Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που επέφερε στις κοινωνικές μας δομές η πανδημική κρίση του COVID-19 (αν όχι η μεγαλύτερη), ήταν και είναι η πίεση που άσκησε στα Εθνικά Συστήματα Υγείας. Αυτός είναι ο βασικός παράγοντας που εξ΄ αιτίας του ελήφθησαν οι σχετικές, δύσκολες επιτελικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν επιφέρει τις δραματικές αλλαγές στο σύνολο των εκφάνσεων της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής. Η κοινωνική αποστασιοποίηση και τα υποχρεωτικά lockdowns, μετασχηματίζουν τον τρόπο ζωής μας μεταστρέφοντας τα καταναλωτικά πρότυπα, φαινόμενο το οποίο έχει ήδη αναλυθεί και σχολιαστεί εκτενώς. Σήμερα θα αναγερθούμε στο πως η προστασία της δημόσιας υγείας και η οικονομική επιβίωση του μεγαλύτερου μέρους των επιχειρήσεων μας συγκρούονται αλλά και επίσης, τέμνονται και αλληλουποστηρίζονται.
Ειδικότερα, για την Ελλάδα η σφοδρότητα του δεύτερου lockdown προκάλεσε περαιτέρω επιδείνωση του καταναλωτικού (αλλά και του επιχειρηματικού κλίματος) αποτυπώνοντας την κόπωση που καταγράφεται κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτής της κόπωσης το αίτημα για την επανεκκίνηση της αγοράς ήταν κάτι παραπάνω από επίκαιρο. Όπως άλλωστε διαφάνηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες του ανοίγματος της αγοράς, η ψυχολογία των καταναλωτών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα τόσο την αύξηση της επισκεψιμότητας στα εμπορικά καταστήματα αλλά και την δειλή έστω μεγέθυνση της καταναλωτικής δαπάνης.
Η μη δυνατότητα πραγματοποίησης των εορταστικών αγορών (επι της ουσίας) ενέτεινε την ροπή προς κατανάλωση, ειδικά εν μέσω της τρέχουσας εκπτωτικής περιόδου. Έδωσε επίσης μια ανάσα σωτηρίας (τονίζω τη λέξη ανάσα, διότι περί αυτού πρόκειται), επιτρέποντας ταυτόχρονα την επαναδραστηριοποίηση και απασχόληση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Γιαυτό και ο εμπορικός κόσμος της χώρας τόνιζε συνεχώς ότι η αγορά θα έπρεπε να μείνει ανοικτή, αφού ως γνωστόν πρόκειται για κάτι που έχει θετικές οικονομίες κλίμακας για όλους τους εμπλεκόμενους (εμπορικές επιχειρήσεις, εργαζόμενοι και φορολογικά έσοδα), υπό τους προβλεπόμενους, αυστηρούς υγειονομικούς κανόνες, φυσικά.
Όμως, και παρά τα μέχρι τώρα δεδομένα, όπου διαφαίνεται ότι οι μικρές επιχειρήσεις τηρούν απαρέγκλιτα τα μέτρα προστασίας αποφεύγοντας τα προβλήματα του συνωστισμού που εμφανίστηκαν στις μεγάλες εμπορικές οδούς της Αθήνας, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό, τουλάχιστον επί του παρόντος. Στο πλαίσιο λειτουργίας το οποίο έχει επιλεγεί, η μετατροπή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων σε υβριδικά καταστήματα (click away, αλλά και click in shop) είναι ένα ακόμα (ίσως αναπόφευκτο), πλήγμα στα ταμεία των επιχειρήσεων αλλά και στις προσδοκίες των καταναλωτών για γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα. Όπως επίσης και η εναλλαγή ανοίγματος – κλεισίματος των εμπορικών επιχειρήσεων (μέθοδος ακορντεόν). Ας κρατήσουμε πάντως εδώ ότι οι μικρές επιχειρήσεις, βρισκόμενες κοντά στους καταναλωτές, συνέβαλαν σημαντικά στην όποια βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος, όπως και της αντίστοιχης ψυχολογίας η οποία από μόνη της αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη δημόσιας υγείας, κάτι που συχνά παραβλέπουμε.
Εμείς, ως ΕΣΕΕ, έχουμε τονίσει ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του αναπτυξιακού και επιχειρηματικού μοντέλου της χώρας (παρά το ότι παρουσιάζεται με ένα ουδέτερο πρόσημο) θα πρέπει να σχεδιαστεί με πραγματικά μεγάλη υπευθυνότητα. Ειδικότερα για την Ελληνική επιχειρηματικότητα, η ψηφιακή μετάβαση έχει τη δυνατότητα να οξύνει τις ανισότητες μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, προς όφελος των πρώτων. Σε ένα παράλληλο επίπεδο, η αναγκαιότητα (ή σαφέστερα η υποχρεωτικότητα) της υιοθέτησης ακριβών ψηφιακών πρακτικών από τις επιχειρήσεις μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως εμπόδιο εισόδου νέων επιχειρήσεων στο γενικότερο οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας. Ο κίνδυνος αυτός, ειδικά στην επικείμενη μετά-πανδημική περίοδο των έντονων ανισοτήτων που είναι ήδη ορατές, ενδέχεται να επιταχύνει την εύθραυστη κοινωνική και οικονομική συνοχή.
Όλα αυτά αφορούν ένα (όχι και τόσο μακρινό) μελλοντικό χρόνο. Σήμερα όμως, αυτό που επείγει είναι το να παραμείνουν “ζωντανές” οι χιλιάδες επιχειρήσεις που κατάφεραν να ξεπεράσουν με δυσκολία το πλήθος των μνημονιακών κλυδωνισμών, παγκοσμιοποίησης και εισόδου επιχειρηματικών κολοσσών, κατακλυσμιαίων τεχνολογικών προκλήσεων και ανεπαρκών κυβερνητικών πολιτικών.
Τώρα, ίσως να μην αντέξουν.
Παρά τα διασωστικά (αλλά σε κάποιο βαθμό αποσπασματικά) μέτρα της πολιτείας, το παρόν και το μέλλον του μικρού και μεσαίου εμπορίου είναι περισσότερο από ποτέ επισφαλές και αβέβαιο.
Θεωρώ συνεπώς, ότι εάν θέλουμε πραγματικά να υπάρξει επόμενη μέρα στο μικρομεσαίο εμπόριο, θα πρέπει να στηρίξουμε πολύ περισσότερο την ελληνική επιχειρηματικότητα, και να υλοποιήσουμε ένα πλαίσιο στήριξης ευρύτερο από τις επιστρεπτέες προκαταβολές και την επιδότηση δημιουργίας e-shop. Εμείς, τόσο ως Επιμελητήριο Ρεθύμνης, ως Περιφερειακό Επιμελητηριακό συμβούλιο Κρήτης, ως ΟΕΣΚ, και βέβαια ως ΕΣΕΕ έχουμε προτείνει συγκεκριμένα μέτρα στήριξης, τόσο βραχυπρόθεσμης όσο και μακροπρόθεσμης εμβέλειας, τα οποία μπορεί άλλωστε να αναζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος στο διαδίκτυο:
http://www.eber.gr/index.php?id=90,8717,0,0,1,0
Θα μπορούσα ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, απλώς να επαναλάβω αυτά που δήλωσα σε πρόσφατη συνέντευξη μου, δηλαδή:
“… πρέπει να προσαρμοστούμε στην επόμενη ημέρα, γίνεται μια τέτοια προσπάθεια στις νέες επιχειρήσεις να υπάρχουν ενισχύσεις που θα προσαρμόσουν ή θα μεταμορφώσουν την αγορά της επόμενης ημέρας, του 2025, του 2030 όπως δηλαδή θα εξελιχθεί. Θα υπάρξουν ευκαιρίες σε σχέση με πράγματα που προκύπτουν αλλά και σε σχέση με τον τουρισμό, την μεταποίηση και χρειάζονται αλλαγές. Σίγουρα η παρέμβαση στο στάδιο της παραγωγής και της διάθεσης αλλά και η παρέμβαση της τεχνολογίας έχει μπει, αλλάζουν πολλά και με τις εργασιακές σχέσεις αλλά αυτό το διάστημα πρέπει να υπάρξει προσαρμογή και με την εκπαίδευση και με το προσωπικό και με τις ίδιες τις επιχειρήσεις και πως θα στοχεύσουν οι επιχειρήσεις την επόμενη ημέρα”.
Με μία φράση, ο όποιος μετασχηματισμός του μοντέλου της ελληνικής επιχειρηματικότητας θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την Αγορά Ανοικτή, και σε μία Ανοικτή Αγορά. Στη βάση της αναγκαιότητας αυτής θα πρέπει βέβαια να αναλογιστούμε και την ατομική, “πολιτική” μας ευθύνη, γιατί αυτή αποτελεί το βασικό εχέγγυο για την ομαλή επανεκκίνηση της αγοράς. Αναφέρομαι εδώ τόσο στην τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων, κύρια όμως και στην καταναλωτική μας ηθική, υποστηρίζοντας δηλαδή με την καταναλωτική συμπεριφορά μας το δένδρο στα κλαδιά του οποίου όλοι μας στηριζόμαστε, την τοπική επιχείρηση.
Η σύντομη και οριστική κανονικοποίηση της λειτουργίας των φυσικών εμπορικών καταστημάτων λοιπόν, είναι ο απαραίτητος όρος για τη σταδιακή επαναφορά της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής αλλά και για τον μεσοπρόθεσμα επιτυχημένο μετασχηματισμό της οικονομίας μας.