ΑΠΟΨΕΙΣ ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ

Τρία παιδαγωγικά εργαλεία τόσο παλιά αλλά και τόσο επίκαιρα!

Χάρης Στρατιδάκης
Δρ Παιδαγωγικής-Επιμελητής Σχολικού Μουσείου Δήμου Ρεθύμνης
strharis@yahoo.gr, 2831055031

Στον Κινέζο φιλόσοφο Κομφούκιο αποδίδεται το απόφθεγμα «Αν θέλεις να διαμορφώσεις το μέλλον, μελέτα το παρελθόν». Έτσι κι εμείς στο Σχολικό Μουσείο του Δήμου Ρεθύμνης στο χωριό Αμνάτος, λίγο πριν το Αρκάδι, εδώ και λίγο καιρό έχουμε αναπτύξει τρεις νέες εγκαταστάσεις, που θα εγκαινιαστούν επίσημα την προσεχή Κυριακή: το Υπαίθριο Σχολείο, το Σχολικό Αγροκήπιο και το Σχολικό Ζωοκήπιο. Και οι τρεις τους αποτελούσαν θεσμούς του παρελθόντος, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το πρώτο και το τρίτο, και λίγο αργότερα, μέχρι και τη δεκαετία του 1970 το Αγροκήπιο. Ας δούμε λοιπόν ποιο το νόημά τους τότε και τι είναι αυτό που μας κάνει να τα προτείνουμε έμπρακτα και για επαναφορά στη σχολική πρακτική.

Τα Υπαίθρια Σχολεία λειτουργούσαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε μια εποχή δηλαδή που η ελλιπής διατροφή και οι κακές συνθήκες διαβίωσης ευνοούσαν τη διάδοση των αναπνευστικών ασθενειών και ιδιαίτερα της φυματίωσης. Λειτουργούσαν στις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες και σ’ αυτά εντάσσονταν οι φυματικοί, προφυματικοί ή απλώς αναιμικοί μαθητές. Υπαίθρια σχολεία λειτουργούσαν παράλληλα και για τους μαθητές που έπασχαν από τραχώματα. Οι χώρες που τα προώθησαν περισσότερο στα εκπαιδευτικά τους συστήματα ήταν η Γαλλία, η Ελβετία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Νορβηγία, η Ολλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με κάποιες ακόμα της Λατινικής Αμερικής. Στην Ελλάδα πιο γνωστά ήταν τα υπαίθρια δημοτικά σχολεία στο κτήμα Νομικού στα Πατήσια, στο δασάκι της Σχολής Ευελπίδων και στο Μοσχάτο και το υπαίθριο νηπιαγωγείο στα Πευκάκια Αττικής.

Τα υπαίθρια σχολεία χωροθετούνταν σε μεγάλα κατά το δυνατόν υψόμετρα, σε δασικές εκτάσεις, και λειτουργούσαν σε υποτυπώδεις εγκαταστάσεις, που έμοιαζαν με καλύβες. Στις πρόχειρες αυτές εγκαταστάσεις πραγματοποιούνταν η διδασκαλία μόνο στις περιπτώσεις βροχόπτωσης ή χιονόπτωσης, αφού κατά τις ημέρες ηλιοφάνειας επιδιωκόταν η διεξαγωγή της κάτω από τον ήλιο, του οποίου η επίδραση εκτιμούνταν ως ιδιαιτέρως θεραπευτική. Άλλοι θεραπευτικοί αλλά και προληπτικοί της νόσησης παράγοντες θεωρούνταν ο καθαρός αέρας, το φως, η καθαριότητα, η κίνηση, η εφαρμογή κανόνων υγιεινής, τα λουτρά σώματος, το άνετο και ελαφρό ντύσιμο, η άφθονη και κατάλληλη τροφή, η ανάπαυση, η ηρεμία, ο ύπνος, η εφαρμογή ήπιας παιδαγωγικής και η εν γένει επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα υπαίθρια σχολεία έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στα ημιυπαίθρια, ενώ κατέληξαν στη λειτουργία μόνιμων ημιυπαίθριων τάξεων σ’ όλα τα σχολεία, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην Κρήτη δεν φαίνεται να λειτούργησαν υπαίθρια σχολεία, πλην των εξειδικευμένων τραχωματικών, ενός στο Λασίθι και δύο στο Ηράκλειο. Αντίθετα, λειτούργησαν κάμποσες παιδικές εξοχές, στους Αγίους Αποστόλους στα Χανιά, στο Αρκάδι και στα Τρία Μοναστήρια στο Ρέθυμνο κ.α.

Σήμερα τα ζητούμενα είναι ασφαλώς εντελώς διαφορετικά. Η εκτός αιθούσης διδασκαλία και η πραγματοποίησή της μέσα στη φύση ή απλά στο ύπαιθρο, ανταποκρίνεται περισσότερο σε μια διδασκαλία «εκτός τειχών», χωρίς το καθημερινό τυπικό και με αφόρμηση όχι εκείνη των διδακτικών βιβλίων αλλά αντλημένη από την καθημερινότητα των παιδιών και τις λειτουργίες της φύσης. Άλλωστε τα υπαίθρια σχολεία από το ξεκίνημά τους είχαν υποστηριχθεί όχι μόνο από υγιεινιστές αλλά και από δημοτικιστές και από οπαδούς του κινήματος της Νέας Αγωγής. Τα σημερινά ζητούμενα είναι περίπου τα ίδια μ’ εκείνων των πρωτοπόρων της εκπαίδευσης: η υιοθέτηση ενός σχολικού προγράμματος που να δίνει έμφαση στην επαφή των μαθητών με τη φύση, στην αγωγή του σώματος και των αισθήσεων, στη χειρωνακτική εργασία και στην εν γένει στη χειροτεχνία και -εντελώς πρόσφατα- στην απομάκρυνση από το κλειστό σχολικό περιβάλλον, στο οποίο ενδημεί ο Sars-Covid 2 και άλλοι παθογόνοι οργανισμοί.

Τα Σχολικά Αγροκήπια εισήχθησαν στην Ελλάδα μέσω της Κρήτης, την περίοδο που αυτή αποτελούσε Ηγεμονία, γνωστότερη ως Κρητική Πολιτεία. Το έτος 1901 λειτουργούσαν στην Κρήτη 270 τέτοια αγροκήπια. Για τις εκπαιδευτικές αρχές της Κρητικής Πολιτείας οι σχολικοί κήποι θα έπρεπε, εκτός του παιδαγωγικού τους ρόλου, να λειτουργούν και ως γεωργικοί σταθμοί, για την εκπαίδευση των αγροτικών κοινωνιών. Στο ελληνικό κράτος οι «σχολικοί κήποι», όπως αλλιώς ονομάζονταν, θεσμοθετήθηκαν το 1916. Με το νόμο 4397/1929 ορίστηκε η υποχρεωτική ίδρυση σε κάθε σχολείο σχολικού κήπου, για τη διδασκαλία των φυσιογνωστικών μαθημάτων και την απόκτηση από τους μαθητές προκαταρκτικών γνώσεων καλλιέργειας της γης. Αργότερα, με εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας των ετών 1933 και 1937 ορίστηκε ο τρόπος συντήρησής τους κατά τις διακοπές των σχολείων και η προσάρτηση ζωοτροφείων. Εισηγητής της ιδέας του σχολικού κήπου σε πανελλήνια κλίμακα ήταν ο φωτισμένος γεωπόνος Σπυρίδων Χασιώτης.

Με τον καιρό όμως και ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 η λειτουργία του θεσμού εκφυλίστηκε. Χρειάστηκε να φτάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, για να συζητηθεί η επαναφορά τους στη σχολική πρακτική. Τα σημερινά ζητούμενα είναι βέβαια διαφορετικά και αναφέρονται στην επαφή των παιδιών με τη φύση γενικότερα και με το χώμα ειδικότερα. Όπως το τοποθετεί η καθηγήτρια περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, ζητούμενο της εκπαίδευσης σήμερα είναι η άμβλυνση του «συνδρόμου της έλλειψης του χώματος στις νεότερες γενιές», έλλειψη που οδηγεί σε καταστάσεις κλαυσίγελες, όπως εκείνες της παραγωγής μακαρονιών από φυτά με το όνομα «μακαρονιές» και των «μπαμπακιών», που είναι στην πραγματικότητα ανθισμένες αμυγδαλιές. Ζητούμενο είναι επίσης η άμβλυνση των αισθημάτων φόβου και απέχθειας των νέων γενιών για το χώμα και τους οργανισμούς που ζουν μέσα σ’ αυτό. Να σημειώσω εδώ ότι πρωτοπόρος στην επαναφορά των σχολικών κήπων στην Κρήτη ήταν ο δάσκαλος Νεκτάριος Τσαγλιώτης, που αγωνίστηκε όχι μόνο για τη θεωρητική τους θεμελίωση, στα σημερινά ζητούμενα, αλλά και «έστησε πλάτη» για την υλοποίησή τους. Έχει συντελέσει επίσης το Περιβαλλοντικό Κέντρο Βάμου, που συντονίζει το πανελλήνιο δίκτυο «Ένας κήπος στο σχολείο μου».

Το Αγροκήπιο του Σχολικού Μουσείου σχεδιάστηκε από τον υπογραφόμενο με τα επιμέρους τμήματα του ανθοκήπιου, του δενδροκήπιου, του κήπου παχύφυτων, του λαχανόκηπου, του κήπου αρωματικών φυτών καθώς και του κήπου των τυπικών γηγενών φυτών της Κρήτης, που κι αυτά τα σημερινά παιδιά δεν είναι σε θέση στην πλειοψηφία τους ν’ αναγνωρίσουν. Σ’ αυτό διεξάγονται, ήδη πριν από τα εγκαίνιά του, δύο διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Το Μάθημα στο Σχολικό Αγροκήπιο περιλαμβάνει διδασκαλία στα πλαίσια του μαθήματος της Φυτολογίας βασικών στοιχείων για μια δεκάδα φυτών του τόπου μας και πρακτική στο Αγροκήπιο με φύτευση λαχανικών, κλάδεμα, σκάλισμα, πότισμα, μεταφύτευση, ελαιοσυλλογή (την περίοδο του χειμώνα) κ.ά. Το πρόγραμμα Γνωριμία με τα αρωματικά φυτά της Κρήτης περιλαμβάνει την προσομοίωση διδασκαλίας στα πλαίσια του μαθήματος της Φυτολογίας για δέκα αρωματικά – ιαματικά φυτά της Κρήτης και την περιποίηση του κήπου που τα φιλοξενεί στο Μουσείο. Τελειώνει με παρασκευή αφεψήματος αρωματικών φυτών και την κατανάλωσή του με τη συνοδεία ενός κριθαρένιου παξιμαδιού.

Το Σχολικό Ζωοκήπιο άγνωστο στους σημερινούς εκπαιδευτικούς.. Περισσότερο γνωστά με το όνομα «ζωοτροφεία», τα Ζωοκήπια προσαρτιούνταν συνήθως στο Σχολικά Αγροκήπια, όταν αυτά δεν απείχαν πολύ από το διδακτήριο. Τα ζητούμενα βέβαια στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν διαφορετικά και αναφέρονταν στην ανάγκη διαμόρφωσης σωστών κτηνοτρόφων αλλά και κατ’ οίκον ζωοτρόφων. Έτσι, μέσω του πρωτοβάθμιου σχολείου είναι που διαδόθηκε στη χώρα μας η κονικλοτροφία, η μελισσοκομία και άλλες ζωοτεχνικές πρακτικές. Σήμερα ζητούμενη είναι η επαφή των παιδιών με τα ζώα, τα οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τους προκαλούν αισθήματα φόβου και συχνά αποτροπιασμού και η ανάπτυξη αισθημάτων φιλοζωίας και υπευθυνότητας απέναντί τους. Για τον σκοπό αυτό στο Μουσείο εκτρέφονται κότες και κοκόρια, ορτύκια, παγόνια, πέρδικες, χελώνες και νεροχελώνες, χήνες και πάπιες, περιστέρια, κλωσόπουλα, κατσίκια και ψάρια σε ξεχωριστά ευρύχωρα κλουβιά και σε περιβόλους ή στη λιμνούλα, μ’ όλους τους σύγχρονους κανόνες ευζωίας.

Ελεύθερα μέσα στον ευρύτερο αύλειο χώρο κυκλοφορούν πολλά είδη πουλιών, με κυρίαρχα τα χελιδόνια και τα σπουργίτια, ενώ ο βιολογικός κήπος του Μουσείου προσελκύει πλήθος εντόμων και συντηρεί σκαντζόχοιρους, σαλιγκάρια, φρύνους, βατράχους και ποικιλία σκουληκιών και αραχνών. Παράλληλα λειτουργεί κάδος κομποστοποίησης, στον οποίο τα υπολείμματα του Αγροκηπίου αλλά και τα περισσεύματα του δεκατιανού των παιδιών που παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα και τα περιττώματα των ζώων μετατρέπονται σε οργανικό χώμα και λιπαίνουν τα φυτά του. Με βάση το Ζωοκήπιο πραγματοποιούνται δύο διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι Εργασίες στο Σχολικό Ζωοκήπιο περιλαμβάνουν προσομοίωση διδασκαλίας του μαθήματος της Ζωολογίας, με γνωριμία μιας δεκάδας από οικόσιτα και μη ζώα και στη συνέχεια πραγματοποίηση εργασιών διατροφής και περιποίησής τους στην πράξη. Το πρόγραμμα Απελευθερώνω στη φύση πέρδικες που κακαρίζουν περιλαμβάνει θεωρητικό μάθημα για τα απειλούμενα πουλιά της Κρήτης και απελευθέρωση των νεαρών περδικών στη φύση. Το πρόγραμμα από τη νέα περίοδο θα περιλάβει επίσης την απελευθέρωση αποθεραπευμένων αρπακτικών πουλιών, σε συνεργασία με τον γνωστό στο φιλόζωο-νοσηλευτή ζώων Γιώργο Κτιστάκη.

Οι τρεις νέες εγκαταστάσεις του Σχολικού Μουσείου είναι πρωτότυπες, το ομορφαίνουν και εμπλουτίζουν κατά πολύ τις γνωστικές του δυνατότητες, προστιθέμενες στις μέχρι σήμερα υποδομές του. Για τον σχεδιασμό τους χρειάστηκε ν’ ανατρέξουμε στην δύσκολη βιβλιογραφία του θέματος, να εντοπίσουμε την ουσία των παλιότερων αυτών θεσμών και να την μεταφέρουμε στα σημερινά δεδομένα και ζητούμενα. Θέλουμε να πιστεύω ότι και τα υπόλοιπα στην Ελλάδα σχολικά μουσεία, που αισίως ξεπερνούν τα δεκαπέντε, αλλά και τα περιβαλλοντικά κέντρα, που φτάνουν τα 53, θα διδαχτούν από τα εργαλεία που αναπτύξαμε, από τα δυνατά τους σημεία αλλά και από τις αδυναμίες τους, πάντα στην πράξη κι όχι μόνο σε θεωρητικούς σχεδιασμούς.