης του ανθρώπου. Οι ευαγγελιστές το θεωρούν υποβολιμαίο από το διάβολο, που ώθησε τον Ιούδα στην προδοσία κατά το Λουκ. 22, 3.
Το ότι κάτι μπορεί να είναι υποβολιμαίο από το διάβολο δεν αναιρεί την ευθύνη του ανθρώπου, γιατί ο διάβολος του το υποβάλλει, δεν τον κυριεύει για να τον έχει υποχείριο. Ο άνθρωπος πάντα μπορεί να πει όχι.
Το κρίσιμο στα συμπεράσματά μας για τον Ιούδα είναι το κριτήριο, με το οποίο αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα και το οποίο έχει φυσικά διαμορφωθεί στο νου μας από πριν. Δηλαδή, οι σημερινοί «ουδέτεροι» εξηγητές είναι πεπεισμένοι ότι κάτι ύποπτο υπάρχει στην περίπτωση του Ιούδα: οι παπάδες είναι πονηροί, η Εκκλησία είναι μια απάτη, επομένως ο Ιούδας είναι θύμα των περιστάσεων. Αντίθετα, εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Θεός είναι αγάπη, ότι αγάπησε και αγαπά ακόμη τον Ιούδα όσο και τον Ιωάννη (ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους τον Ιησού, γι’ αυτό ήταν “αγαπημένος μαθητής Του”) και ότι με πόνο προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Ιούδα να ακυρώσει την προειλημμένη απόφασή του, όταν είπε μπροστά του ότι θα ήταν καλύτερο για τον προδότη να μην είχε γεννηθεί (Λουκ. 22, 22, Ματθ. 26, 24).
Να μην είχε γεννηθεί, όχι γιατί ο κακός Θεός θα τον υποβάλει σε αιώνια βασανιστήρια στη σαδιστική κόλασή Του για να εκδικηθεί την προδοσία κατά του Υιού Του (οι απόψεις αυτές ποτέ δεν ανήκαν στην παράδοσή μας και είναι για μας απαράδεκτες), αλλά γιατί ο ίδιος ο προδότης είχε κλείσει την καρδιά του απέναντι στο συνεχές αγαπητικό κάλεσμα του Ιησού κι επομένως θ’ αρνιόταν να βρεθεί μαζί Του στον παράδεισο. Πώς να συνυπάρχεις αιώνια με κάποιον που δεν αγαπάς; Αν όμως επιλέγεις την αιώνια μόνωση, φυλακισμένος στην αυτοφυλακή σου, είσαι δυστυχισμένος και μάλιστα η τραγικότητά σου είναι κοσμικών διαστάσεων.
Το αγαπητικό κάλεσμα του Ιησού δεν περιορίστηκε στο να πλύνει τα πόδια του Ιούδα μαζί με όλων των αποστόλων στο μυστικό δείπνο (Ιω. 13, 1-20) και στη συνέχεια να του μεταδώσει το Σώμα και το Αίμα Του, κάνοντάς τον κοινωνό μιας από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας (όπως νομίζουμε βέβαια εμείς, οι πτωχοί τω πνεύματι, που πολεμάμε κατά της καταπίεσης με μοναδικό όπλο μας τη θεία Κοινωνία, ακόμη κι όταν η καταπίεση φορά κίβδηλο χριστιανικό μανδύα), αλλά συνεχίστηκε χωρίς δισταγμό και την ώρα του προδοτικού φιλήματος. “Φίλε”, του είπε, “γιατί ήρθες;” (Ματθ. 26, 50). Δεν το έκανε για ν’ αποφύγει τη σύλληψη –αυτό είχε πλέον δρομολογηθεί. Του άπλωνε το χέρι για μετά τη σύλληψη, για να επιστρέψει κοντά Του και να σωθεί!
Συχωρέστε με, αλλά εκπλήσσομαι τόσο από το μέγεθος της πώρωσης του Ιούδα (είναι κι αυτός ένα αρχέτυπο, το αρχέτυπο του πωρωμένου ανθρώπου), ώστε μετά τον Ιούδα το χρώμα της πανανθρώπινης τραγικότητας έχει σκουρύνει στα μάτια μου. […] Εντάξει, ας δεχτούμε ως προτιμότερο να μην ανακατεύουμε στις λογικές και αποστασιοποιημένες ερμηνευτικές μας απόπειρες τα άχρηστα και επιστημονικώς αδιάφορα συναισθήματά μας.
Ο Ιούδας λοιπόν –κατά κάποιους γενναία, κατ’ εμέ νοσηρά και λυπηρά– προτίμησε να κρεμαστεί παρά να επιστρέψει στο κέντρο της αγάπης που διαρκώς, συντετριμμένη από τον πόνο των ψυχικών και σωματικών τραυμάτων Της, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε. Πέταξε τα αργύρια πίσω στους αρχιερείς, γιατί το κέρδος της αμαρτίας του ήταν μάταιο (η αμαρτία δεν ήταν απλά η προδοσία, αλλά το αμετάκλητο άνοιγμα του εαυτού του προς το σκοτάδι) και διέπραξε τη δεύτερη προδοσία, τη χειρότερη: πρόδωσε την ψυχή του. Αντί να μετανοήσει, αυτοκαταστράφηκε.
“Ηρωικό” λένε. Αντίθετα “ο Πέτρος κολάκευσε τον Ιησού και αποκαταστάθηκε στο αξίωμα του κορυφαίου αποστόλου”! Εκπληκτικό, αγαπητέ μου φίλε! Ο Πέτρος “κολάκευσε” (θρήνησε συγκλονισμένος από τον ψυχικό σεισμό που τον συντάραξε με το λάλημα του πετεινού, ενώ ο Ιησούς δικαζόταν μέσα και δεν τον έβλεπε) και κέρδισε το δικαίωμα να σταυρωθεί ανάποδα στη Ρώμη μετά από μακροχρόνια ειρηνική αντιμετώπιση των ανατριχιαστικών διωγμών της πάμφτωχης και κρυμμένης στις κατακόμβες Εκκλησίας! Ο δε Ιούδας, το παλληκάρι, αστόχησε, αρνήθηκε, επέλεξε βέβαια για τον εαυτό του (και καλά έκανε, αν το θέλετε, αυτεξούσιο ον ήταν όπως κι εσείς κι εγώ) και βούτηξε με το κεφάλι στην άβυσσο!
Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος είναι ανοιχτός και η επιλογή της αβύσσου δεν κάνει κανέναν ανάξιο της αμέριστης και απροϋπόθετης αγάπης του Θεού και των χριστιανών, που συνεχίζουν να προσεύχονται και για τον Ιούδα! Ο Ιούδας είναι άνθρωπος, εικόνα του Θεού, απόστολος του Χριστού, το γεγονός ότι κατέστη τραγικός δεν μας δίνει το δικαίωμα να τον μισούμε. Προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής του – αλλά ο ίδιος θέλει ν’ αναπαυτεί; Η αγάπη είναι η ανάπαυση του ανθρώπου.
ΙΙ. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Είναι προφανές ότι στην αρχαία Εκκλησία όλοι ήξεραν τι σχέση είχαν με τον Ιησού οι λεγόμενοι «αδελφοί Του». Γι’ αυτό και τα ευαγγέλια, αν και τους αναφέρουν, δεν δίνουν κάποια διευκρίνιση. Άλλωστε δύο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιούδας (όχι βέβαια ο Ισκαριώτης) είναι και συγγραφείς δύο βιβλίων (επιστολών) που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη.
Προς ενίσχυση της ορθόδοξης άποψης (που είναι κι η άποψη της αρχαίας Εκκλησίας) ότι οι αδελφοί του Κυρίου δεν ήταν τέκνα της Παναγίας, παρατηρούμε ότι και ο Ιάκωβος και ο Ιούδας αποφεύγουν να αναφέρουν τον εαυτό τους ως αδελφό Του στο προοίμιο της επιστολής τους.
Παρακάτω δίνουμε κάποια στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση του Κυρίου, αλιευμένα από Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Πηγές:
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην.
άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Υπομνήματα.
Κοσμάς Βεστίτωρ, Εγκώμιον εις τους δικαίους Ιωακείμ και Άνναν.
άγιος Συμεών ο Μάγιστρος και Λογοθέτης, Χρονικό.
Hippolytus Thebanus, in Chronico opere.
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται συνοπτικά στην Patrologia Graeca, τόμος 1, σχόλια στο βιβλίο 3, κεφ. ς΄, των Αποστολικών Διαταγών.
Ο Κοσμάς Βεστίτωρ γράφει:
- Ο ιερέας Ματθάν και η σύζυγός του Μαρία απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοββί, την Άννα και τη Μαρία. Η Σοββί έγινε μητέρα της Ελισσάβετ (μητέρας του Προδρόμου) και η Άννα της Θεοτόκου.
- Ο Ιωακείμ, πατέρας της Θεοτόκου, είχε έναν αδερφό, τον Αγγαίο. Η κόρη του Αγγαίου Σαλώμη ήταν η πρώτη σύζυγος του αγίου Ιωσήφ του Μνήστωρος, με την οποία απέκτησαν τέσσερις γιους (Ιάκωβο, Ιωσή, Σίμωνα και Ιούδα κατά τα Ματθ. 13, 53-56 και Μάρκ. 6, 1-6) και τρεις κόρες (γράφει τα ονόματα των θυγατέρων; δε θυμάμαι).
Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γνωρίζει ότι η πρώτη σύζυγος του Ιωσήφ ονομαζόταν Σαλώμη, οι γιοι τους ήταν αυτοί που ξέρουμε από τα ευαγγέλια και οι κόρες τους ήταν η Εσθήρ, η Θάμαρ (σε κάποια χειρόγραφα ονομάζεται Μάρθα) και η Σαλώμη, που είχε το όνομα της μητέρας της και ήταν η σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη. Ο Hippolytus Thebanus επαναλαμβάνει αυτά που γράφει «ο μέγας Σωφρόνιος», αναφέροντας τη Θάμαρ μόνον ως Μάρθα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξέρει τους τέσσερις γιους του Ιωσήφ, αλλά μόνο δύο κόρες, την Εσθήρ και τη Θάμαρ. Νομίζω πως κι εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές, Μάρθα και Θάμαρ. Γενικά κλίνω προς το Θάμαρ, γιατί είναι ευκολότερο να γίνει λάθος αντιγραφή από το Θάμαρ στο πασίγνωστο Μάρθα παρά από το Μάρθα προς το άγνωστο Θάμαρ –οπότε το Θάμαρ πώς προέκυψε;
ΙΙΙ. ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ
1. Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14ος αιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28. Πάντως η ιδέα ότι ήταν πόρνη που μετανόησε δεν υπάρχει καθόλου στα ευαγγέλια, ούτε στην παράδοση της Ορθοδοξίας. Μας ήρθε από τη δύση.
2. Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και κόρη του αγίου Ιωσήφ από πρώτο γάμο. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ τη βραδιά των Χριστουγέννων και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την παρθενία της Θεοτόκου –ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση– και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ, αλλά ως θεία της Παναγίας.
3. Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και χαρακτηρίζεται έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.
4. Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ’ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.
5. Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».
6. Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.
7. Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.
* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης.
ΙV. ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Με τη βιογραφία της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής δεν ασχολούνται οι ιστορικοί και Πατέρες των πρώτων αιώνων, οι οποίοι ωστόσο την εκτιμούν βαθύτατα (από το Χρυσόστομο π.χ., χαρακτηρίζεται σπουδαιοτάτη, τέτραθλος και ανδρεία γυνή), αλλά πολύ μεταγενέστερα οι βυζαντινοί ιστορικοί Γεώργιος Κεδρηνός, άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος και άγιος Μόδεστος Κων/λεως. Απ’ αυτούς βρήκα μόνο τον Κάλλιστο, που αναφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ότι ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου ζήτησε και πέτυχε (με απευθείας εισήγηση στον αυτοκράτορα Τιβέριο) τη θανατική καταδίκη των τριών βασικών ενόχων της σταύρωσης του Χριστού, Πιλάτου, Άννα και Καϊάφα. Κατόπιν επέστρεψε στην Παλαιστίνη, έζησε λίγα χρόνια κοντά στην Παναγία, καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους και εξορίστηκε στη Μασσαλία μαζί με τον απόστολο Μάξιμο (από τους 70 αποστόλους, δηλ. τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού), συνεργάστηκε με τον Πέτρο, έδρασε ως απόστολος σε Αίγυπτο, Συρία και Φοινίκη και ολοκλήρωσε τη ζωή της στην Έφεσο, κοντά στον Ιωάννη, όπου και υπήρχε ο τάφος με το λείψανό της, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 890 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ το Σοφό, όπως και το λείψανο του αγίου Λαζάρου από την Κύπρο.
Αυτή η σύνδεση Μαγδαληνής και Λαζάρου συνέβαλε στη σύγχυση της αγίας με την πόρνη του ευαγγελίου, που άλειψε με μύρο (άρωμα) τα πόδια του Κυρίου ζητώντας συγχώρεση. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει μια άλλη αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, μετά την ανάσταση του αδελφού της. Έτσι οι δύο Μαρίες ταυτίστηκαν κατά λάθος και μαζί μπερδεύτηκαν με την πόρνη της άλλης περίπτωσης. Η πόρνη (στην οποία είναι αφιερωμένη η βραδινή ακολουθία της Μ. Τρίτης και το περίφημο τροπάριο της αγίας Κασσιανής) δεν αναφέρεται πώς ονομαζόταν.
Η υπόθεση για καταδίκη του Πιλάτου κ.λ.π. δε μου φαίνεται πιθανή, γιατί θα προκαλούσε σάλο και θυελλώδεις αντιδράσεις των Ιουδαίων της Ρώμης, που θα ήταν γνωστά και από ρωμαϊκές πηγές και πιθανόν να επηρέαζαν τη στάση του ρωμαϊκού κράτους κατά τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών που επακολούθησαν (ή μήπως την επηρέασαν αρνητικά;). Άλλωστε, κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, 4ος αιώνας), ο Πιλάτος εξορίστηκε από τον Καλιγούλα και αυτοκτόνησε στην εξορία. Ίσως όμως το ταξίδι στη Ρώμη να έχει ιστορική βάση… Ας θυμηθούμε πως ο απόστολος Παύλος, στο τέλος της επιστολής «προς Ρωμαίους» (κεφ. 16, στίχ. 6) γράφει «χαιρετίστε τη Μαριάμ, που πολύ κουράστηκε για μας». Μήπως αυτή η Μαριάμ είναι η Μαρία η Μαγδαληνή και ζούσε τότε στη Ρώμη;
Σ’ αυτά τα θέματα νομίζω πως η έρευνα είναι δύσκολη και δε μπορεί να υπάρξει ποτέ σιγουριά. Πάντως πρόκειται για μια μεγάλη αγία της Ορθοδοξίας και, ως γνωστόν, η εκκλησία της βρίσκεται στη Νέα Μαγνησία, έξω απ’ το Ρέθυμνο.