του Ανδρέα Ξανθού, βουλευτή Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ
Πριν από λίγες μέρες, δημοσιεύτηκε η υπουργική απόφαση με την οποία αίρεται ο θεσμικός αποκλεισμός των ανασφάλιστων από τη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση, όλοι οι ανασφάλιστοι, έλληνες και (νόμιμοι) μετανάστες, ακόμα και αυτοί που χρωστάνε ασφαλιστικές εισφορές (κυρίως αυτοαπασχολούμενοι και έμποροι), μπορούν πλέον να νοσηλεύονται στα νοσοκομεία της χώρας. Η διαδικασία που προβλέπεται θα δημιουργήσει σίγουρα αρκετά προβλήματα, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά δεν περιλαμβάνονται στη ρύθμιση και σπρώχνονται «κάτω από το χαλί», οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί των νοσοκομείων για το 2014 αμφισβητούν στην πράξη την αποτελεσματικότητα του μέτρου και το σημαντικότερο, δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη για τα φάρμακα των ανασφάλιστων. Όμως είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των 3 εκατομμυρίων ανασφάλιστων συμπολιτών μας καλύπτεται από τη ρύθμιση, τουλάχιστον στο κομμάτι της νοσηλείας. Έτσι, η κοινωνική βαρβαρότητα μιας χώρας με ανασφάλιστους που δεν μπορούσαν να χειρουργηθούν, με καρκινοπαθείς χωρίς θεραπεία, με εγκύους χωρίς παρακολούθηση, φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό ξεπερνιέται.
Πρόκειται ασφαλώς για μια σημαντική εξέλιξη που κινείται στην κατεύθυνση της ικανοποίησης μιας πολύ ζωτικής κοινωνικής ανάγκης και ενός μείζονος πολιτικού αιτήματος των κοινωνικών ιατρείων αλλά και της Αριστεράς. Η κίνηση αυτή της κυβέρνησης, έρχεται χρονικά μετά από την πρόσφατη εκλογική της αποδοκιμασία, αλλά είναι απόρροια της ασφυκτικής κοινωνικής πίεσης για άμεση λύση ενός προβλήματος που ήταν βασική πτυχή της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα. Η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ανασφάλιστων και η επακόλουθη «υγειονομική φτώχεια» αποτελεί σίγουρα το 2ο πιο σημαντικό -μετά την ανεργία- κοινωνικό πρόβλημα που προκάλεσε η πολιτική των μνημονίων, της λιτότητας και των περικοπών στο Κοινωνικό Κράτος. Τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα ευρύτατο κοινωνικό κίνημα διεκδίκησης του δικαιώματος των ανασφάλιστων ασθενών σε ιατροφαρμακευτική φροντίδα. Στο κίνημα αυτό πρωτοστατούσαν τα κοινωνικά ιατρεία-φαρμακεία, που χάρις στο ζήλο και την ευαισθησία των εθελοντών τους πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε ανθρώπους που άφησε παντελώς ακάλυπτους το μνημονιακό κράτος. Το εξαιρετικό παράδειγμα του Ιατρείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Ρεθύμνου, αποδεικνύει πώς η αυτοοργάνωση και η ενεργοποίηση της κοινωνίας μπορεί να υλοποιήσει αποτελεσματικά το σύνθημα «κανένας μόνος του στη κρίση», υπερβαίνοντας τα όρια της φιλανθρωπίας και αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ευθύνες- υποχρεώσεις της Πολιτείας.
Ο αγώνας λοιπόν των κοινωνικών ιατρείων, της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών (ΟΕΝΓΕ) και των υπόλοιπων εργαζομένων στο ΕΣΥ, των Επιστημονικών Συλλόγων των υγειονομικών, των συλλόγων ασθενών, των σωματείων ΑμεΑ, έφερε αποτέλεσμα. Η συγκυβέρνηση διέγνωσε με καθυστέρηση το τεράστιο πολιτικό κόστος από το θέμα, ιδιαίτερα μετά τη διεθνή κατακραυγή και τις επιστημονικές αναφορές για «υγειονομική τραγωδία» στην Ελλάδα (βλ. δημοσιεύσεις στο Lancet) και αναγκάστηκε να πράξει το αυτονόητο.
Λύθηκε λοιπόν το πρόβλημα; Άλλαξε η νεοφιλελεύθερη πολιτική Υγείας; Κατηγορηματικά όχι! Γιατί ο θεσμικός αποκλεισμός των ανασφάλιστων είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» στη δημόσια περίθαλψη. Ο πραγματικός αποκλεισμός γίνεται με υλικούς όρους και αφορά και τους ασφαλισμένους: με την διαρκή υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας, με τις τραγικές ελλείψεις προσωπικού και τη μισθολογική- εργασιακή εξουθένωση του ανθρώπινου δυναμικού, με τις μεγάλες ελλείψεις των νοσοκομείων ακόμα και σε στοιχειώδη φάρμακα και υλικά, με την ΠΦΥ ουσιαστικά διαλυμένη μετά την πρόσφατη «μεταρρύθμιση» και το ΕΣΥ σε λειτουργική κατάρρευση, με τις ατελείωτες ουρές στα επείγοντα και τα ράντζα στις κλινικές, με τις κλειστές κλίνες ΜΕΘ, με το ΕΚΑΒ χωρίς επαρκή στελέχωση και σύγχρονα ασθενοφόρα, με διάτρητο και εγκληματικά ανεπαρκές σύστημα περίθαλψης στα νησιά και τις δυσπρόσιτες περιοχές. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις στην οικονομία της υγείας για να καταλάβει κανείς ότι είναι αδύνατο να έχεις ένα αξιόπιστο δημόσιο σύστημα υγείας δαπανώντας μόνο 5,5% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ και τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 7-8%.
Στην πραγματικότητα, ο στόχος της κυβέρνησης, της τρόικας και του κεφαλαίου δεν ήταν να αφήσει εσαεί χωρίς περίθαλψη τους ανασφάλιστους ανθρώπους. Αυτή ήταν μια σκληρή «παρενέργεια» της πολιτικής της λιτότητας, ένα θέμα που δεν επιλύονταν όσο δεν δυνάμωνε η κοινωνική πίεση και δεν φθείρονταν πολιτικά η συγκυβέρνηση. Το πραγματικό σχέδιο είναι άλλο: ένα ανεπαρκές, φτηνό, διαρκώς υποβαθμιζόμενο και προβληματικό δημόσιο σύστημα υγείας για τους φτωχούς και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα , που θα προσφέρει ένα «ελάχιστο πακέτο» υγειονομικής φροντίδας στα πλαίσια ενός χρεωκοπημένου Ασφαλιστικού Συστήματος και ενός μίζερου Κοινωνικού Κράτους από την μια, και ένα ιδιωτικό σύστημα υγείας για τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, χρηματοδοτούμενο κυρίως από την τσέπη των ασθενών και με ενισχυμένο το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, από την άλλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας παρουσίασε αύξηση τζίρου 23% το 2013. Την ίδια στιγμή τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στην υγεία προχωρούν σε επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων και οι διαφημίσεις ασφαλιστικών «πακέτων» υγείας στην τηλεόραση εκθειάζουν τα «ιδιωτικά συστήματα υγείας», αξιοποιώντας το ευνοϊκό τοπίο που δημιούργησαν μεθοδικά οι μνημονιακές κυβερνήσεις. Το 42% της διαφημιστικής «πίτας» στα ΜΜΕ καταλαμβάνει ο τομέας της ασφάλισης υγείας και των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η κυβέρνηση θριαμβολογεί ότι λύνει το πρόβλημα των ανασφάλιστων και μειώνει τη φαρμακευτική δαπάνη, αλλά η «αγορά» ξέρει ότι σε ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας που καταρρέει υπάρχουν ακάλυπτες υγειονομικές ανάγκες, οι οποίες επειδή είναι ανελαστικές διογκώνουν την ιδιωτική δαπάνη για φάρμακα, εξετάσεις και περίθαλψη.
Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη πολιτική υγείας συνεχίζεται και χωρίς τον αποκλεισμό των ανασφάλιστων από το ΕΣΥ. Η ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης και η συνεχής οικονομική επιβάρυνση των ασθενών είναι παρούσα, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς υγείας και η εξόντωση των αυτοαπασχολουμένων υγειονομικών έχει δρομολογηθεί, οι «ανθυγιεινές» πλευρές της δημοσιονομικής πειθαρχίας (ανεργία, φτώχεια, εργασιακή ανασφάλεια, ανεπαρκής διατροφή-θέρμανση-στέγη-κοινωνική μέριμνα για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, αρνητικές εξελίξεις στην ψυχική υγεία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνικότητα, την ποιότητα ζωής, κλπ.) επιδεινώνονται.
Γι’ αυτό και το πολιτικό αίτημα ενός καθολικού, ισότιμου και δωρεάν Δημόσιου Συστήματος Υγείας, με προτεραιότητα την ΠΦΥ και την πρόληψη, την άρση των υγειονομικών ανισοτήτων και την διατομεακή παρέμβαση στους νοσογόνους παράγοντες του περιβάλλοντος, το οποίο θα χρηματοδοτείται κατά βάση από τη γενική φορολογία και την αναδιανομή του πλούτου, έρχεται σε ρήξη με το σκληρό πυρήνα της μνημονιακής-νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, χαρακτηρίζεται από «κοινωνική μεροληψία» υπέρ των οικονομικά αδύναμων, του κόσμου της εργασίας και των μεσοστρωμάτων που έχουν καταστραφεί, αποτελεί κομβικό στοιχείο ενός αριστερού προγράμματος κοινωνικής ανακούφισης και ανασυγκρότησης.