ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Ουγκάντα – Κένυα: Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής

Metrop. JonahΜελετώντας την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην υποσαχάρια Αφρική (δηλ. στις χώρες από την έρημο Σαχάρα και κάτω) διαπιστώνουμε κάτι συγκινητικό: την εμπλοκή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους αγώνες των αφρικανικών λαών για την απελευθέρωσή τους από τους δυτικοευρωπαίους αποικιοκράτες και ιδιαίτερα τους Άγγλους.

Στο άρθρο «Orthodox Mission in Tropical Africa» του Νοτιοαφρικανού Stephen Hayes, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Missionalia, the journal of the Southern African Missiological Society (και αναδημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, όπου μπορείτε να το αναζητήσετε), διαβάζουμε πως οι περισσότεροι δυτικοευρωπαίοι συγγραφείς που έγραψαν για την ιστορία της χριστιανικής ιεραποστολής στην Αφρική, δεν αναφέρονται καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένας λόγος που εντοπίζει γι’ αυτό, είναι η προκατάληψη των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών απέναντι στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των αφρικανικών χωρών, επειδή πολλές από αυτές ταυτίστηκαν με την πάλη ενάντια στην αποικιοκρατία.

Η αποικιοκρατία

Από το 15ο αιώνα μ.Χ. (την εποχή των «μεγάλων εξερευνήσεων») όλα τα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης, με το στόλο και το στρατό τους, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας και το μετέτρεψαν σε «αποικίες» τους. Δημιούργησαν, δηλαδή, αυτοκρατορίες, που εκμεταλλεύονταν όσα προϊόντα ή πλούτη μπορούσαν να πάρουν από τις διάφορες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Έτσι, χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία μετατράπηκαν σε μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Το ίδιο και η Γερμανία και (λιγότερο) η Ιταλία. Η ισχυρότερη από τις αυτοκρατορίες αυτές ήταν η Αγγλία, γι’ αυτό και ήταν, αρχικά, ο κυριότερος αντίπαλος του Χίτλερ, στη δική του προσπάθεια να κατακτήσει τον κόσμο.

Από το 18ο και 19ο αιώνα, κάποιες χώρες, ιδίως στην Ασία (π.χ. Κίνα, Επανάσταση των Μπόξερς, 1900 – στην οποία δυστυχώς συνέβησαν και βαρβαρότητες, όπως το μαρτύριο των 222 ορθοδόξων Κινέζων αγίων) και στην Αμερική, άρχισαν να επαναστατούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η πρώτη απ’ αυτές ήταν η Αϊτή (τις ΗΠΑ δεν τις συμπεριλαμβάνω, γιατί εκεί επαναστάτησαν οι Βρετανοί άποικοι ενάντια στη μητρόπολή τους, την Αγγλία, και όχι οι ντόπιοι, δηλ. οι Ινδιάνοι, των οποίων η τύχη είναι λίγο πολύ γνωστή). Η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Μόλις τελείωσε τον δικό της απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών, κατεστραμμένη οικονομικά, έστειλε στο Παρίσι, στον Αδαμάντιο Κοραή, 25 τόνους καφέ, να πουληθούν, για να αγοραστούν όπλα για τον ελληνικό αγώνα. Επίσης έστειλε 100 εθελοντές μαύρους στρατιώτες να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, αλλά δυστυχώς το πλοίο βυθίστηκε!

Οι χώρες της Αφρικής (που, τους προηγούμενους αιώνες, είχαν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα και από το δουλεμπόριο) ανεξαρτητοποιήθηκαν, μία προς μία, κατά τον 20ό αιώνα, ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιοχές έξω από την Ευρώπη, που «ανήκουν» («νόμιμα») σε ευρωπαϊκές χώρες.

Οι δυτικοευρωπαίοι ιεραπόστολοι, που έφταναν στις αποικίες, κάποτε υπερασπίζονταν τους ιθαγενείς πληθυσμούς, αλλά τις περισσότερες φορές τάσσονταν με το μέρος των αποικιοκρατών κατακτητών. Γι’ αυτό, αν και μεγάλοι ντόπιοι πληθυσμοί γίνονταν χριστιανοί (ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες), σταδιακά οι ντόπιοι άρχιζαν να αποστρέφονται αυτές τις μορφές του χριστιανισμού, που τις συνέδεαν με την καταπίεση και την εκμετάλλευσή τους από τους κατακτητές. Σύγχρονος ορθόδοξος κληρικός από την Τανζανία είπε κάποτε: «Όταν ήρθαν εδώ οι Ευρωπαίοι, εκείνοι κρατούσαν στα χέρια τους το ευαγγέλιο κι εμείς κρατούσαμε τη γη μας. Τώρα, εμείς κρατάμε το ευαγγέλιο και εκείνοι κρατούν τη γη μας!».

Έτσι, στην Αφρική, άρχισαν να σχηματίζονται οι λεγόμενες «Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες» ή «African Initiated Church», δηλαδή αυτόνομες χριστιανικές ομάδες, που δεν υπάγονται σε καμιά κανονική Εκκλησία, και που συχνά συνδυάζουν το χριστιανισμό με στοιχεία από τις αρχαίες ειδωλολατρικές θρησκείες των αφρικανικών φυλών. Οι ομάδες αυτές σήμερα είναι περισσότερες από 10.000 και αριθμούν εκατομμύρια οπαδούς σε πολλές χώρες της Αφρικής.

Κάποιες από τις ομάδες αυτές, όταν μάθαιναν την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εντάσσονταν σ’ αυτήν, πράγμα που συνέβαλε πάρα πολύ στην εξάπλωση της Ορθοδοξίας στην αφρικανική ήπειρο. Τέτοια είναι π.χ. η Αφρικανική Ορθόδοξη Επισκοπελιανή Εκκλησία στη χώρα της Νότιας Αφρικής, που για την ένωσή της με την Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστάτησαν ο ηγέτης της, αρχιεπίσκοπος Σίμων Thamaga, και η Νοτιοαφρικάνα Χριστίνα Mothapo († 10 Ιουλίου 2015).

Ουγκάντα

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα (το πιο χαρακτηριστικό ίσως) είναι ο τρόπος, με τον οποίο ρίζωσε η Ορθοδοξία στην Ουγκάντα και την Κένυα.

Τη δεκαετία του 1920, μια ομάδα μορφωμένων μαύρων αναζητητών εντάχθηκε στη λεγόμενη «Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία», που είχε ιδρύσει στην Αμερική ο Αφροαμερικανός George Alexander McGuire. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από τους Ουγκαντέζους Ρουβήμ-Σπάρτα Μουκάσα, Οβαδία Μπασαγιακιτάλο (Basajjakitalo), Θεόδωρο Ναγκιάμα και Ειρηναίο Ματζίμπι και τον Κενυάτη Άρθουρ-Γεώργιο Γκαντούνα.

Fr. Reuben SpartasΟ Ρουβήμ-Σπάρτας και ο Οβαδίας χειροτονήθηκαν ιερείς της «Εκκλησίας» αυτής στην Ουγκάντα. Κάποια στιγμή όμως διαπίστωσαν ότι υπάρχει η πραγματική Ορθόδοξη Εκκλησία, που έχει κέντρο στην Αφρική το πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Ήρθαν σ’ επαφή με τον τότε πατριάρχη και μετά από μελέτη και πολλές συζητήσεις – μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου – ολόκληρη η ομάδα της «Αφρικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» της Ουγκάντας εντάχθηκε στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό ήταν το πρώτο κατέβασμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους ντόπιους πληθυσμούς κάτω από τη Σαχάρα, με πρόσκληση των ίδιων των ιθαγενών, χωρίς ιεραποστολή από πλευράς της Εκκλησίας.

Όλα τα μέλη της παραπάνω συντροφιάς χειροτονήθηκαν ιερείς, μάλιστα ο Ρουβήμ-Σπάρτας και (πολύ αργότερα) ο Θεόδωρος Ναγκιάμα κάποια στιγμή έγιναν και επίσκοποι.

Όμως δεν χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους για να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, αλλά μπήκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους από το αποικιοκρατικό καθεστώς. Έτσι, το καθεστώς άρχισε να καταδιώκει την Εκκλησία και ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας έμεινε πέντε χρόνια στη φυλακή, λόγω των προσπαθειών του για τη μόρφωση του λαού, πράγμα που εμπόδιζε το κράτος.

Στην Αμερική, το 1979, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ (ένας πρώην άθεος φιλόσοφος, που έγινε ορθόδοξος χριστιανός και κατέληξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους διδασκάλους της Ορθοδοξίας στο δυτικό κόσμο) δημοσίευσε  στο περιοδικό του, τον «Ορθόδοξο Λόγο» («Orthodox Word»), επιστολή ενός ορθόδοξου χριστιανού από την Ουγκάντα, που είχε φτάσει χέρι με χέρι και κατάγγελλε το καθεστώς του δικτάτορα Ίντι Αμίν (Αμίν Νταντά). Και έγραψε:

«Σήμερα οι Αφρικανικές Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ουγκάντα, την Κένυα και άλλες χώρες της Ανατολικής Αφρικής, είναι παραδείγματα καρποφορίας της αναζήτησης της Ορθοδοξίας. Παρ’ όλη τη δυσκολία και χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε βοήθεια από τον ορθόδοξο κόσμο του εξωτερικού, έχουν φθάσει στην πληρότητα της Ορθοδοξίας, αποφεύγοντας τις παγίδες στις οποίες πολλοί δυτικοί νεοφώτιστοι έχουν πέσει» (βλ. παραπομπή στο τέλος του άρθρου).

Το 1982, όταν κοιμήθηκε ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας, ως επίσκοπος πλέον (με τον τίτλο επίσκοπος Νειλοπόλεως), γράφτηκε: «Ο τολμηρός και πιστός δούλος Κυρίου… Αν οι άρχοντες κυβερνούν εν ζωή, οι άγιοι κυβερνούν από τον τάφο».

Μια λεπτομέρεια: ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας είχε πάρει μόνος του το όνομα «Σπάρτας», όταν ήταν νέος, από θαυμασμό προς τη γενναιότητα των αρχαίων Σπαρτιατών, για την οποία είχε διαβάσει σε εφηβική ηλικία.

Κένυα

Στην Κένυα (αγγλική αποικία επίσης), ένας από την παρέα των Αφρικανών αναζητητών, που αναφέραμε πριν, ο Άρθουρ Γκαντούνα, είχε δημιουργήσει την ανεξάρτητη «Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κένυας». Το 1946 τον επισκέφτηκαν από την Ουγκάντα ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας και ο π. Οβαδίας και του μίλησαν για την Ορθόδοξη Εκκλησία, με την οποία είχαν ενωθεί. Έτσι ο Γκαντούνα και η ομάδα του εντάχθηκαν στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας και ο ίδιος έγινε ο πρώτος Κενυάτης ορθόδοξος ιερέας, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος.

Τη δεκαετία του 1950 ο π. Γεώργιος Γκαντούνα, μαζί με πολλούς ορθόδοξους ιερείς, αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Κένυας. Ο ίδιος έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή, λόγω της συμμετοχής του σ’ αυτόν τον αγώνα, και εκεί έγινε φίλος του φυλακισμένου ηγέτη Γιόμο Κενυάτα, μελλοντικού προέδρου της ελεύθερης Κένυας.

Την εποχή εκείνη η Ορθόδοξη Εκκλησία υπέστη σκληρό διωγμό από το καθεστώς. Ο Stephen Hayes γράφει: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύτηκε, τα σχολεία και οι ναοί έκλεισαν από το αποικιακό καθεστώς. Πολλές εκκλησίες κάηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις και οι κληρικοί οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης».

Όλα αυτά προκάλεσαν ραγδαία εξάπλωση της Ορθοδοξίας στις χώρες αυτές, ενώ οι ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες ιερείς και ιεραπόστολοι θεωρήθηκαν από τους ίδιους τους ντόπιους ως συνεργάτες των αποικιοκρατών. Γράφει ο Stephen Hayes: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρήθηκε από πολλούς Κενυάτες (και από τους Βρετανούς αποικιοκράτες) ως η εκκλησία της Uhuru» (= ελευθερία, στη γλώσσα σουαχίλι της Ανατολικής Αφρικής)

Ο Μακάριος στην Κένυα

Το 1956 ένας άλλος αγωνιστής ενάντια στην αποικιοκρατία, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, εξορίστηκε από τους Άγγλους στις Σεϋχέλλες, μαζί με το μητροπολίτη Κυρηνείας (της Κύπρου) Κυπριανό και τον δημοσιογράφο Πολ. Ιωαννίδη. Το Μάρτιο του 1957 απελευθερώθηκε και τον Απρίλιο του 1957 ήρθε την Κένυα, συμμετείχε στη θεία λειτουργία στον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό του Ναϊρόμπι και κήρυξε εναντίον της αποικιοκρατίας. Αυτό εμψύχωσε και ενθουσίασε τους ηγέτες του αγώνα της ανεξαρτησίας της Κένυας, πολλοί από τους οποίους (μαζί με τον ορθόδοξο κλήρο) ήταν ακόμα στη φυλακή. Προκάλεσε επίσης κατάπληξη στις αγγλικές αρχές, καθώς και ερωτήματα που τέθηκαν στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, σχετικά με το γιατί ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε επιτραπεί να κηρύξει στην Κένυα!

Μια στενή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ του Μακαρίου και του Γιόμο Κενυάτα, του μελλοντικού προέδρου της Κένυας. Η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960 και η Κένυα το 1963. Το 1970 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που ήταν πλέον Πρόεδρος της Κύπρου, κλήθηκε στην Κένυα για επίσημη επίσκεψη και συναντήθηκε επίσης με τους ηγέτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκεί, ενώ επισκέφθηκε ορθόδοξες ενορίες σε διάφορα μέρη της Κένυας.

Ο Μακάριος συγκλονίστηκε από τη φτώχεια της Εκκλησίας και του λαού και έγραψε στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας, προσφέροντας συγχρόνως τη βοήθειά του. Έτσι, σε συνεργασία με τον πρόεδρο Κενυάτα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος χρηματοδότησε δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο λαός της Κένυας τον αγκάλιασε ως μεγάλο ευεργέτη και μέχρι το 1971 (που ξαναπήγε) βάφτισε ορθόδοξους χριστιανούς περισσότερους από 10.000 ανθρώπους στις περιοχές Kagira και Nyeri.

Για πολλά χρόνια στην Κένυα δεν υπήρχε Μητροπολίτης, αλλά το 1981 τοποθετήθηκε εκεί, ως μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής, ο επίσκοπος Αναστάσιος Γιαννουλάτος (σημερινός αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ένας από τους σπουδαιότερους ορθόδοξους ιεραπόστολους του εικοστού αιώνα, αλλά και από τους ανώτερους κληρικούς που είχαν αγωνιστεί υπέρ της δημοκρατίας την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η παρουσία του στην Αφρική (όπου είχε ζήσει και παλαιότερα, έχοντας μελετήσει τις τοπικές θρησκείες, διαλέκτους και πολιτισμούς, αλλά είχε φύγει γιατί προσβλήθηκε από μαλάρια) συνέβαλε καθοριστικά όχι μόνο στην ανάπτυξη της Ορθοδοξίας (χειροτόνησε δεκάδες ιθαγενείς ιερείς, ενώ προηγουμένως υπήρχαν ελάχιστοι), αλλά και στην εκπαιδευτική και ανθρωπιστική προσφορά της Εκκλησίας σε ολόκληρη την Ανατολική Αφρική.

Τανζανία

Αξιοσημείωτο θεωρώ και τον τρόπο που μεταφέρθηκε η Ορθοδοξία στην Τανζανία, χωρίς η Ορθόδοξη Εκκλησία να επιδιώξει κάποια ιεραποστολική κίνηση.

Τη δεκαετία του 1960 (η χώρα τότε λεγόταν Τανγκανίκα και είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την αγγλική κυριαρχία το Δεκέμβρη του 1961) λειτουργούσε στο βορρά ένα εργοστάσιο, στο οποίο εργάζονταν και ντόπιοι, αλλά και πολλοί Έλληνες μετανάστες και Ινδοί. Ανάμεσά τους ένας Κύπριος, ο Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτου. Η καλοσύνη του συγκίνησε τόσο τους ντόπιους εργάτες, που όχι μόνο έγιναν φίλοι του, αλλά κάποια στιγμή τον ρώτησαν για τη θρησκεία του ελληνικού έθνους. Τότε εκείνος τους μίλησε για την Ορθοδοξία, λέγοντάς τους ό,τι ήξερε, χωρίς να έχει κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις.

Ιδίως ένας ιθαγενής Τανζανός, ο Πολ Μπουντάλα, γοητεύτηκε τόσο, που άρχισε να τον πλησιάζει σε κάθε στιγμή ελεύθερου χρόνου και να τον ρωτάει διαρκώς, ακόμα και σε βάρος του φαγητού ή του ύπνου του. Ο Χατζηπαναγιώτου δεν μπορούσε να του ικανοποιήσει όλες τις απορίες του. Τελικά, ο Μπουντάλα τον παρακάλεσε να του μάθει ελληνικά, ώστε να διαβάσει για την Ορθοδοξία από ορθόδοξα βιβλία. Ο Κύπριος φίλος του, τότε, θυμήθηκε την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουγκάντα και του πρότεινε να στείλει εκεί ένα γράμμα.

Έτσι, οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Ουγκάντας έλαβαν με έκπληξή τους μια θερμή επιστολή, που εξελίχθηκε σε αλληλογραφία και συνοδεύτηκε από αποστολή βιβλίων στην Τανγκανίκα.

Το Δεκέμβρη του 1963 ο Ουγκαντέζος ιερέας π. Θεόδωρος Ναγκιάμα επισκέφτηκε το χωριό Kassamua, στη βόρεια Τανγκανίκα, κοντά στη Μουάνζα, όπου ζούσε ο ενδιαφερόμενος. Εκεί περικυκλώθηκε από μια ολόκληρη ομάδα φιλικών ιθαγενών, που όλη τη νύχτα τον ρωτούσαν για την Ορθοδοξία και συζητούσαν μαζί του. Λίγους μήνες αργότερα έλαβε επιστολή από τον Πολ Μπουντάλα, που τον ενημέρωνε ότι τριάντα άνθρωποι ήταν έτοιμοι να βαφτιστούν!

Η βάφτισή τους έγινε την Κυριακή των Μυροφόρων (2η Κυριακή μετά το Πάσχα) του 1964, στο οίκημα όπου ζούσαν οι εργάτες του εργοστασίου, με νονούς τον Κων. Χατζηπαναγιώτου και άλλους Έλληνες εργάτες. Ο Χατζηπαναγιώτου είχε κατασκευάσει μια κολυμπήθρα από χάλυβα, ενώ ο Πολ είχε μεταφράσει ο ίδιος τη θεία λειτουργία στα σουαχίλι, όπου και τελέστηκε εκεί στην τοπική αυτή γλώσσα για πρώτη φορά.

Σήμερα η Τανζανία έχει αμέτρητους ορθόδοξους χριστιανούς και δύο μητροπόλεις, τη μητρόπολη Ειρηνουπόλεως, με έδρα το Νταρ ες Σαλαάμ (που σημαίνει, ακριβώς, Πόλη της Ειρήνης ή, ακριβέστερα, Οίκος Ειρήνης) και τη μητρόπολη Μουάνζας, στο βορά. Οι δύο μητροπόλεις, όπως και όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στην υποσαχάρια Αφρική, επιτελούν όχι μόνο πνευματικό έργο, αλλά και τεράστιο κοινωνικό έργο.

Η συνέχεια

Τα χρόνια που ακολούθησαν, πρωτοπόροι Έλληνες ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στην υποσαχάρια Αφρική, γνώρισαν και αγάπησαν τους αφρικανικούς λαούς και αγωνίστηκαν με πάθος, όχι μόνο για την ανάπτυξη της Ορθοδοξίας, αλλά και για την αναβάθμιση της ζωής των ιθαγενών πληθυσμών, που δοκιμάζονται ακόμη από τη φτώχια, τους εμφύλιους πολέμους, τα δικτατορικά καθεστώτα, τις ληστρικές ομάδες και την αποστράγγιση του πλούτου των χωρών τους από τους σημερινούς αποικιοκράτες, τις πολυεθνικές εταιρίες (πολλοί από τους εμφύλιους πολέμους και τους δικτάτορες της σημερινής Αφρικής – αν όχι όλοι – υπάρχουν με τις ευλογίες των πολυεθνικών και των κρατών του δυτικού κόσμου, τα οποία αυτές ελέγχουν).

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι αγωνίζονται για την Αφρική. Από τους πρώτους ήταν οι αγιασμένοι ιερομόναχοι Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος, Χαρίτων Πνευματικάκις και Κοσμάς Γρηγοριάτης, ενώ ακολούθησαν εκατοντάδες άλλοι, που μέχρι σήμερα έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο δίκτυο βοήθειας των αφρικανικών λαών. Πάρα πολλοί ορθόδοξοι εθελοντές, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, συνεργάζονται με τις ιεραποστολικές μητροπόλεις και επισκοπές του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε τομείς όπως η περίθαλψη, η εκπαίδευση, οι καλλιέργειες, οι γεωτρήσεις για νερό, η συμπαράσταση των φυλακισμένων, των γυναικών και των παιδιών και ένα σωρό έργα υποδομής. Σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (για τα ορφανά των τόσων πολέμων) κ.λ.π. οικοδομούνται από τους ορθόδοξους ιεραποστόλους στις πόλεις, αλλά και στις ζούγκλες και τις σαβάνες. Εκεί βρίσκουν καταφύγιο όχι μόνο χριστιανοί, αλλά άνθρωποι κάθε θρησκείας.

Είναι γνωστή η περίπτωση Ρεθεμνιώτη γιατρού, που επί σειρά ετών επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ουγκάντα (και, τώρα, τη Ρουάντα), είτε μόνος είτε με συνεργάτες, προσφέροντας αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του. Επίσης ομάδες εθελοντών πηγαίνουν κι από τα Χανιά.

Ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης κατάγγελλε τη σύγχρονη αποικιοκρατία της οικονομικής εκμετάλλευσης γράφοντας: «Κάτω από τέτοια καταπιεστική μεταχείριση ο απλός Αφρικανός παραμορφώνεται, μετατρέπεται σε ασυνείδητο και άοπλο επαναστάτη, που μισεί τους πάντες και τα πάντα, μη γνωρίζοντας πού και ποιον να χτυπήσει, δεχόμενος από όλους βολές και τραύματα, ώστε χάνει τελικώς την ταυτότητά του, επειδή χάνει τον προσανατολισμό του. Σε αυτό το ψυχικό αδιέξοδο, που βρίσκεται ο Αφρικανός, θέλει και πρέπει να βοηθηθεί, να βρει τις θεϊκές ρίζες του, να γαληνέψει η ψυχή του, να συνδεθεί με τον Θεό, να αγαπήσει τον συνάνθρωπο και τότε, με ηρεμία και ησυχία, να αποφασίσει μόνος του για το μέλλον του».

Έγραφε επίσης: «Δεν χρειάζεται να μπολιάσουμε τον δικό μας πολιτισμό στο αφρικανικό σώμα με όλα τα παρεπόμενα καρκινώματα. Ο Αφρικανός έχει δικό του, πολύ αξιόλογο πολιτισμό, δική του κοινωνικότητα. Πρέπει όμως ο ιεραπόστολος να κοπιάσει πολύ, να τον ανακαλύψει και να τον εκχριστιανίσει». «Ο ιεραπόστολος πρέπει να ζήσει κοντά στους μαύρους, να μοιραστεί τα προβλήματά τους, να φάει μαζί τους στην καλύβα τους και να πεθάνει κοντά τους. Μόνο έτσι θα αγαπήσουν τον Χριστό» (πράγματι, σκοτώθηκε σε τροχαίο και θάφτηκε στο Κονγκό, μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις λαϊκού θρήνου).

[Τα παραθέματα προέρχονται από τη μελέτη του Ι. Λάππα «Η Αρχή της Προσαρμογής (της Σάρκωσης) στην ιεραποστολική σκέψη και πράξη του π. Κοσμά Γρηγοριάτη», που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο].

Στην Αφρική εργάζονται δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις (ΜΗΚΥΟ), αλλά εργάζεται επίσης και η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, εκτός από το πολύτιμο ανθρωπιστικό έργο της, προσφέρει και κάτι ακόμη, μοναδικό: την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, την αγιότητα – στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των αφρικανικών χωρών συναντούμε πολλούς ιθαγενείς αληθινούς πνευματικούς αγωνιστές, ακόμη και ανθρώπους που εμφανίζουν σημάδια αγιότητας.

Να επισημάνουμε επίσης ότι οι ιεραποστολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες σε όλο τον κόσμο (στις χώρες της Αφρικής, αλλά και της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής) δεν έχουν χρήματα. Βασίζονται στη βοήθεια των ορθοδόξων χριστιανών των ανεπτυγμένων χωρών, μητροπόλεων και μοναστηριών, αλλά και των ιεραποστολικών κέντρων οργανώσεων στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ κ.α., που από το υστέρημα των μελών τους καλύπτουν όσο είναι δυνατόν τις οικονομικές ανάγκες των ορθόδοξων κοινοτήτων στον τρίτο κόσμο. Τέτοιες οργανώσεις είναι η Αδελφότητα Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής, το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», ο Ιεραποστολικός Σύνδεσμος «άγ. Κοσμάς ο Αιτωλός», το Orthodox Christian Mission Center στις ΗΠΑ κ.ά.

Σήμερα στην Αφρική έχουμε εκατομμύρια ορθόδοξους χριστιανούς, εκατοντάδες Αφρικανούς ιερείς και αμέτρητους ιεραποστόλους και συνεργάτες της ιεραποστολής, που βρίσκονται σε συνεργασία με τις ειρηνικές Αφρικανικές φυλές, αλλά και διακινδυνεύουν από τις βίαιες ομάδες και τις σκληρές κυβερνήσεις. Το πατριαρχείο Αλεξανδρείας διαθέτει τέσσερις μαύρους επισκόπους και ένα Άραβα. Όλοι οι υπόλοιποι επίσκοποί του είναι Έλληνες.

Οι μαύροι αυτοί επίσκοποι είναι ο Ουγκάντας Ιωνάς, ο Μουάνζας (στα βόρεια της Τανζανίας) Ιερώνυμος, ο Μπουρούντι και Ρουάντας Ιννοκέντιος και ο Νιτρίας Νεόφυτος, ενώ ο Άραβας είναι ο Νουβίας Νάρκισσος (Νότιο Σουδάν). Θυμάμαι μια φράση του π. Νάρκισσου, από την περιοδεία του στη σπαραγμένη από τους πολέμους περιοχή του Σουδάν. Ιερουργούσε, αλλά δεν είχε θυμιατό. Βρήκε κάπου ένα πεταμένο καλάσνικοφ. Και γράφει: «Άναψα τα καρβουνάκια στην άκρη του γεμιστήρα του καλάσνικοφ, έβαλα το λιβάνι και θύμιασα τους ανθρώπους»…

Πηγές: