Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης
Ένας νέος Ποιητής ανέτειλε στο λογοτεχνικό στερέωμα του τόπου μας. Ένας Ποιητής που ταξιδεύει μέσα στους δρόμους φυτεύοντας τους σπόρους της ψυχής του, για να φυτρώσουν άστρα.
Ο Ποιητής αυτός ταξιδεύει μόνος, σαν ιππότης. Υψώνει σαν λάβαρο την καρδιά του και, κάτω από τη σκιά της, δίνει τις μάχες του. Συμμάχους, ακόλουθους ή ιπποκόμους δεν έχει – είναι μόνο εκείνος και η καρδιά του. Ο ίδιος αυτοτιτλοφορείται ως «κατά φαντασίαν ποιητής» και αυτός είναι ο τίτλος του πρώτου πονήματός του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον» (Αθήνα, τηλ. 2103832117, www.lexitipon.gr).
Ανάμεσα στους πολλούς λογοτέχνες του τόπου μας και στους ακόμη περισσότερους φίλους της λογοτεχνίας, πότε ενώνεται με όλους και πότε ξεχωρίζει απ’ όλους.
Ένα δείγμα της φωνής του («Μπλε ματωμένο ρόδο»):
«Ένα αποκύημα της φαντασίας,
ήσουν εσύ,
ω θεϊκό μου ρόδο,
εσύ ήσουν εκείνο το μπλε ματωμένο μου ρόδο,
που μέσα στο χρώμα των φιλήδονων ματιών σου,
ένοιωθα να χάνομαι,
ως άστρο μιας άλλης θλιμμένης εποχής.
Κι αυτός ο θνητός,
ο θνητός ο έρωτας μου,
μέσα σε χαμένες πατρίδες τριγυρνούσε και έψαχνε να βρει καμένη γη,
μια γη χωρίς ελπίδα,
μίας απρόσωπης και χαρωπής και ευαίσθητης ψυχής.
Και ζωγράφιζα με το άδειο μου κορμί,
την δική σου μορφή ω μπλε ματωμένο μου ρόδο,
πάνω σε ανεξίτηλο πάγο, με ένα φλόγιστρο καταπιεστικό.
Και ένοιωθα πως η κάθε στιγμή που πέρναγε,
την σάρκα ράγιζε και ναι, την έσπαζε,
σαν δακρυσμένο μαντεμένιο γυαλί.
Σπαθιά φωτιάς,
στο δέρμα μπήγονταν,
το πνεύμα ανάσταιναν και το διόριζαν πονηρό κριτή.
Νύχτες διόρασης,
κρυφής ενόρασης,
ήταν το δικό σου το άχραντο φιλί,
φιλί συμπάθειας μα και απέχθειας,
φιλί απόλυτης ενοχής.
Και το αεράκι,
αυτό το γελαστό αεράκι,
εκείνης της παράξενης μα και ιδιαίτερης βραδιάς,
θυμάμαι έλουζε την δική σου χρυσοπελέκητη κιαπαστράπτουσα μορφή».
***
Η δεξαμενή που αρδεύει την ποίηση είναι η ψυχή. Και η πηγή, που τροφοδοτεί την ψυχή, είναι η ζωή. Αληθινός Ποιητής είναι εκείνος που έχει ζήσει. Μετατρέπει σε ποίηση τη ζωή του κι έτσι, ώς ένα βαθμό, μεταμορφώνει τις ζωές των άλλων σε ποιητικές ζωές.
Η ποίηση είν’ ένα ποτάμι, που ποτίζει έναν κήπο με δέντρα. Εμείς είμαστε αυτά τα δέντρα. Και περιμένουμε το νερό του, για ν’ ανθίσουμε και να γίνουμε οπωροφόρα.
Κάθε Ποιητής είναι ένας Προμηθέας, που πυρπολεί με φλόγες ελευθερίας τις ψυχές μας. Και αντροκαλιέται με τον αετό, πάνω στον Καύκασο της μοναξιάς του. Ένας «επαναστάτης της ζωής από μικρός», που «διεκδικεί την ευτυχία με τα τζίγκινά του ζάρια», «με όνειρο να κάνει τον κόσμο χιονισμένο λουλουδότοπο».
Εσύ, αναγνώστη μου, γίνε ένας Ηρακλής· και λευτέρωσέ τον από τον Καύκασο, συμμεριζόμενος την αγωνία του.
Εκείνος «απλώνει το χέρι και σου δίνει πατρίδα». Κι εσύ χορεύεις μαζί του, σε μιαν ερωτική αντιπαράθεση «τόσο όμορφη, σαν μελωδία ενός χαμένου τραγουδιού». Ενός τραγουδιού που νοηματοδοτεί τα σύμπαντα.
Ας ετοιμαστούμε λοιπόν. Η αυλαία άνοιξε. Ας πάρουμεβαθιά ανάσα και ας εισέλθουμε στη φαντασία… του κατά φαντασίαν Ποιητή μας.