«Γροθιά στο στομάχι» είναι η νέα ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου της Βουλής για την παρακολούθηση του Κρατικού Προϋπολογισμού, που μέσα από στοιχεία, τα οποία περιγράφουν την πραγματική κατάσταση της χώρας, αναφέρει, ότι 6.300.000 Έλληνες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ή απειλούνται από αυτή!
Είναι ενδεικτικό, ότι η παρατεταμένη οικονομική κρίση οδήγησε την Ελλάδα στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των 35 χωρών, με βάση τους δείκτες ευημερίας και ποιότητας ζωής, χειρότερα ακόμα και από την Τουρκία!
Οι συντάκτες της έκθεσης, με τίτλο, «Πολιτικές ελαχίστου εισοδήματος στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα: «Μια συγκριτική ανάλυση» επισημαίνουν, ότι η βαθύτατη οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα την τελευταία 6ετία, «έχει σε σημαντικό βαθμό αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό της χώρας».
Παράλληλα προσθέτουν, ότι αντίθετα με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που εφαρμόζουν προγράμματα αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων, η Ελλάδα με οξύτατα φαινόμενα ακραίας φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, βραδυπορεί.
«Η ζήτηση για κοινωνική μέριμνα από την πλευρά των πολιτών είναι έντονη, ενώ η προσφορά από το Κράτος χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και διοικητικές δυσλειτουργίες. Έτσι το “δίχτυ” κοινωνικής ασφάλειας χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα δεν προβλέπεται αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών από την οικονομική ύφεση στο άμεσο μέλλον» σημειώνουν, διευκρινίζοντας, ότι «κοινωνικές ομάδες όπως, οι μακροχρόνιοι άνεργοι, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι χωρίς ασφάλεια, οι οικογενειάρχες με χαμηλό εισόδημα, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία χρήζουν ειδικής μέριμνας».
Πρόκειται για ομάδες που βιώνουν τη συσσώρευση χρεών, τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων.
«Το Μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ήρθε στην Ελλάδα καθυστερημένα. Η πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια να θεσμοθετηθεί το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (E.E.E.), έγινε το 2000 κατά την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη. Το 2005 ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατέθεσε στο Κοινοβούλιο δεύτερο σχέδιο νόμου για την καθιέρωση του Ε.Ε.Ε. το οποίο επίσης δεν προχώρησε» σημειώνεται στην έκθεση.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζονται οι πολιτικές ελάχιστου εισοδήματος στις χώρες της Ε.Ε., με ιδιαίτερη αναφορά στο Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και στα βασικά ζητήματα που αφορούν την υλοποίησή του.
Παρουσιάζοντας το τι ισχύει στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες καταλήγουν στο συμπέρασμα: «Η Ελλάδα είναι το μοναδικό Κράτος – Μέλος που δεν έχει υλοποιήσει το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος».
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, «2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, με βάση το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού. Επιπλέον, 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας».
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, είναι στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. των 28 Κρατών-Μελών ως προς τον κίνδυνο φτώχειας, ενώ συγκαταλέγεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη φτώχεια (23,1%) και “προηγείται” της Ισπανίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, ενώ κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση ως προς το δείκτη “χάσματος της φτώχειας”, μετά τις Ισπανία, Ρουμανία και Βουλγαρία.
Ακόμη οι συντάκτες της έκθεσης, επισημαίνουν την ανάγκη αναμόρφωσης των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς «η Ελληνική κοινωνική πολιτική βασίζεται στη χορήγηση επιδομάτων σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιες κοινωνικές ομάδες να υπέρ-προστατεύονται και άλλες, που ενδεχομένως χρήζουν μεγαλύτερης ανάγκης, να βρίσκονται έξω από το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας. Η διατήρηση των πολιτικών αυτών – μεσούσης της κρίσεως – οδηγεί σε περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων».
Τα κύρια μέτρα για την ελάφρυνση της φτώχειας στη χώρα μας συνίστανται:
«Στη χορήγηση επιδομάτων, τα οποία απευθύνονται σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Το βασικότερο από τα επιδόματα αυτά είναι το τακτικό επίδομα ανεργίας, που χορηγείται υπό ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις με αποτέλεσμα ένα πολύ μικρό ποσοστό ανέργων να επωφελείται από αυτό.
Πιο συγκεκριμένα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013, το επίδομα ανεργίας έλαβαν 233.000 άνεργοι, όταν ο συνολικός αριθμός ανέργων ανερχόταν σε 1.355.000 άτομα, δηλαδή μόλις το 17% του συνόλου.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2013, το ποσοστό των δικαιούχων μειώθηκε περαιτέρω στο 12%.
Το 2001 θεσμοθετήθηκε το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας, σαν συμπλήρωμα στο τακτικό επίδομα ανεργίας (200 ευρώ μηνιαίως με συνολική διάρκεια 12 μήνες).
Χαρακτηριζόταν από αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, όπως ετήσιο εισόδημα του δικαιούχου κάτω από 12.000 ευρώ, ηλικία τουλάχιστον 45 ετών και ο δικαιούχος να έχει λάβει τακτικό επίδομα ανεργίας επί 12 μήνες.
Ο νόμος 4093/2012, διεύρυνε τα κριτήρια επιλεξιμότητας για την χορήγηση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας, μειώνοντας την κατώτατη ηλικία από 45 σε 20 έτη (από το 2014), ενώ το μέγιστο επιτρεπόμενο ετήσιο εισόδημα μειώνεται από 12.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ (προσαυξημένο κατά 586 ευρώ για κάθε παιδί)».
Επίσης, η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη και ταυτόχρονα εμφανίζει πολύ διευρυμένη φτώχεια των ηλικιωμένων.
Για τους ανασφάλιστους υπερήλικες προβλέπεται σύνταξη, που χορηγείται από τον ΟΓΑ και η οποία χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό παρέχοντας χαμηλό ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Ακόμα, τα επιδόματα αναπηρίας ήταν ένα από τα μέτρα αντιμετώπισης της φτώχειας, τα οποία λόγω του στρεβλού συστήματος εξέτασης των αιτούντων κατέληγαν και σε μη πραγματικά δικαιούχους.
«Σε γενικές γραμμές, το κοινωνικό σύστημα ιστορικά έχει αποτύχει να εκπληρώσει τους στόχους του, ενώ όπου έγινε προσπάθεια βελτίωσης μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων απέτυχε ακόμα περισσότερο» ολοκληρώνει η έκθεση.
[epoli.gr]