Η πλατεία Τίτου Πετυχάκη, ή «Ο Πλάτανος» για τους Ρεθεμνιώτες, είναι μια από τις πιο γνωστές περιοχές της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου.
Πήρε, ως γνωστόν, το όνομά της από έναν μεγάλο Πλάτανο που βρισκόταν εκεί. Ένα άλλο σημείο αναφοράς της περιοχής ήταν το αναβρυτήριο που κοσμούσε την πλατεία Τίτου Πετυχάκη.
Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή, θα θυμηθούμε ότι εκεί βρισκόταν η PIAZZA, η πλατεία των Βενετών, που την οριοθετούσαν τρία σημαντικά μνημεία της πόλης: Η Loggia, ο Πύργος του Ρολογιού και η κρήνη Rimondi.
Η πλατεία είχε σημαντικό πλάτος και είχε μέτωπο στη θάλασσα. Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, στένεψαν την πλατεία, χτίζοντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο παίρνοντας τη σημερινή της μορφή που έχει η οδός Κων/νου Παλαιολόγου.
Απέναντι από τα «Βρυσάκια» δημιουργήθηκε η νέα πλατεία των Τούρκων το Μεϊντάνι. Στις αρχές του 1934 ο Δήμος Ρεθύμνου, επί δημαρχίας Τίτου Πετυχάκη, πληρώνοντας 470 χιλ. δραχμές απαλλοτρίωσε μια ολόκληρη σειρά κτισμάτων τα οποία γκρέμισε για να δημιουργηθεί η ομώνυμη πλατεία.
Το Μεϊντάνι
Στην περιοχή του Πλατάνου, στο Μεϊντάνι, που ήταν η συνοικία Καστέλλι του παλιού Ρεθύμνου, διαδραματιζόταν όλη η εμπορική και κοινωνική ζωή του Ρεθύμνου την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Ο Λευκάδιος δημοσιογράφος Π.Θ. Κουνιάκης που επισκέφθηκε το Ρέθυμνο το 1918, γράφει χαρακτηριστικά για την περιοχή: «Η κεντρική πλατεία του Ρεθύμνου, το Μεϊντάνι, έχει γύρω του ένα πλήθος από καφενεία, ποτοπωλεία, και άλλα καταστήματα. Ξαπλωμένοι οθωμανοί μπέηδες και τεμπέληδες, με το μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα, δείχνουν όλη τους τη νωχέλεια και την ανατολίτικη μαλθακότητα. Στην πλατεία αυτή υπάρχει ακόμα ένας πλάτανος, σιωπηλός μάρτυρας των επί τουρκοκρατίας βαρβαροτήτων».
Σε αυτά τα καφενεία μαζεύονταν κάθε βράδυ οι Τούρκοι Μπέηδες, κάπνιζαν τον ναργιλέ τους, που τον ήθελαν με ατζέμικο τουμπεκί, έπιναν τον καφέ τους, σεκερλή καϊμακλή, παρήγγελναν να ‘ναι το νερό από τη Μεγάλη Βρύση και να τους βάλουν και δυο-τρεις στάλες τσιτσέκ σουγιού (ανθόνερο) για να μυρίζει.
Η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ Της 3/4/1950, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη ζωή στην περιοχή την περίοδο της τουρκοκρατίας: «Πριν ανοιχτεί σε πλατεία, ολόκληρος αυτός ο σήμερα ανοιχτός χώρος, ήταν οικοδομημένος και δυο στενά δρομάκια συγκοινωνούσαν τον Πλάτανο με το Μαρέτι (ναός Αγ. Φραγκίσκου) κι την Μεγάλη Πόρτα. Και τα δύο δεν ήταν πλατύτερα από 2 μέτρα. Το ένα, προς την ανατολική πλευρά του τετραγώνου, όπου σήμερα το γιαλάδικο Μιχελιδάκη (απέναντι από τη σημερινή ταβέρνα «Αγρίμια»), ήταν γνωστό σαν «σεϊτάν ταρσί» (αγορά του διαβόλου), το άλλο προς τη δυτική μεριά, όπου αι νέαι οικοδομαί Μαραγκουδάκι, είχε τη φιγουράτη ονομασία «οδός Σκότους». Πράγματι οι ηλιακές ακτίνες δεν έφταναν ως εκεί και οι προσόψεις των σπιτιών είχαν πρασινίσει από τη χλόη ή από τον ευρώτα.
Ο Πλάτανος ήταν τότε πολύ περιορισμένη πλαταιίτσα, ζωηρόν εν τούτοις κέντρον των Τούρκων ραχατλήδων. Ολόκληρος η προς την πλατείαν πρόσοψις του τετραγώνου ήταν καφενέδες, όπου οι Τούρκοι εσερβίροντο τον βαρύ-γλυκό τους και γουργούριζαν τους ναργιλέδες τους, ωραίες πλουμιστές γιάλινες φούσκες, με μαρκούτσια πολυτελείας και επιστόμια από κεχριμπάρι.
Ένα μικρό καφενεδάκι, το τελευταίο προς τη δυτική πρόσοψη, ήταν το εντευκτήριο των Τούρκων διανοουμένων και ιερωμένων.
Το σεϊτάν ταρσί, σε παλαιότερες εποχές ήτο διάβασις κλειστή για τους χριστιανούς, όμως από της Κρητικής Πολιτείας το διαβολοσόκακο είχε ανοιχτεί και στους χριστιανούς.
Ο «Πλάτανος» ήταν στις δόξες του κυρίως τα βράδια, την εποχή του Ραμαζανιού. Οι Τούρκοι, που όλη μέρα νήστευαν αυστηρώς, άμα τη δύσει του ηλίου, επεδίδοντο σε κάθε είδους κραιπάλη και τα καφενεία ήσαν γεμάτα από εύθυμα φεσάκια. Όσο περνούσαν οι ώρες το κέφι δυνάμωνε και οι αμανέδες έπαιρναν και έδιναν. Ψηλά στους μιναρέδες φωτούσαν πολύχρωμα καντήλια, που μέσα στο νυχτερινό σκοτάδι έμοιαζαν άστρα που είχαν κρεμαστεί από τα μπαλκόνια των μιναρέδων. Το παιχνίδι της μόδας ήταν η τόμπολα, που έπαιρναν μέρος σε ομάδες. Και άκουες τον κήρυκα που εξήγγελε τα νούμερα με την έρρινη φωνή του-23-35- ένα καντάρι, παπουλίνος. Πολλές φορές όμως τα έκανε θάλασσα και ξανάρχιζαν από την αρχή, ή κανείς φαρσέρ ανήγγειλε πως έγινε το λάθος, οι παίχτες χαλούσαν τις καρτέλες και εγίνετο πανδαιμόνιο, όταν ακούετο η φωνή του κήρυκα: «Μη χαλάτε».
Αλλά και μετά την τουρκοκρατία η περιοχή του Πλατάνου συνέχιζε να έχει την ίδια κοινωνική και εμπορική ζωή. Καφενεία, στέκια της εποχή, λειτουργούσαν και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Στα καφενεία του Πελτέκη και του Χαράλαμπου κάπνιζαν τον ναργιλέ τους πολλοί Ρεθυμνιώτες, όπως ο Μπαζιώκος (Γοβατζιδάκης). Μετά το σερβίρισμα του βαρύ-γλυκου, ο βοηθός του καφετζή τοποθετούσε κι άναβε το τουμπεκί (τυλιγμένα φύλλα καπνού) πάνω στον ναργιλέ. Ο θόρυβος από το γουργούρισμα του νερού στον ναργιλέ ακουγόταν μέχρι έξω από το καφενείο.
Τα καφενεία της περιοχής, στα χρόνια της φτώχειας σέρβιραν τσικουδιά, με μοναδικό μεζέ, ψητά κουκιά. Από την εγκάρδια ατμόσφαιρα που επικρατούσε, γεμάτη καλοπροαίρετα πειράγματα, επηρεάστηκε ο λαϊκός ποιητής του Ρεθύμνου Γεώργιος Καλομενόπουλος:
Στου Χηρομανώλη απόψε η παρέα για κρασί
να καθίσει δεν προφταίνει κι αποφτάνει η μισή.
Φτάνει ο Τζέλεσης τρεχάτος, απ’ το φούρνο να προφτάσει
να τα κοπανήσει, ώσπου το προζύμι ν’ αναπιάσει.
Στου Καμπούρη την ταβέρνα, στου Φραγκάκη το στενό,
μαζεμένες οι παρέες όπως κάθε βραδινό.
Ξεγνοιασιά, γέλιο και κέφι, ποτηράκι και μεζές
και μακριά οι στενοχώριες και οι έγνοιες οι πεζές.
Ακόμα, υπήρχαν γλυκατζίδικα, μπαρμπέρικα, πανάδικα, καπνουτζίδικα και λογής άλλα μαγαζιά, σε ένα διαφορετικό κλίμα από το σημερινό. Τα μπαρμπέρικα ασκούσαν και πρακτική ιατρική χρησιμοποιώντας κούφιες και κοφτές βεντούζες για τα κρυολογήματα. Χρησιμοποιούσαν ακόμα και βδέλλες, συνηθισμένο θεραπευτικό μέσο της εποχής για τις αφαιμάξεις. Οι καπνουτζήδες έπαιρναν απ’ το χαϊβάνι τον έτοιμο προς κοπή καπνό, τον έκοβαν μπροστά στον πελάτη και τον πουλούσαν μαζί με ένα τεφτέρι τσιγαρόχαρτο, για να στρίψει μόνος του τα τσιγάρα.
Στην πάνω πλευρά της πλατείας, κοντά στο τζαμί της Νερατζές, είχαν τους πάγκους τους διάφοροι, κυρίως Αρμένηδες, με οπωροκηπευτικά αλλά και καρότσια που πουλούσαν ψιλικά.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Ρεθυμνιώτες έγιναν αποκλειστικοί ιδιοκτήτες των καφενείων του Πλατάνου. Γύρω από την πλατεία έφτασαν να υπάρχουν και είκοσι καφενεία. Τα πιο γνωστά ήταν του Μαρκάκη, του Συμσίρη, του Πλαϊτη, του Καραμήτσου, του Γαλερού, του Πελτέκη, του Ζαμφώτη, του Θεοδωράκη, του Αποστολάκη, του Παυλόπουλου, του Δερβίση, του Δαμανού, του Μανούσου, του Βολουδάκη και πολλά άλλα.
Όπως προείπαμε, η ύπαρξη του Σεϊτάν ταρσί και της οδού Σκότους, ή «κατρουλοσόκακο» ή «τσεστροσόκακο», όπως ευρέως ακουγόταν, δημιουργούσε μια άσχημη και αποπνικτική εικόνα στην περιοχή. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Τίτος Πετυχάκης άρχισε να τα χαλά με κασμάδες και φτυάρια και μέσα σε μια νύχτα, κάτω από απειλές, κατάρες και ύβρεις, τα ‘καμε ακατοίκητα. Η Τράπεζα που διαχειριζόταν αρκετά απ’ αυτά ως ανταλλάξιμα, έκαμε πλήθος αγωγές κατά του Δημάρχου, αλλά αυτός δεν έκαμε πίσω. Έτσι, κατάφερε να ενώσει τις δυο μικρότερες πλατείες που υπήρχαν, αυτή εκεί που βρισκόταν ο πλάτανος, με αυτή της Νερατζές, σε μια μεγάλη.
Μετά τη δεκαετία του 1960 τα καφενεία άρχισαν να βγάζουν δειλά-δειλά τραπεζάκια στη νότια πλευρά της πλατείας. Ο πλάτανος αντικαταστάθηκε με μια σειρά από ευκαλύπτους. Τη δεκαετία του 1980 ο Δήμος προχώρησε σε ανάπλαση της πλατείας χωρίζοντάς την με νησίδα στη μέση. Το νότιο τμήμα της καταλήφθηκε από τα τραπεζοκαθίσματα των εστιατορίων κι έτσι η πλατεία Τίτου Πετυχάκη κατέληξε σε απλή οδό.
Ο πλάτανος
Στο τελείωμα της σημερινής πλατείας Τίτου Πετυχάκη, στη συμβολή της με την οδό Κων/νου Παλαιολόγου υπήρχε, άγνωστο από πότε, ένας μεγάλος πλάτανος, προφανώς αυτοφυής που ποτιζόταν από το νερό της παρακείμενης κρήνης Rimondi.
«Κάτω από τη σκιά του ξαπόστασαν πολλές γενεές και το γάργαρο νερό που έτρεχε, νύχτα-μέρα από τις τούρκικες, πέτρινες, κρήνες, που εσκιάζοντο στο βορεινό βάθος, κάτω από έναν κουμπέ, που κρατούσε πάντα δροσερό τον τόπο και το νερό, δρόσισε τους διψασμένους λάρυγγες πιστών και απίστων στις φλογερές ώρες του καλοκαιριού», γράφει η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ της 3/4/1950. «Τον κορμό του χρειάζονταν 2-3 άντρες να τον αγκαλιάσουν και στη ρίζα του, μέχρι το 1940, καθότανε με τα κασελάκια τους 3-4 λούστροι που έβαφαν τα παπούτσια των περαστικών», γράφει η Μαρία Τσιριμονάκη στο «Εν Ρεθύμνω».
Ο πλάτανος, ήταν όμως και δέντρο μαρτυρίου για το Ρέθυμνο, αφού η πρώτη γνωστή εκτέλεση σε αυτόν έγινε το 1700 και η πιο γνωστή, το 1822 και ήταν του επισκόπου Ρεθύμνου Γεράσιμου Περδικάρη.
Το 1950, ο ιστορικός πλάτανος, προφανώς είχε ξεραθεί. Έτσι, το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου με την υπ. Αριθμ. 20 απόφασή του της 21/2/1950 αποφάσισε την κοπή του. Αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση: «Το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνης εγκρίνει όπως ο Δήμος αποκόψη τον εις θέσιν «Πλάτανος» παρά την πλατείαν Τίτου Πετυχάκη αποξηραμένον ήδη πλάτανον και εκποιήση την ξυλείαν του, ισοπεδωθή δε και ασφαλτοστρωθή το κενόν όπερ θα δημιουργηθή διά της αφαιρέσεως του εν λόγω δένδρου. Επιφυλάσσεται ν’ αποφασίση την θέσιν ένθα δέον να στηθή αναθηματική στήλη περί των λαβόντων χώραν εις τον ως άνω πλάτανον ιστορικών γεγονότων και περί του περιεχομένου αυτής».
Παρόντες σε αυτή την συνεδρίαση, εκτός του Δημάρχου Τίτου Πετυχάκη και του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Ευάγγελου Δρανδάκη, ήταν οι Δημοτικοί Σύμβουλοι: Γ. Μαμαλάκης, Ι. Βαλασσαρίδης, Γ. Παπαδάκης, Ι. Σκανδάλης, Ι. Αθανασιάδης, Ν. Σφηνιάς, Ν. Παντζάρης και Κ. Χαμαράκης.
Η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ του Ρεθύμνου της 3/4/1950, καταγράφει το γεγονός μέμφοντας τη Δημοτική Αρχή γι αυτήν την απόφασή της: «Οι παλαιότεροι Ρεθεμνιώτες δεν συγχωρούν το έγκλημα που έγινε από τον Δήμο κατά ενός συμβόλου μιας εποχής. Του Πλατάνου. Το δένδρο, που η αρχή του χάνεται στο άπειρο του χρόνου, είχε ονοματίσει την πλατεία, που όσο κι αν τώρα τελευταία, δίκαια, ονομάστηκε «Πλατεία Τίτου Πετυχάκι», δεν έπαψε να είναι γνωστή με την ονομασία «στον Πλάτανο». Και οι παλαιοί Ρεθεμνιώτες έχουν δίκιο να παραπονούνται. Καθετί που χαρακτηρίζει μια εποχή, συνδέεται με τους ανθρώπους αυτής της εποχής κατά τρόπο αναπόσπαστο. Έτσι, ο μπαλτάς που ξύλευσε τον Πλάτανο, σύντριψε κι ένα κομμάτι από τον εσωτερικό τους κόσμο κι αυτό το πλήγμα μοιάζει δράμα σ’ αυτή τη φθινοπωρινή ώρα της Γενεάς που φεύγει». Και καταλήγει:
«Και δεν είναι καθόλου παράξενο ότι κάτω από τα χτυπήματα των ξυλοκόπων ο πλάτανος ανθίστατο και χρειάστηκε πολύ κόπο για να πέση. Όταν έπειτα ο μπαλτάς προχώρησε στη σάρκα του δένδρου, πετιώντουσαν κομμάτια από πορφυρό ξύλο, σαν να είχε ποτισθή σε άλικο αίμα. Και έφτασε να πιστεύω πως αληθεύει, πως αυτά τα αιωνόβια δέντρα, που βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με τον άνθρωπο, παίρνουν, από κάποια ακαθόριστη ικανότητα, το κυριότερο στοιχείο της ζωής του, το αίμα».
Μετά το κόψιμο αυτού του ιστορικού πλατάνου, επιχειρήθηκε, στην ίδια θέση, η φύτευση ενός νέου. Αυτός όμως δεν άντεξε πολλά χρόνια. Η ανεξέλεγκτη χρήση απορρυπαντικών που έπεφταν στον δρόμο, καθώς και η έλλειψη νερού από τον φτωχότερο υδροφόρο ορίζοντα, οδήγησαν στον γρήγορο θάνατό του.
Το αναβρυτήριο
Στο μέσον, περίπου, της πλατείας Τίτου Πετυχάκη, είχε τοποθετηθεί, άγνωστο πότε, σίγουρα όμως μετά το 1934 που η περιοχή πήρε την όψη της πλατείας, μαρμάρινο αναβρυτήριο (σιντριβάνι) το οποίο είχε κατασκευάσει ο γνωστός Ρεθύμνιος γλύπτης Ιωάννης Κανακάκης. Το σιντριβάνι ήταν κατασκευασμένο από άσπρο μάρμαρο και το νερό έτρεχε από τρία επίπεδα.
Κατά την γερμανική κατοχή το σιντριβάνι είχε υποστεί ορισμένες φθορές, ιδίως ο μηχανισμός που χρωμάτιζε το νερό. Επίσης, αρνητικά σχόλια στην κοινή γνώμη προξενούσε το πάνω τμήμα του αναβρυτηρίου που είχε όψη σταυρού.
Έτσι, με την 56 απόφασή του το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου στις 2 Μαΐου 1950 «εγκρίνει κατ’ αρχήν όπως ο Δήμος αφαιρέσει εκ της Πλατείας Τίτου Πετυχάκη το εκεί εγκατεστημένον αναβρυτήρα, ούτινος ο μηχανισμός παροχής πολύχρωμων υδάτων έχει καταστραφεί κατά την εχθρικήν κατοχήν, επί σκοπώ τοποθετήσεώς του εν τω κέντρω του κήπου, εξουσιοδοτουμένου του κ. Δημάρχου (Τίτου Πετυχάκη) να ενεργήσει ότι δει εν προκειμένω και συγχρόνως αλληλογραφήσει μετά του κατασκευαστού αυτού συμπολίτου καλλιτέχνου γλύπτου κ. Ιωάννου Κανακάκη, περί του τρόπου της αντικαταστάσεως του κεντρικού άνω μέρους του αναβρυτήρος, όστις έχει κατά την κοινήν γνώμην όψιν σταυρού, δι΄ετέρου καταλλήλου μαρμάρινου μικρού συμπλέγματος».
Τρεις μήνες αργότερα, στις 11 Αυγούστου 1950, το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου, με την υπ’ αριθμ. 112 απόφασή του «εγκρίνει την υπό ειδικού τεχνίτου, τη επιβλέψει του μηχανικού του Δήμου κ. Στυλιανού Αγγελιδάκη, διάλυσιν του κατά την Πλατείαν Τίτου Πετυχάκη αναβρυτήρος και την μεταφοράν των τεμαχίων αυτού εις τον Δημοτικόν Κήπον και την τοποθέτησίν του εν τω κέντρω του Δημοτικού Κήπου, πλην του σταυροειδούς τμήματος αυτού, εις την θέσιν του οποίου επιφυλάσσεται να εξεύρει και τοποθετήσει ανάγλυφον μαρμάρινον σύμπλεγμα».
Σήμερα τμήματα του μαρμάρινου αναβρυτηρίου βρίσκονται πεταμένα και εγκαταλειμμένα στην νοτιοδυτική γωνία του Δημοτικού Κήπου. Τα περισσότερα μέρη του έχουν, προφανώς, κλαπεί και μόνο ελάχιστα σώζονται.
Δύο αποφάσεις του Δημοτικού συμβουλίου περιμένουν να εκτελεστούν.
Όπως είδαμε παραπάνω ο ιστορικός πλάτανος κόπηκε το 1950 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου απομακρύνθηκε και το αναβρυτήριο από την πλατεία Τίτου Πετυχάκη.
Για τον μεν πλάτανο η απόφαση προέβλεπε να τοποθετηθεί αναθηματική στήλη στον χώρο, που να γράφει την ιστορία του δέντρου καθώς και τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εκεί.
Για το δε αναβρυτήριο η απόφαση προέβλεπε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί στο κέντρο του Δημοτικού Κήπου.
Ούτε η μία απόφαση έχει εκτελεστεί ούτε η άλλη. Για τον ιστορικό πλάτανο, θεωρώ ότι είναι χρέος του Δήμου, ακόμα και σήμερα, να τοποθετήσει την αναθηματική στήλη. Άλλωστε, εξαιτίας αυτού του δέντρου ακούγεται και σήμερα η περιοχή ως «Πλάτανος», χωρίς κανείς από τις νεότερες γενιές να γνωρίζει τον λόγο.
Για το θέμα του αναβρυτηρίου (σιντριβανιού) ο Δήμος θα μπορούσε είτε να περισώσει τα εναπομείναντα τμήματά του κι να τα αποθηκεύσει ή εκθέσει κάπου, ή να κατασκευάσει ένα πιστό αντίγραφο του σιντριβανιού, ίσως σε μικρότερες διαστάσεις, και να το τοποθετήσει σε κάποιο σημείου του Δημοτικού μας Κήπου.
Είναι κρίμα μνημεία που σημάδεψαν ολόκληρες γενιές και είναι άρρηκτα δεμένα με την ιστορία του Ρεθύμνου, να χάνονται στη λήθη του χρόνου και στην αδιαφορία.
Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια που μου προσέφεραν τους:
Γιάννη Δασκαλάκη. Πολιτικό μηχανικό
Γ.Π. Εκκεκάκη, ιστορικό ερευνητή
Θωμά Κρεβετζάκη, Πρόεδρο κατοίκων παλιάς πόλης Ρεθύμνου
Γιάννη Παπιομύτογλου, πρώην Δ/ντή ΔΚΒΡ
Γραμματεία Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου
Νίκος Δερεδάκης
http://deredakis.blogspot.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
1. Δημακόπουλος Ιορδάνης. (2001). Τα σπίτια του Ρεθύμνου. Τ.Α.Π. Αθήνα.
2. Εκκεκάκης Γιώργος. (1997). Εικόνες από τη ζωή στο παλιό Ρέθυμνο. Οι εντυπώσεις του Λευκάδιου δημοσιογράφου Π.Θ. Κουνιάκη-1918. Ρέθυμνο.
3. Καλαϊτζάκης Χάρης. (2014). Τα δικά μας καφενεία. Ρέθυμνο.
4. Δρανδάκης Ιωάννης. Αμπώθετέ με. Εφ. Κρητική Επιθεώρησις, α.φ. 6724/29-5-1968.
5. Κούνουπας Μανώλης. Ο Πλάτανος και η ιστορία του. Εφ. Ρεθεμνιώτικα Νέα. α.φ. 9416/17-11-2006.
6. Στρατιδάκης Χάρης. (2014). 370 μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου. Σύλλογος κατοίκων παλιάς πόλης Ρεθύμνου. Ρέθυμνο.
7. Τσιριμονάκη Μαρία. (1997). Εν Ρεθύμνω-Αφηγήματα, Ο Δήμαρχος Ρεθύμνης Τίτος Πετυχάκης. Ρέθυμνο.
8. Αποφάσεις Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου: 20/21-2-1950, 56/2-5-1950, 112/11-8-1950.
9. Ο Πλάτανος. Εφ. Πολιτεία. α.φ. 32/3-4-1950
10. Ρυμοτομίαι. Εφ. Κρητική Επιθεώρησις. α.φ. 1160/1-1-1934.