Το χωριό Μέλαμπες, σπουδαίο και ιστορικό κεφαλοχώρι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του
νομού Ρεθύμνης, υπαγόμενο σήμερα στο δήμο Λάμπης, είναι από τα πλουσιότερα σε
μουσική παράδοση κρητικά χωριά και η προσφορά του στη διαμόρφωση της ρεθεμνιώτικης
μουσικής θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική.
Όπως υπάρχει ιδιαίτερη μελαμπιανή προφορά στο
γλωσσικό ιδίωμα του χωριού, έτσι υπάρχει και ιδιαίτερο μελαμπιανό μουσικό ύφος και
μελαμπιανά συρτά, όπως τα συρτά του Βαγγέλη Χατζηδάκη (Χατζηδοβαγγέλη), κάποια από
τα οποία κατά την παράδοση ηχογραφήθηκαν από το Θανάση Σκορδαλό ή και άλλους
καλλιτέχνες.
Ο Σύλλογος Μελαμπιανών «Οι Τέσσερις Μάρτυρες» (πήρε αυτό το όνομα γιατί οι άγιοι
Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου ήταν Μελαμπιανοί στην καταγωγή) εξέδωσε δύο
ψηφιακούς δίσκους (CD) με επιλεγμένα μουσικά ακούσματα από τη μελαμπιανή παράδοση.
Τα παρακάτω αποσπάσματα για την τοπική μουσική παράδοση των Μελάμπων και τους
Μελαμπιανούς μουσικούς προέρχονται από το εξαίρετο δίτομο έργο του Μελαμπιανού
δασκάλου και λαογράφου Νίκου Φασατάκη, Λαογραφία των Μελάμπων Ρεθύμνης, έκδοση
του Συλλόγου Μελαμπιανών Αθήνας «Οι Τέσσερις Μάρτυρες».
Είναι γραμμένα στο κρητικό
ιδίωμα, με προσπάθεια απόπειρας και της ρεθεμνιώτικης προφοράς, γι’ αυτό σε μερικά
σημεία θέλει προσοχή στην ανάγνωσή του:
«…Το μπαλιό γκαιρό ’μαστο μπολλοί –ετότες εκάνα μπολλά κοπέλια και δεν επολυφεύγα
γκιόλας– κ’ εβλέπαμε ντα έχνη στην οξοχή κ’ εκειά μαθαίναμε λύρα πολλοί, για να περνά η
γιώρα. Έτσα οι λυρατζήδες ήσανε μπόλικοι και σπανίως επόμενε μπαρέα χώρις όργανο.
Οργανοπαίχτες απού θυμούμαι από καλά παλιά (=πολύ παλιά) σάμ’ εδά και πάνω κάτω με το
σειρά είν’ ετούτοινέ: άλλοι ’ναι ποθαμένοι κι άλλοι αζωντανοί. Μερκοί παίζουνε στην
Αθήνα, στο Ηράκλειο και στην Αυστραλία. Γλεντιζου τζοι χωριανούς όπου γκι α μπεις και
μερκοί ’ναι κ’ επαγγελματίες. Μερκοί πάλι παίζανε μόνο πάσο (=συνοδεία).
Λυρατζήδες
Σφυριδογιάννης, Νικηφοροκωσταδιός, Χριστοφόρος, Κυριακομανόλης, Ζεοθύμιος,
Ζεόγαμπρος, Καλλιοτζοκοκόλης (Νικόλαος Γιαννακάκης), Μπασταρδογιώργης,
Τζανακογιάννης, Ψιλοστέφανος, Καντάνης (Γ. Βεργαδής), Θεοχάρης Τσουρδαλάκης, Σπύρος
Μπεργαδής, Αγαπητός Φρατζεσκάκης, Μανόλης Τσούρδαλης, αδερφός τ’ ο Νικολής (βιολί),
Ζερβός (Μ. Σημαντηράκης), Αλμπατογιώργης (Γιώργης Τυροκομάκης), Αλμπατονικολής (Ν.
Τυροκομάκης), Κωστής Χαριτάκης (Καρκαβάς), Πολυζώης Τρουλλινός, Μιχ. Φωτάκης,
Ηρακλής Σπυριδάκης, Αδάμης Γιαννακάκης, Νίκος Κ. Φωτάκης, Μιχάλης Μαργαρίτης,
Αντώνης Λυραντζάκης, Νικολής Στρ. Κυριακάκης, Μανόλης Μαργαρίτης, Γιώργης Ηρ.
Σπυριδάκης, Χρίστος Σημαντηράκης, Βαγγέλης Σπυριδάκης, Κώστας Αντ. Τσουρδαλάκης
(Αυστραλία), Γιώργης Γ. Μαρκάκης, Χαρ. Εμμ. Μαρκάκης, Δημήτρης Βεργαδής, Γιάννης
Δουκάκης, Κώστας Αυγουστάκης, Αντώνης Τσουρδαλάκης (Αυστραλία), Γιώργης Φ.
Τυροκομάκης, Δημοστένης Στρ. Βεργαδής, Γιάννης Ν. Καράλης, Λευτ. Παπαδογιάννης,
Στέφανος Ψιλάκης κι αδερφός του ο Μιχάλης.
Λύρα παίζανε κ’ οι: Φαριανός (Μιχ. Ζεάκης), Γιώργης Μαργαρίτης, Μανούσος
Χριστοφοράκης (Βρετζάκης), Νικ. Παπαδομιχελάκης (Καρτερονικολής), Ευθ. Γιαννακάκης,
Μαν. Παπαδογιάννης (του Μακρή).
Οι καλύτεροί μας λυρατζήδες ήσαν ο Βαγγέλης ο Χατζηδάκης κι ο Ηλίας ο Τυροκομάκης
(Αλμπατάκι).
Ο Γιάννης ο Χαχαριδάκης πάλι έχει τραγουδισμένα στη μπλάκα (=δίσκο) του Κλάδο: Ζωή σα
δε μου χάρισες, θαρρώ το 1958. Άλλος κιανείς δεν έτυχε (να ηχογραφήσει), αν κ’ έχομε
γκαλούς τραγουδιστές.
Είχαμε γκαι μια γυναίκα κ’ έπαιζε λύρα και σε γλέντι. Τη λέγανε Τσιρμιρορήνη (Ειρήνη
Τσιρμιρή). Αυτή μάλιστας εκυνήγανε κ’ εκάπνιζε γκιόλας.
Λαγουθιέρηδες
Νίκος Δουκάκης απού γκαι μαντολίνο, Νικολής Κ. Κυριακάκης, Λευτ. Μυρτάκης, Ζαχ.
Αυγουστάκης, Γιώργης Μπαγιαρτάκης, (Ξαθάκι), Θεοχ. Δουκακης, Ηλίας Νικηφοράκης,
Γιώργης Ν. Τσουρδαλάκης, Κώστας Δ. Κυριακάκης, Ν. Ν. Τσουρδαλάκης, Γιώργης Αντ.
Τσουρδαλάκης (Αυστραλία), Μ. Ν. Γιαννακάκης (Ηράκλειο), Γιώργης Καντηλάκης, Νίκος
Ξενικάκης, Στρατής Μιχελακάκης.
Μαντολίνο παίζανε γή παίζουνε οι:
Αντώνης Τσούρδαλης, Αντώνης Γερμανάκης (θαρρώ), Νικ. Ζεάκης (του Μπασταρδογιάννη),
Μανόλης Τυροκομάκης (τ’ Αλμπάτη), Νικ. Γ. Τσούρδαλης, Μιχ. Περογιαννάκης, Κώστας Γ.
Μαργαρίτης, Γιώργης Κ. Καράλης, Γιώργης Δουκάκης (κουρέας), Γιώργης Κ. Δουκάκης,
Γιάννης Εμμ. Φωτάκης, Γιώργης Νικάκης, Νίκος Μαργαρίτης, Μανόλης Ι. Σημαντηράκης,
Γιάννης Κουτσαυτάκης (τσ’ Ελενιάς), Μανόλης Ζεάκης (του Ζεογιάννη), Νικ. Μαμαλάκης,
Αντροκλής Δουκάκης, Μανόλης Μπαγιαρτάκης, Κώστας Δουκάκης, Αποστο. Βουλγαράκης,
Χρίστος Γιαννακάκης, Νικ. Τζανακάκης.
Παλιότερα ’παιζεν ασκομπαντουρα ο Σταυρακογιοργάκης (Μαμαλάκης) και χαμπιόλι
Αλμπατογιώργης.
Η διασκέδαση στο χωριό
Στσι παρέες απου κάναμεν ετραγουδούσαμε μαντινάδες σα γκ’ εδά. Δηλαδή έπαιζεν η λύρα
’να σκοπό, ένας ήλεγε ντο τέταρτο τση μαντινάδας (μισό στίχο) κ’ εποπαίρναν οι γιάλλοι.
Ετουτονά γίνουντονε σάμε να ποκάμ’ η μαντινάδα κ’ εσυνέχιζεν άλλος. Έτσά ’τον εις το
σερτό, γιατί στο σιγανό (αργό πεντοζάλι) όποιος ετραγούδιεν ήλεγε ντη μισή (ένα στίχο),
εποπαίρναν οι γιάλλοι, εξανάλεγεν αυτός την αποδέλοιπη, μα δεν εξαπαποπαίρνανε.
Εσυνέχιζεν άλλος.
Ηλέγαμε γκαι ριζίτικα και τραγούδια ’που την άλλη Ελλάδα. Το γκαιρό τση Κατοχής οι
γιαριστεροί λέγανε και δικά ντωνε κομμαιτκά τραγούδια. Το ίδιο κάνανε κ’ οι δεξιοί.
Απού τα όργανα του παλιού καιρού η λύρα ’τονε δυο λογιώ: κανονική σα γκ’ εκείηνά που
’ναι κι εδά και μική για να μαθαίνουν οι καινούργιοι λυρατζήδες. Αυτή τη λέγανε λυράκι. Κ’
οι δυο ’χανε γερακοκούδουνα στο δοξάρι για να κρατούνε το πάσο (=μονό χρόνο), γιατί τσ’
αρχές έπαιζε μοναχή. Πλειά ύστερα –γύρω στο 1930– άρχιξε γκαι τση κράθιε μπάσο το
μαντολίνο και πλειά ύστερα το λαγούτο. Μ’ αυτά ντα όργανα όσοι δεν εκατέχανε καλά,
εκρατούσανε μόνο πάσο κι όσοι κατέχανε επαίζανε και πατήματα (…).
Εκείνο το γκαιρό δεν ήσα ντα μεγάφωνα που ’ν’εδά και τραγουδούν οι γιοργανοπαίχτες μόνο
και σπανίως άλλος ένας. Ετότες ετραγουδούσαν όσοι θέλανε κ’ έτσα περνούσα μπλεια
καλλιά. Είχε βέβαια ’να γκακό, πως δεν εκαλογροικούνταν η λύρα (=δεν ακουγόταν καλά),
μα στ’ αποδέλοιπα ήτο γκαλύτερα. Γιατί –για να λέμε γκαι την αλήθεια– πολλή βαβουρανιά
(=θόρυβος) γίνεται σε τέθοιες ώρες, έτσα που κουβεδιάζουνε πολλοί, φωνιάζουν οι πιωμένοι
κ’ η λύρα και το τραγούδι χάνουν απού τη γλύκα ντωνε.
Πολλά παρτέρνα (=τραβούσαν) οι κακομοίρηδες οι γιοργανοπαίχτες. Απού τη σαούδα (=θόρυβο) μουδέ να κουρντίσουνε καλά τα όργανα δεν εμπορούσαν ώρες ώρες. Των εφώνιαζεν ο γεις από παέ κι άλλος από κειέ (=ο ένας από ’δώ κι ο άλλος από ’κεί) –οι
πιωμένοι βέβαια– παίξε τουτονέ παίξε κειονέ, δε τζ’ αφήνανε να φύγουν ό,τι ώρα θέλαν απού
τσοι παρέες και τα γλέντια, και τσοι ξυπνούσαν τη νύχτα για να γυρίζουνε. Έτσα
κουράζουντονε. Μη θαρρείς εδά πως κ’ οι γιάλλοι θέλανε να τσοι βασανίσουνε. Μπα! Κέφ’
είχανε και θέλανε να συνεχίσου ντη διασκέδαση. Ωστόσ’ όμως αυτοί κουρασμένοι δεν
αντέχανε περισσότερο κ’ ήρχουντονε φορές που φεύγανε. Κι οι γιάλλοι δεν των
επαραπονούντονε βέβαια.
Θα μου πεις: ποχρεωμένοι ’σανε να καθίζουνε γιατί πλερώνουντονε. Δεν εί’ τζα (=δεν είναι
έτσι). Πρι το μπρώτο πόλεμο (=Α΄ Παγκόσμιο) δεν των εβάνανε μουδέ φράγκο. Δεν είχα γκιόλας λεφτά, μα και δε ντό ’χα γκ’ επάγγελμα. Ο καθαείς ευχαρισθιούντονε να κάμει
πράμα να φχαριστήσει τσ’ άλλους. Ο γεις με το να κάμει το γλέντι, άλλος με το να πάει
πιοτό, μεζέ, άλλος να χορέψει γή να τραγουδήξει κι άλλος να παίξει. Έτσα δεν εί’ μπαράξενο
πως δεν επαίρνανε. Πλεια ύστερ’ αρχίξα γκ’ είχα γκι αυτοί πλεια λεφτά, εκαταλαβαίνα ντο
γκόπο ντωνε και των εβάναν ό,τα’ είχαν ευχαρίστηση.
Χοροί
Τσοι χορούς που χορεύγουν εδά: σερτό, καλαμαθιανό, σούστα, σιγανό, πηδηχτό,
μαλεβυζώτη, τσοι χορεύγαμε γκ’ εμείς παλιά. Τα ευρωπαϊκά σπανίως. Μόνο γύρω στο
δεύτερο πόλεμο αρχίξα γκ’ επαίζα μπού κ’ ένα ταγκό, βαλς, σλον, γή τη μπόλκα. Εδά με τη
ντηλεόραση και με το άμε κ’ έλα στσι χώρες (= το πηγαιν’ έλα στις πόλεις) εμάθα ντα
κοπέλια και τσ’ άλλους, τσοι μοντέρνους απού λένε. Καλά το κάνουν όμως και δε τζ’
ανακατώνου –τζι πλεια– στα δικά μας γλέντια. Εμείς αλλιώς είμαστονε μαθημένοι.
Είχαμε μάλιστας κι άλλους χορούς: το λαζώτη, το μπανωμερίτη, το γκατσιπαδιανό, το
τζινιάρη, τα τζορνεράκια και το ντριζάλη.
Το λαζώτη και το μπανωμερίτη τσοι θυμούνται πότε λίγο ποι λυρατζήδες μα τσ’ άλλους τσοι
σοξεχάσανε και δε τζοι παίζουν εδά.
Ο κατσιπαδιανός και τα τζορνεράκια ’χανε δικό ντωνε σκοπό καθαείς. Ο τσινιάρης είχε τζ’
άργιους (=αργούς στο ρυθμό) σκοπούς του σερτού, εκειουνάς που κάνουνε για καντάδα, και
μερκά ’που τα ζάλα ντου.
Το σερτό τον εχορεύγαμε γκι αλλιώς: με ζεύγη. Καθαείς δηλαδή έπαιρνε ντη ντάμα ντου, τό
’να ζευγάρι έμπαινεν οπίσω τ’ αλλού κ’ έτσα γίνουντονε δυο κύκλοι. Ένας ήλεγενε
παραγγέλματα, «ένα, δυο, τρία», μα όι γιαμιάς. Λίγη ώρα τό ’να ’που τ’ άλλο. Στο τρία οι
γιάντρες ετρέχαν ομπρός χορευτά (=έκαναν ένα βήμα μπροστά) κι επιάνα ντη μπροστινή
ντωνε ντάμα. Ο χορός εσυνεχίζουντονε κι όποιος ήλεγε ντα παραγγέλματα τα ξανάλεγε στην
ώρα ντωνε.
Εις τη σούστα κάναμε γκι άλλα χώρις (=εκτός) τα ζευγάρια που γίνουνται. Ένας ήλεγε
μπαραγγέλματα: να μπούνε στη γραμμή ο ένας πίσ’ απού τον άλλο, τα χέρια στην έχταση,
πρόταση, ανάταση, παλαμάκια, ανακατωμένοι, στη γραμμή πάλι, κλίση αριστερά, εδίδα ντα
χέρια κ’ εσυνεχίζανε με σούστα γή πηδηχτό.
Και το μαλεβυζώτη τον εχορεύγανε ζευγάρια και κύκλο γύρου γύρου απού τσοι λυρατζήδες.
Πρέπει να σηκώνουντ’ όμως οι παλιοί να χορεύγουνε στο γλέντι τούτουσας τσοι χορούς, να
μάθου γκαι τα κοπέλια για να μην ξεχαστούνε. Όμορφ’ είναι και ’ξίζουνε. Εσύ που γράφεις
τούτα ντα παλιά, παρακίνησέ τσοι. Καλό θα κάμεις [αυτό το λέει ο αφηγητής του συγγραφέα,
ηλικιωμένος Μελαμπιανός].
Σειρά στο χορό δεν εκρατούσανε. Όποιος είχα μπρωτοσηκωθεί κ’ είχα μπαραγγείλει,
εχόρευγε γκιόλας. Στσοι γάμούς μόνο εχορεύγαν οι γαμπρονυφάδες πρώτας. Κι όι όλο.
Είχαμε γκ’ έχομε μια συνήθεια στσοι χορούς, που ’ναι και καλή και κακή. Σηκώνουνται
πολλοί κ’ ευχαρισθιούνται χορό. Το κακό ’ναι πως μπερδένουνε όντε δε βάνει ο τόπος γή δε
γατέχουνε. Ίντα να πεις; Πράμα…».