Ποιοι ’ναι που δε τζι ρέγουνται τσι θησαυρούς τση Κρήτης;
Τσι πεθυμά κι ο σταυραετός, τσι θέλει κι ο σπουργίτης!
’Πό τούτουσάς τσι θησαυρούς, π’ ο χρόνος δε τζι φθείρει,
’ξεδιάλεξεν ο Κωσταντής μάλαμα και ζαφείρι,
και μάρμαρο στραφταλιστό, κατάσπρο σαν το χιόνι,
κι ένα μ-παλάτι ξομπλιαστό στον ουρανό σηκώνει.
Παλάτι για την αθρωπιά, για τση πρεπιάς τα κάλλη,
και κάθανού’ μας κάλεση πέμπει να μάσε βάλει!…
Στο Μασταμπά, στο Ρέθεμνος, έκειά ’ν’ η κατοικιά ντου,
π’ αθούνε σαν τα πούλουδα κείνος κι η φαμελιά ντου.
Μα στσι Πρασσές αντρειεύτηκε γ-και φτερουγά στα νέφη
κι ένας Ροδακινιώτικος αέρας τόνε θρέφει!
Έτσά βιγλίζει από ψηλά, και την καρδιά μερώνει,
τον τόπο και τσ’ αθρώπου’ μας και τσ’ αποκαμαρώνει.
Κι ό,τι θα ιδούν τ’ αμάθια ντου κι ο νους του ξεδιαλέξει,
τραγούδι πενταπλούμιστο κάνει το, λέξη λέξη.
Και το τραγούδι κείνονά παίζει φτερό και βγαίνει
στην τρούλα τση Παράδεισος, που ’χει φωλιά σασμένη.
Αντέστε, φίλοι, το λοιπός, κάνομε το σταυρό μας
κι ας μπούμε στο παλάτι ντου, που το ’καμε δικό μας!
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Μαντινάδες (από διάφορες ενότητες):
Εις τ’ αργαστήρι του μυαλού, με φιλντισένια χτένια,
περαματίζω του σεβντά λόγια μαλαματένια.
Στση νιότης τα πατήματα άθρωπος δε γυρίζει,
μα κείνανά του δείχνουνε το δρόμο που βαδίζει.
Θε μου και κάμε να γενεί η φύση ένα περβόλι,
μόνο χαρές ν’ αθίζουνε και να τσι γεύγουντ’ όλοι.
Μόνο τσ’ ελπίδας το νερό, σαν το ποτίσει πάλι,
το ξανακάνει δροσερό του πόνου το καψάλι.
Ποια μαντινάδα να σου πω, του κήπου μου βιολάκι,
απού ’χεις μέλι στον αθό και στον καρπό φαρμάκι.
Μόσκο μυρίζ’ η γι-αγκαλιά και το φιλί κανέλλα,
το μαξελάρι γιασεμί και βγάνει με στην τρέλα!
Φράσσω τον κήπο τση καρδιάς, μ’ αφήνω ποραλάκι,
για να χωρεί ο έρωντας να βόσκεται λιγάκι.
Ελπίδα
Θέλει λιακάδα στη ζωή τουλάχιστο μια μέρα,
για να μπορέσεις τσι χιονιές που ’χει να βγάλεις πέρα.
Δε νταγιαντίζει το κορμί ανεμικές και μπόρες,
και το ψηλότερο δεντρί λυγίζει ώρες ώρες.
Κι όντε θα σπάσουν τα κλαδιά και λαβωθεί ο κορμός του,
του κόσμου οι κακοτυχιές τυχαίνουνε ομπρός του.
Μα δεν τη χάνει το δεντρό την ύστερή ντου ελπίδα,
δεν τα λυγίζει τα κλαδιά κι ας έχει καταιγίδα.
Αροδαμίζει και αθεί κι η γι-άνοιξη σιμώνει
για να του γιάνει τσι πληγές που τ’ άφησαν οι χρόνοι.