ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟ

Μίλτου Πασχαλίδη, “Ο άλλος μας εαυτός” – Ένα βιβλίο γεμάτο Ρέθυμνο

epoptisΜέχρι πριν από λίγο καιρό, γνωρίζαμε τον Μίλτο Πασχαλίδη κυρίως ως τραγουδοποιό, ιδιαίτερα αγαπητό στους νέους (και σε κάποιους, όχι τόσο νέους πια, της γενιάς του). Από το 2010, γνωρίζουμε και τη συγγραφική πλευρά του και ίσως αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω γι΄ αυτήν ακριβώς την πλευρά.

Στον «Επόπτη», το κύριο πρόσωπο είναι ο Μπιλ, ένας αιώνιος φοιτητής της Φιλοσοφικής του Ρεθύμνου. Είναι 27 χρονών, μένει σε μια νοικιασμένη σοφίτα στην παλιά πόλη, τα έχει φτιάξει με μια πρωτοετή φοιτήτρια και δουλεύει σε ένα υπόγειο μπαρ, όπου συχνάζουν κυρίως φοιτητές. Είναι γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, αλλά σπάνια πια επιστρέφει στην Αθήνα. Βρίσκεται, ίσως, σε μια φάση της ζωής του όπου κάτι «δεν πάει καλά» – κι αυτό προσωποποιείται στον Επόπτη, ένα «πρόσωπο» που θα μπορούσαμε συνοπτικά να περιγράψουμε ως τον άλλο του εαυτό, ο οποίος στέκεται απέναντί του και τον κρίνει, ή μάλλον τον αποδοκιμάζει, σχεδόν κάθε στιγμή της ζωής του. Ελπίζοντας να ξεφύγει από το δήμιό του, ο Μπιλ αποφασίζει να φύγει από την Κρήτη και να επιστρέψει για λίγο καιρό στην Αθήνα. Εκεί θα προσπαθήσει να έρθει αντιμέτωπος με τον Επόπτη. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής θα καταγραφεί σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου.

Ο Πασχαλίδης δημιουργεί από την αρχή μια κατάσταση προσδοκίας και φόβου που ξορκίζεται με ανελέητο χιούμορ και μπόλικη φλυαρία. Η ζωή του Μπιλ στο Ρέθυμνο το φθινόπωρο του 1990, η φιλία του με τον θυμόσοφο Σταυράκη, η σχέση του με την Αλεξάνδρα, θα θυμίσουν πολλά στους αναγνώστες που τη δεκαετία του ’80 υπήρξαν φοιτητές στο Ρέθυμνο ή αλλού. Πολύς ελεύθερος χρόνος μετά τα πιεστικά χρονικά περιθώρια του λυκείου και το άγχος των εξετάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, διάφορα διαβάσματα, πολλή μουσική, σινεμά, μεθύσια με ρακές ή κρασί, αξημέρωτοι έρωτες. Και χειροκίνητη θλίψη, έλλειψη προσανατολισμού, πορεία στα τυφλά. Κανένα μεγάλο ιδανικό δεν εμπνέει πια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το μυθιστόρημα απουσιάζει σχεδόν πλήρως ο πολιτικός περίγυρος. (Αντίθετα, η «γενιά του Πολυτεχνείου», που προηγήθηκε, ήταν έντονα πολιτικοποιημένη). Οι νέοι αυτής της γενιάς, οι σημερινοί πενηντάρηδες, ήταν τότε, γενικά μιλώντας, αρκετά κλεισμένοι στον εαυτό τους και στα προσωπικά, υπαρξιακά τους προβλήματα.

Ένα δεύτερο επίτευγμα του Πασχαλίδη είναι το πώς καταφέρνει να δημιουργήσει από τις πρώτες σελίδες αυτή την ατμόσφαιρα τής πάντα παρούσας απειλής, του Επόπτη, ο οποίος φθάνει να δυναστεύει τη ζωή του Μπιλ σε τέτοιο βαθμό ώστε να βασανίζεται χωρίς τέλος. Όσοι έχουν περάσει, για διάφορους λόγους, καταστάσεις εσωτερικού βασάνου, θα συμπονέσουν τον Μπιλ. Θα βαδίσουν μαζί του στην πορεία που κάνει για να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό εχθρό του, θα οργιστούν, θα κλάψουν και θα γελάσουν μαζί του.

Όμως, αφενός ο Επόπτης, ως μυθιστορηματικό πρόσωπο, μένει μέχρι τέλους κάπως ασαφής, αφετέρου ο Πασχαλίδης επιλέγει να υπονομεύσει την ιστορία και το μυθιστόρημά του με παρένθετα επεισόδια: πρώτα παρουσιάζοντας τον «πραγματικό Μπιλ» σε μια συνομιλία με τον «πραγματικό συγγραφέα» και στη συνέχεια ανατρέποντάς τα όλα στο τελευταίο κεφάλαιο. Έτσι η ιστορία μοιάζει να χάνει το στόχο της.

Ο Πασχαλίδης φαίνεται πραγματικά ότι έχει κάτι να πει. Έχει το υπόστρωμα, την εξυπνάδα, ίσως και το ταλέντο. Ως καλλιτέχνης μπορεί να γίνεται αυτοαναφορικός και νάρκισσος, ταυτόχρονα όμως και ανατρεπτικός με το χιούμορ του. Στον «Επόπτη» προχωρεί πιο βαθιά και η προσπάθειά του αξίζει να προσεχθεί. Αλλά η επιμονή του στην αυτό-υπονόμευση στέρησε το μυθιστόρημά του από ένα τέλος αντάξιο της προσπάθειας που κατέβαλε σε 300 τόσες σελίδες, δίνοντάς μας το πορτρέτο ενός νέου και μιας εποχής, του ρευστού και της αβεβαιότητας που μας περιτριγυρίζει, των εσωτερικών φόβων και των ενοχών, αυτών που δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε και που γίνονται τελικά, όσο κι αν δεν το θέλουμε, ο εαυτός μας.

της Βασιλικής Χρίστη