Περπατούσα την Παρασκευή, κατά το μεσημέρι, στην οδό Κουμουνδούρου. Άκουσα φωνές από το απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο πιο μακριά. Καθώς προχώρησα, μπορούσα πλέον να ακούσω καθαρά. Ήταν ένα ζευγάρι γύρω στα 30, που περπατούσε στο πεζοδρόμιο και άλλο ένα, περίπου στην ίδια ηλικία, πάνω σε ένα μηχανάκι, επίσης στο πεζοδρόμιο. Ο διάλογος που άκουσα ήταν ο εξής:
Άντρας στο μηχανάκι, φωνάζοντας δυνατά: «και λοιπόν, τι θα κάνεις; Θα με δείρεις;»
Άντρας πεζός, μιλώντας ήρεμα: «δεν είπα εγώ ότι θα σε δείρω. Σου είπα ότι είσαι με το μηχανάκι πάνω στο πεζοδρόμιο».
Άντρας στο μηχανάκι, συνεχίζοντας να φωνάζει: «και γιατί μιλάς; Να φωνάξεις την αστυνομία».
Άντρας πεζός, πάντα ήρεμα: «Α, καλά» και ξεκίνησε να περπατά με τη σύντροφό του. Το ζευγάρι στο μηχανάκι έφυγε προς την άλλη κατεύθυνση, πάντα πάνω στο πεζοδρόμιο.
Λίγο πιο κάτω, κι εγώ κι ένας άλλος άνθρωπος (αναπτέρωσε τις ελπίδες μου αυτός ο άνθρωπος), είπαμε στο πεζό ζευγάρι ότι είχαν δίκιο και ότι ο άλλος ήταν απίστευτα θρασύς. Ο λόγος που δεν κάναμε κάποια παρέμβαση κι εμείς οι δύο ήταν προφανής: ο πεζός άντρας είχε βάλει στη θέση του τον οδηγό της μηχανής με την ηρεμία και το δίκιο του (αν ήθελε θα τον έβαζε και με το χέρι του, καθώς ήταν γυμνασμένος). Αυτό λοιπόν μου απέμενε στον οδηγό ήταν αυτό που έκανε: να φωνάζει. Να έχει άδικο και να φωνάζει, προσπαθώντας να βγει από πάνω.
Αυτή η σκηνή δεν είναι μια εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Ιδίως όταν μιλάμε για την παλιά πόλη, η ασυδοσία είναι γενικευμένη: μηχανάκια μπαίνουν όποτε και όπως θέλουν, ανάποδα σε μονόδρομους, ώρες απαγόρευσης κυκλοφορίας, με πειραγμένες εξατμίσεις, με υπερβολική ταχύτητα. Κάποιες φορές κάνοντας όλα αυτά μαζί (Λύση δεν είναι φυσικά να γεμίσει ο τόπος αστυνομία. Αυτό ούτε γίνεται, ούτε πρέπει να το θέλουμε). Όσες φορές επιχείρησα να τους πω ότι δεν μπορούν να τα κάνουν αυτά, ήταν σαν να μιλούσα σε τοίχο. Με χαρακτηριστικότερη τη φορά που είχε σταματήσει μπροστά μου, στην παλιά πόλη, ένα μηχανάκι κάνοντας απίστευτο θόρυβο κι ο οδηγός κάτι έψαχνε. Του είπα πως το μηχανάκι του ενοχλεί και αυτός μου απάντησε με επιθετικό ύφος «και τι θες να κάνω εγώ;». Σήκωσα τα χέρια ψηλά κι έφυγα.
Ο οδηγικός αυτός κανόνας είναι μία από τις δραστηριότητες που δείχνει το βαθύ πρόβλημα: η μεγάλη πλειοψηφία (όχι μόνο των κατοίκων της πόλης μας) μεγαλώνει μαθαίνοντας να λειτουργεί με τον διαχωρισμό νόμιμου-παράνομου, που δημιουργεί ελαστικές εξωτερικές περιφράξεις, και όχι του σωστού-λάθους, που δημιουργεί ανελαστικούς εσωτερικούς κανόνες και αξίες. Αποτέλεσμα είναι να σχηματίζεται η νοοτροπία ότι όλα (δεν αναφέρομαι βέβαια στη σκληρή εγκληματικότητα), από τις τροχαίες παραβάσεις μέχρι την υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, γίνονται αρκεί να «μη μας πιάσουν». Ότι μπορεί να ενοχλεί και να μη σέβεται τον άλλο, επειδή είναι νόμιμο.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι η απουσία παιδείας. Απουσία η οποία είναι κεντρική πολιτική επιλογή, ανεξαρτήτως κομμάτων, και η οποία επιβάλλεται από ακόμα μεγαλύτερες εξουσίες. Είναι ένας φαύλος κύκλος, που απομονώνει τον άνθρωπο χωρίς ηθικές αντιστάσεις οδηγώντας τον στην ιδιώτευση και στην παθητικότητα, και στην ενασχόληση με τα υλικά ανταλλάγματα της απομόνωσης αυτής. Ο παθητικός άνθρωπος μαθαίνει στα παιδιά του να σκέφτονται και να λειτουργούν όπως αυτός. Τη συνέχεια αναλαμβάνει το σύστημα εκπαίδευσης που φροντίζει τα παιδιά στα σχολεία να μην μαθαίνουν σφαιρικά τη ζωή και να μην αποκτούν κριτική σκέψη, κλείνοντας τον κύκλο.
Η γιγάντωση του φαύλου αυτού κύκλου δημιουργεί τα τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα σήμερα. Όταν δεν υπάρχει κοινωνία ενεργών ανθρώπων που αποφασίζουν οι ίδιοι για τη ζωή τους, υπάρχουν επιτήδειοι που αποφασίζουν για αυτούς με γνώμονα το ίδιον συμφέρον. Από τη μία υπάρχουν παραιτημένοι καταναλωτές και από την άλλη όσοι φροντίζουν για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης, και οι δορυφόροι τους. Για να αλλάξει αυτό χρειάζεται πλέον πάρα πολλή δουλειά και πολλά υλικά αγαθά να χαθούν.
15 Ιουνίου 2020
Ντίνος Πετράκης