Σε εποχές δυσβάστακτης φασιστικής μανίας,
που την Ελλάδα τύλιξε ο σκοτεινός μαντύας,
από αέρος έφθασε με τα φτερά τ’ ανέμου,
στου Μίνωα τ’ άξιο νησί το χέρι του πολέμου.
Μα οι κρητικοί απέδειξαν στον άγριο μακελάρη
της αντρειοσύνης την πηγή και της φυλής την χάρη.
Ανακλαδίστηκε η γης κι ο κόσμος εφωτίστη
βλέποντας την παλληκαριά, το θάρρος και την πίστη,
ανθρώπων, υπεράνθρωπων ανδρειωμένων φύτρα,
που απαίτησαν σε απαγωγή «την λευτεριά» για λύτρα.
Στον Κράιπε ενέδρα έστησαν, έξυπνα υφασμένη.
Των Κρητικών η αντρειά τους Γερμανούς τρελαίνει.
Στα κρητικά τα χώματα, στου Ψηλορείτη τα ύψη,
στων Κουρητών τα σπήλαια, τον Κράιπε έχουν κρύψει
Των αλαζόνων Γερμανών κομμάτια η αλαζονία.
σαν τέτοιο πλήγμα δέχτηκαν του άξονα τα θηρία.
Η τόλμη σας Κρητίκαροι, με πόσο είναι ίση,
ακόμη δεν εβρέθηκε μέτρο να την μετρήσει
Ανάμεσα στους σταυραετούς, της γης τους ανδρειωμένους,
τους με περίσσια αντρειά και τόλμη οπλισμένους
κι ο Ζωιδάκης ήτανε ο Αντώνης απ΄ τ’ Αμάρι
με γνήσια ελληνική καρδιά, του Αη Γιαννιού καμάρι.
Ο πόθος για ελευτεριά, του όπλισε το χέρι
και φιλντισένιο κρητικό εκάρφωσε μαχαίρι
στον οδηγό του Κράιπε κι είπε πώς λυπόταν ,
όμως αυτά έχει πόλεμος και άλλως δεν γινόταν.
Κι αυτό το ανυπόταχτο το κρητικό θηρίο,
στου Άδη το βασίλειο, το άραχλο, το κρύο,
το έστειλε γερμανική σφαίρα σημαδεμένη,
κι η φήμη του μεσούρανα ακόμη τώρα μένει.
Εις των ηρώων το πάνθεων, στη λίστα αθανάτων
το όνομά του γράφτηκε με χρώματα αιμάτων.
Ξύπνησε από τον τάφο σου θείε Αντώνη τώρα
να δεις πως καταντήσαμε του Απόλλωνα την χώρα.
Στο απόσπασμα, φίλοι φτηνοί, στήσανε την πατρίδα,
τη φύτρα του πολιτισμού και του φωτός κοιτίδα.
Κι αφού εστραπατσάρισαν την περηφάνειά της
αναίσχυντα μοιράζονται οι Δήμιοι τα προικιά της .
Φεύγουν τα ελληνόπουλα, φεύγει ο ανθός της γνώσης
Κι άσπονδοι φίλοι, μάς κερνούν, την δυστυχία με δόσεις.
Τον σπόρο που φυτέψατε πανάξιοι πρόγονοί μας,
δεν σπόρισε, δεν κάρπισε και χάνεται η φυλή μας.
Άραγε να γινότανε το θαύμα θείε Αντώνη,
απ΄ τον Άδη να ακονίζατε «τις μνήμες» στο ακόνι,
των ανδραγαθημάτων σας και της παληκαριάς σας,
πως είμαστε συνέχεια και φύτρα της γενιάς σας,
που μ’ έμπρακτα μαθήματα, τόλμης κι αυτοθυσίας
τον θρόνο θεμελιώσατε τής άγιας λευθερίας.
ΠΟΙΗΤΡΙΑ: ΕΛΕΝΗ ΜΑΛΙΩΡΑΚΗ