Του τηλεφωνεί συχνά στο σπίτι του ο Νικ Κέιβ. Τον βράβευσε το μακρινό 1979 ο Χατζιδάκις στον Μουσικό Αύγουστο στα Ανώγεια. Τον λατρεύει ο Γιάννης Αγγελάκας.
Και δεκάδες νέοι πηγαίνουν σπίτι του για να τον δουν ή στις εμφανίσεις του για να τον ακούσουν. Και τώρα στο λόμπι αθηναϊκού ξενοδοχείου, άρτι αφιχθείς από την Κρήτη, ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) δέχεται υπομονετικά πολλούς δημοσιογράφους για τα επικείμενα λάιβ του στο Half Note Jazz.
Μεγάλο κεφάλαιο για το σημερινό μουσικό τοπίο, αδιαμεσολάβητο και σχεδόν αρχέγονο ο Ψαραντώνης και το σύμπαν που φέρει είναι συχνά η άλλη όψη του νεοκρητικού που έχει κατακλύσει τα αστικά κέντρα. Εκείνος όμως δεν μιλά άσχημα για κανέναν. Σαν να κλείνει τα μάτια όπως όταν παίζει. «Κλείνω τα μάτια όταν παίζω λύρα και τραγουδώ για να έχω εικόνα από τα μέρη που πηγαίνω και μου αρέσουν. Ψηλορείτης. Λευκά Ορη. Ολυμπος. Πήλιο» μου λέει και επιμένω για το σκυλάδικο είδος με άξονα τη λύρα που έχει σήμερα δημοφιλία. «Τώρα ξεκαθαρίζουν τα πράγματα στο κρητικό, στη μουσική αλλά και στην Ελλάδα» απαντά με νόημα.
Η ζωή του μοιάζει με διαρκές ταξίδι. Ατυπος πρεσβευτής του πιο γνήσιου κρητικού είδους έχει ταξιδέψει παντού, καλεσμένος στα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ. Ετσι τον άκουσε και τον κάλεσε στο δικό του (All Tomorrow’s Parties) o Νικ Κέιβ και έγιναν φίλοι. «Είναι καλό κοπέλι και κορυφαίος καλλιτέχνης. Με παίρνει συχνά στο τηλέφωνο. Στα διεθνή φεστιβάλ σμίγουμε με ξένους μουσικούς. Μιλούμε και εγώ παίζω παράλληλα λύρα. Τους κάνει εντύπωση το όργανο. Πάντα μοναχός πάω. Εδώ μέχρι τώρα το υπουργείο Πολιτισμού κάνει ότι δεν τα μαθαίνει αυτά».
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Δεν μιλάει με πικρία αλλά με το μέτρο και τη λατρεία για τη μουσική που υπηρετεί από τα μέσα του 1960, όταν πρωτοπήρε ερεθίσματα από τον αδελφό του τραγουδιστή και σπουδαίο λυράρη Νίκο Ξυλούρη. «Οταν πέθανε ο Νίκος, όλη η Ελλάδα στάθηκε όρθια και έκλαιγε. Ο Νίκος ήταν ένα στολίδι της φύσης. Η μουσική είναι το μεγαλύτερο θεριό για τη ζωή του ανθρώπου. Εγώ μπήκα στη λύρα από τον Νίκο, με μάλωνε που του την έπαιρνα. Αλλά ακούγαμε τότε και τους λυράρηδες Γιώργο Καλομοίρη, Μανώλη Μανουρά και Μανώλη Πασπαράκη. Πιο μετά τον Λεωνίδα Κλάδο, τον Σκορδαλό. Πήγαινα και σε ένα μαγαζάκι που είχε ο Φουσταλιέρης, που έπαιζε μπουλγκαρί. Δεν με άφηνε να φύγω» θυμάται ο Ψαραντώνης. Στην «οικογένεια» αυτή, όπου ανατράφηκε μουσικά, ανήκει και ο άλλος αδελφός του Ψαρογιάννης, ο κορυφαίος λαουτιέρης της Κρήτης.
Η ΨΥΧΗ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ. Στο Half Note, όπου εμφανίζεται πρώτη φορά, θα παίξει τα παλιά αλλά και το δικό του ρεπερτόριο το οποίο αγαπά το νεότερο κοινό. Ποιο το μυστικό του καλού παιξίματος, τον ρωτώ: «Ψυχή άμα έχεις, αυτή είναι η τεχνική. Εγώ μαθαίνω ακόμη. Ακρη δεν έχει η μουσική. Οσο θες τη στολίζεις και πάει». Το αποδεικνύει και το γεγονός ότι εδώ και τριάντα χρόνια κρατάει στα χέρια του την ίδια λύρα, την οποία του μαστορεύει ο Νικηφόρος Σηφακάκης από τον Θρόνος Αμαρίου.
Μέσα στα χρόνια τον έχουν επισκεφθεί στο σπίτι του δεκάδες άνθρωποι. «Μια φορά ήρθε εδώ ο Ιορδάνης Τσομίδης, ο μπουζουξής. Κοιμόμουν πάνω, κατέβηκα, ανταλλάξαμε δίσκους. Μου έδωσε δικό του και του έδωσα δικούς μου. Πολύ μεγάλο μπουζούκι. Οταν έβαλα να ακούσω το CD του δεν στάθηκα εκεί που τραγουδάνε κανονικοί τραγουδιστές. Μου άρεσε η ερμηνεία η δική του. Τον βρήκα ύστερα από χρόνια στο Αμστερνταμ, όπου έπαιζε, και του λέω “με κάνεις και γυρίζω το CD εκεί που τραγουδάς εσύ”. Η έκφραση και η εικόνα που δημιουργεί ο καλλιτέχνης είναι όλη η ουσία».
πηγή Εφημερίδα Τα Νέα