Την πρωτοχρονιά του 2022 συμπληρώθηκαν 20 έτη από την κυκλοφορία του ευρώ στη χώρα μας. Σε 11 από τις τότε 15 χώρες – μέλη της Ευρωζώνης το ευρώ εισήχθη την 1η Ιανουαρίου του 1999, ως επίσημο μέσο πληρωμής. Αρχικά, σε ηλεκτρονική μορφή και τρία χρόνια αργότερα – σε όλες τις χώρες όπως και στην Ελλάδα – με τη μορφή χαρτονομισμάτων και κερμάτων. Λίγο νωρίτερα το 1998, ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ έκανε λόγο στη γερμανική βουλή για «μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις του 20ου αιώνα».
Ο πρωθυπουργός του ευρώ, Κώστας Σημίτης, με αφορμή την ανωτέρω επέτειο, επισήμανε πως «ήταν ένας εθνικός στόχος που τον πέτυχαμε. Ήταν μια νίκη που προστάτευσε τη χωρά μας σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Ήταν μια σωστή επιλογή, στη σωστή συγκυρία, με εθνική συστράτευση». Η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Επωφελήθηκαν από το ενιαίο νόμισμα όλες οι χώρες της ευρωζώνης; Και εάν ωφελήθηκαν τούτο έγινε στον ίδιο βαθμό;
Στη χώρα μας συνηθίζουμε να συζητάμε και να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, βασιζόμενοι στα δικά μας θέλω και πιστεύω. Σπάνια στηριζόμαστε σε μελέτες. Και δυστυχώς όταν γίνονται οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές τις αμφισβητούμε.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κείμενα τεκμηρίωσης καλούνται να υποστηρίξουν πολιτικές. Τις περισσότερες φορές, οι σχετικές μελέτες, διασκεδάζουν εντυπώσεις και θέτουν σε αμφισβήτηση παγιωμένες συμπεριφορές. Ειδικά για την περίπτωση του ευρώ, η σχετική μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής (διαθέσιμη στο https://www.cep.eu/Studien/20_Jahre_Euro_Gewinner_und_Verlierer/cepStudy_20_years_Euro_-_Winners_and_Losers.pdf) αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Η πλέον επωφελούμενη χώρα είναι η Γερμανία. Η τελευταία είδε μια αύξηση της ευημερίας της περίπου 1,9 τρισεκατομμύρια ευρώ κάτι που αναλογεί σε επαύξηση της περιουσίας κατά 23.000€ ανά κάτοικό της. Οι μεγάλοι χαμένοι είναι η Ιταλία και η Γαλλία που το έλλειμμα ανταγωνιστικότητάς τους είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ευημερία τους κατά 4,3 και 3,6 τρισεκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Τούτο σημαίνει απομείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος κατά 56.000€ για τους Γάλλους και 74.000€ για τους Ιταλούς. Εξαιρετικά αρνητικό πρόσημο έχει το ευρώ και για τους Ισπανούς και Πορτογάλους. Ειδικά για τους δεύτερους σηματοδότησε μια μείωση κατά 40.604€ ανά κάτοικο.
Η περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζεται ως ιδιάζουσα. Σύμφωνα με την ανωτέρω μελέτη, η ένταξη στο ευρώ απέφερε αρχικώς σημαντικά κέρδη, τα οποία περιορίστηκαν σημαντικά μετά το 2011. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα το ισοζύγιο είναι θετικό. Περίπου κατά 2 δις ευρώ για τη χώρα ή κατά 200€ περίπου ανά κάτοικο (το ποσό αυτό ήταν 3.140€ περίπου το 2008). Τα πρώτα 10 έτη κυκλοφορίας του ευρώ επιβεβαιώνουν πλήρως την εκτίμηση του Κώστα Σημίτη. Η καταστροφική διαχείριση της περιόδου 2005 – 2010, η έλλειψη αντανακλαστικών του πολιτικού προσωπικού, η αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και η εμμονική διαπραγμάτευση εντός του ευρώ είχαν ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό των αρχικών ωφελειών.
Έστω και έτσι ξεκινάμε από την αρχή. Το ευρώ είναι μέσο, αλλά όχι θέσφατο. Κυρίως δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει αποστειρωμένο σε ένα ζωντανό οικονομικό περιβάλλον. Άλλωστε, έτσι το είχαν οραματιστεί και οι εμπνευστές του. Ως ένα πρώτο βήμα μιας πραγματικής ευρωπαϊκής ένωσης. Και η τελευταία δεν μπορεί να υπάρξει μόνον με κοινή νομισματική πολιτική. Απαιτείται συλλογική δημοσιονομική πολιτική και πραγματική οικονομική ένωση. Σε αυτήν αναφέρεται υπαινικτικά και ο πρώην Πρωθυπουργός όταν επισημαίνει πως «το ευρώ ήταν το πρώτο βήμα στο εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης. Ένας στόχος που αποτελεί μιαν αδήριτη ανάγκη σήμερα, στην εποχή των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων»…