ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Οικογένεια: Ένα απλό όνειρο

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Οι γονείς μας μάς μεγάλωσαν με ένα απλό όνειρο: να κάνουμε οικογένεια.

Όχι μια οικογένεια όπως όπως, αλλά μια «καλή οικογένεια» (αυτός ο όρος χρησιμοποιούνταν), δηλαδή μια δεμένη οικογένεια, που θα την αγαπάμε και θα τη φροντίζουμε με υπευθυνότητα και συνέπεια και θα δεχόμαστε κι εμείς από αυτήν αγάπη και φροντίδα – και σεβασμό, υπήρχε κι αυτός ο όρος στο λεξιλόγιό τους.

Η δημιουργία μιας τέτοιας οικογένειας πίστευαν ότι δεν είναι θέμα τύχης, αλλά προσπάθειας ή μάλλον μιας ολόκληρης στάσης ζωής· να σέβεσαι τους γονείς σου, ν’ αγαπάς τον ή την σύζυγό σου και να μεγαλώσεις τα παιδιά σου με αυτές τις αξίες.

Η επαγγελματική αποκατάσταση ήταν άμεση προτεραιότητα, φυσικά πιο άμεση από τη δημιουργία οικογένειας. Όμως ήταν προτεραιότητα επειδή είχε ένα στόχο: να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα εισοδήματα, με τα οποία θα μπορούσαμε να συντηρήσουμε την οικογένεια που θα δημιουργούσαμε. Το επάγγελμα ήταν μέσον, η οικογένεια ήταν ο σκοπός – ή μάλλον και η οικογένεια ήταν μέσον, ενώ ο απώτερος σκοπός ήταν η ευτυχία μέσω της αγάπης και όλων των ηθικών και πνευματικών αγαθών, που έχει να μας προσφέρει η δική μας οικογένεια. Το να μείνεις μόνος εθεωρείτο τραγωδία.

Μη νομίζετε ότι μόνο τα κορίτσια ανατρέφονταν με το όραμα της οικογενειακής αποκατάστασης· ο γράφων το παρόν προφανώς είναι άντρας και αναφέρεται στη δική του εμπειρία.

Εννοείται ότι καμιά γενιά δεν θεωρούσε «βαρετή» μια απλή οικογενειακή ζωή βιοπαλαιστών· ακόμη και η γενιά των γονιών μου είχε χορτάσει από «περιπέτειες»: Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορίες, πολιτική διαφθορά, φτώχεια και εκμετάλλευση, ανάγκη ξενιτεμού – μια ειρηνική ζωή ανάμεσα σε πραγματικά δικούς σου ανθρώπους, χωρίς περιπέτειες, ήταν το ιδεώδες των καθημερινών ανθρώπων όλων των εποχών, συνώνυμο της ευτυχίας· τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό από αυτό.

Η μητέρα μου έλεγε μια ιστορία. Ένας βασιλιάς ρώτησε έναν φτωχό τεχνίτη, τον οποίο είχε εκτιμήσει, αν τα χρήματα που κέρδιζε ήταν αρκετά για να ζήσει. Κι εκείνος του απάντησε: «Όχι μόνο ζω με τη γυναίκα μου, αλλά πληρώνω κι ένα παλιό χρέος και βάζω και στην τράπεζα». Ο βασιλιάς έμεινε άναυδος. Και ο άνθρωπος του εξήγησε: «Πληρώνω ένα παλιό χρέος, εννοώ ότι συντηρώ τους ηλικιωμένους γονείς μου, όπως είχαν κάνει κι αυτοί σε μένα όταν ήμουν μικρός. Και βάζω και στην τράπεζα, δηλαδή κάνω μια επένδυση για το μέλλον: μεγαλώνω τα παιδιά μου, ώστε κι εκείνα να φροντίσουν εμένα και τη μητέρα τους όταν γεράσουμε». Αυτή ήταν η σοφία των παλιών ανθρώπων, που είχαν ζήσει πολλές συμφορές σε πόλεμο και ειρήνη, η ζωή τους σίγουρα ήταν βασανισμένη και κουραστική, αλλά ένιωθαν ότι είχαν ρίζες στο έδαφος και, πατώντας γερά στα πόδια τους, πάλευαν για το παρόν και το μέλλον – όταν δεν τους ξεπερνούσαν οι καταστάσεις και δεν έχαναν την ελπίδα τους φυσικά, πράγμα που πολύ συχνά το παθαίνει και ο σύγχρονος άνθρωπος.

Ας «ακολουθήσουμε τα όνειρά μας»

Οι συνάνθρωποί μας μόλις μια γενιά αργότερα και, πολύ περισσότερο, οι σημερινοί έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, δηλαδή η γενιά των παιδιών μας, νομίζω ότι θα θεωρούσαν φρικτό το απλό όνειρο ζωής που περιέγραψα πιο πάνω. Σήμερα, όπως αντιλαμβάνομαι καθώς έρχομαι σε επαφή με χιλιάδες παιδιά μέσα στα σχολεία (δόξα τω Θεώ), ένα μόνο όνειρο υπάρχει: η επαγγελματική αποκατάσταση. Η δημιουργία οικογένειας δεν είναι καν μέσα στα όνειρα της νέας γενιάς. Μόνο η σύνθεση κάποιων ερωτικών σχέσεων με «συντρόφους», όχι με συζύγους, που θα κρατήσουν όσο κρατήσουν, για να μην είμαστε ή να μη νιώθουμε μόνοι. Και όταν οι σχέσεις αυτές εμφανίσουν δυσκολίες, τις διαλύουμε και συνθέτουμε άλλες. Και στο ενδιάμεσο πιθανόν έχουμε αποκτήσει και ένα παιδί (αυτό νομίζω κυρίως το επιθυμούν οι γυναίκες, αόριστα όμως και χωρίς να το συνδέουν πάντα με γάμο και μόνιμη συζυγική – συγγνώμη, «συντροφική» – σχέση), που θα το μεγαλώσουμε μόνοι μας, ώστε κατά βάσιν να ολοκληρωθούμε και ως άνθρωποι (ή «ως γυναίκες»).

Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν επικρίνω τη νέα γενιά· κάθε γενιά (και οι παλιές και οι καινούργιες) διαμορφώνεται καθοριστικά από τις κοινωνικές συνθήκες του τόπου και του χρόνου. Ούτε αγιοποιώ το παρελθόν ή δαιμονοποιώ το παρόν· σε όλες τις εποχές υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία, καλοσύνη και διαφθορά, αγάπη και μίσος, χαρά και δυστυχία, ποίηση και βαρβαρότητα, εξουσία, ανισότητα, πόλεμος και θάνατος. Νομίζω όμως ότι οι γενιές του παρελθόντος, μέχρι την εποχή μου, επειδή αφουγκράζονταν τις προηγούμενες, κληρονομούσαν μια σοφία που τους επέτρεπε να επιβιώνουν και να διατηρούν έστω μια ιδέα αξιοπρέπειας, στοιχεία που σήμερα βρίσκονται σε έλλειψη.

Η εποχή μας, με την τρομερή ανάγκη για ψυχοθεραπεία και τους εφιάλτες που εξωτερικεύονται – και αναπαράγονται – με τα ηλεκτρονικά μέσα ψυχαγωγίας κάθε είδους, δε νομίζω ότι βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από το παρελθόν· οι άνθρωποι συνεχίζουν να είναι θύματα των ισχυρών (ο σύγχρονος όρος «εργασιακός μεσαίωνας» το μαρτυρεί αναμφίβολα), έρμαια των παθών τους (δηλ. των ποικίλων εξαρτήσεων, που υποδαυλίζονται τεχνηέντως από τους εμπόρους του καταναλωτικού τρόπου ζωής – όχι μόνο της εξάρτησης από το «έξυπνο κινητό» τους ή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή από την ενασχόληση με το σεξ, αλλά και ψυχολογικών εξαρτήσεων που ξεκινούν από την ιδέα ότι πρέπει πάντα να έχουν την τελευταία λέξη για «να μην είναι θύματα», άρα να συγκρούονται συνεχώς, μέχρι την ιδέα ότι είναι υποχρεωμένοι να είναι διαρκώς χαρούμενοι και να περνούν καλά ή την ιδέα ότι προέχει αυτό που «θέλουν οι ίδιοι» από εκείνο που τους ζητούν κάποιοι άλλοι, ακόμη κι αν είναι οι γονείς τους ή οι δάσκαλοί τους), υπαρξιακά μάλλον κενοί και – παρά την αλματώδη ανάπτυξη της ιατρικής – απελπιστικά θνητοί. Και επιπλέον έχουν απομονωθεί, έχουν γίνει άτομα χωρίς οικογένεια, δηλαδή χωρίς συμμάχους με τους οποίους να συνδέονται με μόνιμους και ακατάλυτους δεσμούς (που είναι οι δεσμοί αίματος), όχι μόνο χωρίς προστάτες γονείς και υποστηρικτές αδέρφια, ξαδέρφια και άλλους συγγενείς (οι οποίοι υπάρχουν, αλλά είναι για μας σχεδόν ξένοι), αλλά, σε ολοένα αυξανόμενες περιπτώσεις, ακόμη και χωρίς σύζυγο.

Καθώς πολλαπλασιάζονται εξάλλου οι οικογένειες με ένα μόνο παιδί (συνειδητά ή από λόγους υγείας ή υπογονιμότητας – άλλος ένας σύγχρονος όρος), στο θερμοκήπιο της ανθρωπότητας καλλιεργείται μια επόμενη γενιά που πραγματικά θα είναι χωρίς αδέρφια – τους υπόλοιπους συγγενείς της δεν θα τους γνωρίζει καν. Υποκατάστατο των αδελφών και των συγγενών, οι φίλοι («η οικογένεια που επιλέγεις», όπως λέει μια σύγχρονη παροιμία), που, αν είναι όντως αδελφικοί φίλοι, με τους οποίους τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει και καμιά παρεξήγηση να μας διασπάσει, τότε αποτελούν πράγματι ανεκτίμητο κεφάλαιο για τη ζωή μας (και τη ζωή των παιδιών μας, αν τους γνωρίζουν)· αν όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, πάει κι αυτό το τελευταίο στήριγμα…

Ο σύγχρονος κόσμος τείνει να γίνει (ή είναι ήδη) μια κυψέλη ή μια μυρμηγκοφωλιά, όπου όλα τα άτομα είναι ρυθμισμένα σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που περιλαμβάνει εργασία, κατανάλωση και διαλείμματα διασκέδασης. Σχεδόν κάθε άτομο είναι μόνο, ιδίως όταν κλείνει την πόρτα του είναι μόνο ή με εφήμερο συγκάτοικο, και όλοι είναι εργάτες στον τεράστιο μηχανισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ακριβώς όπως οι μέλισσες ή τα μυρμήγκια: «Ζούμε μαζί, πεθαίνουμε μόνοι», δεν θυμάμαι από ποια ταινία προέρχεται αυτή η χαρακτηριστική φράση.

Τώρα λοιπόν έχουν υψωθεί ως σημαίες τα συνθήματα: «Ακολούθα την καρδιά σου, αυτή ξέρει» και «ακολούθα τα όνειρά σου», «κυνήγα τα όνειρά σου». Και ως όνειρα και επιθυμίες της καρδιάς μας προβάλλονται συναρπαστικές περιπέτειες, ενώ η μόνιμη στάση σε ένα μέρος και μια συνηθισμένη ζωή, με μια συνηθισμένη οικογένεια, απαξιώνονται ως ταφόπλακα της ζωής. Φυσικά, τα πρότυπα αυτά προβάλλονται κατά κόρον από τα μέσα μαζικής ψυχαγωγίας, με τις περιπετειώδεις κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, και όχι μόνο, στις οποίες κυριαρχούν πλέον και οι ιστορίες φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας ή – υποτίθεται – «μαγείας».

Αν ένα αγόρι ή ένα κορίτσι εκμυστηρευτεί ότι το όνειρό του είναι να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να τα μεγαλώσει με αγάπη και φροντίδα, και γι’ αυτόν το λόγο θα απέρριπτε μια επαγγελματική πρόταση π.χ. που θα απομυζούσε κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου του και κάθε ικμάδα των δυνάμεών του, όσο καλά αμειβόμενη και κοινωνικά καταξιωμένη κι αν ήταν, φοβάμαι ότι αυτό το παιδί θα πέσει θύμα συστηματικής ψυχολογικής πίεσης να μην ακολουθήσει τα όνειρά του (δήθεν ότι «δεν είναι δικά του», αλλά υποβολιμαία), αλλά να «αλλάξει όνειρα» και να προσαρμοστεί στο συρμό. Βέβαια, στο παρελθόν θα συνέβαινε το αντίστροφο: ένα αγόρι ή κορίτσι (προπαντός κορίτσι) που ονειρευόταν μια μεγάλη καριέρα ή περιπέτεια ή «να αλλάξει τον κόσμο», θα υφίστατο πίεση να προσγειωθεί. Είπαμε, κάθε εποχή διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες.

Προβληματισμοί και αυταπάτες;

Υπάρχουν όμως, κατά τη γνώμη μου, κάποια θολά σημεία σ’ αυτά τα μεγαλεπήβολα όνειρα, με τα οποία τροφοδοτεί τη φαντασία των νέων ανθρώπων ο μηχανισμός παραγωγής ονείρων της καταναλωτικής κοινωνίας.

Το πρώτο θολό σημείο είναι ότι η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει ότι οι περισσότεροι κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν τέτοια μεγαλεπήβολα όνειρα. Μετά από μια Οδύσσεια σπουδών και συλλογής επιστημονικών τίτλων, η συντριπτική πλειοψηφία και σήμερα αγωνιά για την επαγγελματική της αποκατάσταση, αν δεν την έχει αποχαιρετίσει ήδη στο βάθος του ορίζοντα. Μετά από μια μαραθώνια προσπάθεια, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα και δραχμοβόρα (συγγνώμη, «ευρωβόρα»), ο νέος άνθρωπος (αγόρι ή κορίτσι) θα είναι ευγνώμων αν βρει μια προσωρινή θέση εργασίας με αβέβαιο μέλλον (έντονη την αίσθηση της προσωρινότητας) και απολαβές (δηλ. μισθό), που μόλις θα επαρκούν για να συντηρηθεί ο ίδιος, χωρίς ούτε σκέψη για να ζήσει με αυτόν μια οικογένεια. Έτσι, αντί για τη δημιουργία οικογένειας (με γάμο και απόκτηση παιδιών – σε πληθυντικό αριθμό), ορόσημο θέτει τη συγκατοίκηση με έναν ερωτικό σύντροφο, με τον οποίο θα μοιράζονται τα κοινά έξοδα, αλλά ποτέ δεν θα έχουν κοινά χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, αφού εξάλλου ποτέ δεν θα «γίνουν ένα», παρά μόνο στις εφήμερες στιγμές της σεξουαλικής ευχαρίστησης…

Έτσι, ανοίγει ένα ψαλίδι (δηλ. μεγαλώνει το χάσμα, η απόσταση) ανάμεσα στις μεγάλες προσδοκίες που προβάλλονται από τους μηχανισμούς παραγωγής ονείρων και στην πεζή πραγματικότητα, ψαλίδι που προφανώς προκαλεί δραματικές ματαιώσεις. Και μάλιστα, όταν έρχεται η ώρα της εργασίας, συχνά ο άνθρωπος έχει πατήσει τα τριάντα, δηλαδή η πρώτη πιο παραγωγική του δεκαετία (μεταξύ είκοσι και τριάντα) έχει πάει στο βρόντο! Έχει καταναλωθεί ανάμεσα σε άγχος, κόπο για την απόκτηση «προσόντων» και διαλείμματα διασκεδάσεων με τη μειωμένη υπευθυνότητα του ανθρώπου που, αν και έχει συρθεί σε μια πρόωρη «ενηλικίωση» από τα δεκαοκτώ, δεν είναι ακόμη πραγματικά (δηλ. επαγγελματικά) ώριμος και αυτόνομος. Αλλά δεν έχει και ρίζες και ενδεχομένως ούτε σαφή στόχο – παρά μόνον ένα στόχο που μοιάζει με το κυνήγι του ουράνιου τόξου· και φυσικά είναι επαγγελματικός στόχος, αφού προσωπικά και επαγγελματικά ταυτίζονται, ζούμε για να δουλεύουμε, με διαλείμματα αποχαύνωσης ή αποδράσεις που ποικίλουν από έναν καφέ ή ποτό «με φίλους» μέχρι διακοπές στο εξωτερικό, πάλι «με φίλους». Αυτοί εξάλλου είναι «η οικογένεια που επιλέγεις». Άλλη οικογένεια («κανονική» θα έλεγε η μητέρα μου, εγώ λέω «παραδοσιακή», γιατί ο όρος «κανονικός» τείνει να ενοχοποιηθεί για ρατσισμό και να γίνει απαγορευμένος) όλο και περισσότερο δυσκολεύεται να κάνει, μέσα στην αβεβαιότητα, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη χρόνου και το πέρασμα των χρόνων.

Α, να μην ξεχάσω ορισμένα ακόμη στοιχεία που κάποτε ήταν όνειρα, αλλά τώρα έχουν χαθεί κι αυτά στο βάθος του ορίζοντα: το να έχουμε δικό μας ιδιόκτητο σπίτι, να έχουμε χρήματα στην τράπεζα για «ώρα ανάγκης» και να έχουμε ρίζες στο χωριό των προγόνων μας – βεβαίως και το να έχουμε πολλά παιδιά. Τι να τα κάνουμε τα πολλά παιδιά; Σε τι μας είναι χρήσιμα; Ένα και γερό· απλώς και μόνο για να νιώθουμε ολοκληρωμένοι ως άνθρωποι· αντί για τα υπόλοιπα υιοθετούμε ένα σκυλάκι κι έτσι έχουμε πάντα ένα μέλος στην οικογένεια, ισότιμο με παιδί, που έχει ανάγκη τη φροντίδα μας και που δεν πρόκειται να μας απογοητεύσει ποτέ. (Υπενθυμίζω μια παροιμία του παλιού καιρού, ότι το πρώτο σου παιδί το κάνεις για σένα, ενώ τα υπόλοιπα τα κάνεις για χάρη των ίδιων των παιδιών).

Συγγνώμη, δεν βλασφημώ απέναντι στο αγαπημένο σας κατοικίδιο, αγαπώ τα ζώα και, παρότι στην παρούσα φάση δεν έχω κατοικίδια μεγαλύτερα από χρυσόψαρα, ως παιδί στο χωριό (όπου πηγαίναμε κάθε σαββατοκύριακο) μεγάλωσα ανάμεσα σε πολλά ζώα – γαϊδούρια, προβατίνες, κατσίκες, κότες, κουνέλια, περιστέρια και φυσικά γάτες – που τα σεβόμασταν, αλλά τα θεωρούσαμε βοηθούς μας και πηγές αγαθών προς επιβίωση, όχι απλώς ζώα συντροφιάς, γιατί είχαμε πάντοτε ανθρώπους γύρω μας. Είναι σημαντικά τα ζώα συντροφιάς και γενικά τα ζώα (και τα φυτά και όλα τα πλάσματα), είναι υπάρξεις που αξίζουν αγάπη και σεβασμό, αλλά αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου, απομονωμένοι και μπουσουλώντας σε ένα ημίφως που κυριαρχεί γύρω μας και μέσα μας, συχνά αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν να είναι ζώα και τα ζώα σαν να είναι άνθρωποι.

Στο παρελθόν ο άνθρωπος ένιωθε φόβο επειδή δεν είχε αρκετό φως για να φωτίσει το σκοτάδι της νύχτας – έχουμε συνδέσει το Μεσαίωνα με το σκοτάδι – ενώ σήμερα σβήνουμε φώτα και εισερχόμαστε στο σκοτάδι, σε κόσμους σκοτεινούς και εφιαλτικούς, καθώς διασκεδάζουμε, οι οποίοι ασκούν σε μας πρωτοφανή έλξη και γοητεία. Τέλος πάντων. Και η βία καλά κρατεί, από τον ενδοσχολικό εκφοβισμό (bullying) μέχρι τον εκβιασμό από το διαδίκτυο και τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης ή από το φόβο ότι θα απαγάγουν το παιδί μας μέχρι την έξαρση των επιθέσεων σε αθώους, των συζυγοκτονιών («συντροφοκτονιών» γράφουν κάποιοι, γιατί είπαμε, δεν υπάρχουν πλέον σύζυγοι), των φόνων σε σχολεία κ.τ.λ.

Ας πάμε στο δεύτερο θολό σημείο λοιπόν, που ήδη νομίζω πως έχει διαφανεί· ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, με όλα αυτά, δε φαίνεται να είναι πραγματικά ούτε χαρούμενος, ούτε ευτυχισμένος, ούτε ασφαλής, ούτε σίγουρος για το μέλλον, ούτε ελεύθερος. Μάλλον είναι από τη μία εξαρτημένος σε μια αβέβαιη εργασιακή σχέση περίπου εκμετάλλευσης (το είπαμε ήδη αυτό) και από την άλλη ένας τηλεκατευθυνόμενος καταναλωτής. Πυξίδα του οι διαφημίσεις στο «έξυπνο κινητό του» και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οδηγοί του και ενίοτε πρότυπά του (άπιαστα;) οι διάσημες προσωπικότητες («περσόνες»), και για να τις φτάσει αφθονούν τα πολυποίκιλα talent shows ή realities μέχρι σημείου απίστευτου εξευτελισμού, τύπου Bachelor. Πόσο είναι χαρούμενος, ευτυχισμένος, ασφαλής, σίγουρος και ελεύθερος, ας ρωτήσουμε τους ψυχολόγους, που γίνονται ολοένα και πιο απαραίτητοι.

Θα το πω με μια πινελιά του δικού μου σύμπαντος: το ερώτημα είναι αν ο σύγχρονος άνθρωπος (εγώ, εσείς, εμείς) είναι πιο χαρούμενος, ευτυχισμένος, ασφαλής, σίγουρος και ελεύθερος απ’ ό,τι ήταν την εποχή της Κλίμακος, δηλαδή ενός κορυφαίου βιβλίου μελέτης της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς, που είχε συντάξει ένας σοφός μοναχός του 6ου αιώνα μ.Χ. στο όρος Σινά, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ή «Ιωάννης της Κλίμακος», χρησιμοποιώντας ως εφόδια το Ευαγγέλιο, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας και φυσικά την εμπειρία του.

Α, συγγνώμη, αυτός ο μοναχός ήταν χριστιανός, γι’ αυτό και αγνοημένος σήμερα, ενώ αν ήταν βουδιστής ή ινδουιστής θα είχε κινήσει αμέσως το ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου, που, αθεράπευτα τραυματισμένος από το διαστρεβλωμένο «χριστιανισμό» του μεσαίωνα, απέρριψε το χριστιανισμό στο σύνολό του και τον αντικατέστησε με «new age» αναζητήσεις αρχαίας σοφίας στην εξωτική θρησκευτικότητα.

Και εδώ θα προσκαλέσω, κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, τον μάρτυρα υπεράσπισης που είχα υπόψιν για τα παραπάνω: ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, δικτυωμένος και καλωδιωμένος στο έπακρο, φλερτάρει με τους πολιτισμούς και τον τρόπο ζωής του παρελθόντος, αφού αντιλήφθηκε ότι από εκεί μπορεί να αντλήσει ουσιαστικά εφόδια για να κάνει τη ζωή του καλύτερη, ποιοτικότερη, πιο χαρούμενη, ευτυχισμένη, σίγουρη για το μέλλον και ελεύθερη (παραλείπω το «ασφαλή», γιατί η ζωή στο παρελθόν δεν ήταν ποτέ ασφαλής – όπως δεν είναι και σήμερα, όπου τα «τέρατα» μπορούν να μπουν και να εκβιάσουν το παιδί μας μέχρι θανάτου από το διαδίκτυο και τα παντός είδους «δίκτυα»!).

Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν οδηγείται συλλογικά στην αυτοκτονία, γιατί αντλεί κάποιο συναίσθημα αισιοδοξίας και αξιοπρέπειας συνδεόμενος με τη σοφία του παρελθόντος, μέσω των εξωτικών πολιτισμών που ερευνά ή που ερευνούν κάποιοι άλλοι γι’ αυτόν και του παρουσιάζουν με ντοκιμαντέρ, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Αυτός ο πολιτισμός, ανθρώπων συνδεδεμένων με τη γη, που παράγουν ή κατασκευάζουν ό,τι θέλουν (όχι μόνο προϊόντα άμεσης ανάγκης, αλλά και πράγματα που κάνουν τη ζωή τους πιο όμορφη), συνεπώς είναι ελεύθεροι από τις πολυεθνικές, τις τράπεζες, ακόμη κι από τον εργοδότη τους (αφού δεν είναι ανάγκη να δουλεύουν για κάποιον, να τους πληρώνει με χρήματα και στη συνέχεια να αγοράζουν από άλλους όσα χρειάζονται), αλλά και ανθρώπων συνηθισμένων να επιβιώνουν υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες και να πολεμούν εναντίον πραγματικών εχθρών για τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους, γοητεύει τον άνθρωπο και τον ψυχαγωγεί, και εν μέρει είναι ακόμη και σήμερα αληθινός. Αυτός ο πολιτισμός, το ξαναλέω, εν μέρει είναι και σήμερα αληθινός· είτε στις χώρες εκτός του δυτικού κόσμου (που όμως μολύνονται, καταστρέφονται και διαφθείρονται ταχύτατα) είτε σε οάσεις τρόπου ζωής εμπνευσμένου από το παρελθόν εντός των δυτικών χωρών. Οι οάσεις αυτές δεν είναι οπωσδήποτε χώροι άρνησης του σύγχρονου πολιτισμού· εννοώ κοινότητες ανθρώπων (ή αγροκτήματα ανθρώπων, αλλά και τα μεγάλα μοναστικά κέντρα, δηλ. μοναστήρια ή ομάδες μοναστηριών) που χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία και ιατρική, αλλά ταυτόχρονα έχουν επανασυνδεθεί με τη γη (ή ποτέ δεν αποσυνδέθηκαν), παράγουν, κατασκευάζουν και αισθάνονται χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, ασφαλείς και όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως, με μια λέξη αισθάνονται άνθρωποι.

Έτσι, άνθρωποι, αισθανόμαστε ενίοτε κι εμείς όταν επισκεπτόμαστε για μια μέρα ή για λίγες μέρες το χωριό μας ή «το χωριό των γονιών μας» (που παραδόξως δεν το θεωρούμε και δικό μας χωριό, λες κι εμείς πέσαμε με αλεξίπτωτο από το διάστημα στο αστικό κέντρο όπου μένουμε) ή όταν αναπτύσσουμε σχέσεις με τις μικρές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες της γειτονιάς ή της συνοικίας μας. Ωστόσο, τα χωριά μας – όπως και οι συνοικιακές επιχειρήσεις – πεθαίνουν· η αυτάρκης οικογένεια του παρελθόντος με την οικιακή οικονομία φαίνεται ουτοπία στις μέρες μας, δεν μπορείς να ζήσεις μόνο ασκώντας το επάγγελμα του αγρότη ή του κτηνοτρόφου, εκτός αν είσαι τρομερά οργανωμένος κι έχεις επενδύσει τα πάντα σ’ αυτό το επάγγελμα (πράγμα ακατόρθωτο για εμάς τους πολλούς, που η ζωή μας έχει πάρει άλλη τροπή – ορισμένοι τολμηροί το επιτυγχάνουν), αφήστε που και πάλι θα είσαι δέσμιος των πολυεθνικών, που πατεντάρουν τους σύγχρονους σπόρους και τα φυτώρια (όλα γενετικά τροποποιημένα στα εργαστήριά τους) και κρατούν στο χέρι την αγροτική οικονομία ολόκληρων χωρών και λαών. Εξάλλου, οι συνοικιακές επιχειρήσεις αδυνατούν να συναγωνιστούν τις «αλυσίδες» (κατά κανόνα πολυεθνικές), τόσο στη διαφήμιση όσο και στις χαμηλές τιμές και τις προσφορές· συνεπώς, ακόμη κι αν οι διαφορές στις τιμές είναι σχετικά μικρές, ο μεγάλος όγκος του πελατειακού κοινού θα προτιμήσει τις αλυσίδες.

Τέλος πάντων, αυτές οι οάσεις αποδεικνύουν ότι υπάρχει χρυσή τομή. Απλώς, χρειάζονται ανατροπές και μια ανάταση ψυχής, που θα ρίξει από πάνω μας τη βρόμικη λάσπη της «μαύρης πόλης», για να συνηθίσουμε την «καθαρή λάσπη» της υπαίθρου ή τη ζεστασιά της συνοικιακής κοινότητας. Αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τρόπο ζωής, τουλάχιστον ας αποκτήσουμε μια (καλή) επαφή.

Για να επιστρέψουμε στο «απλό όνειρο», με την αναφορά του οποίου ξεκινήσαμε, ακόμη κι αν δούμε ένα επεισόδιο από το Μικρό σπίτι στο λιβάδι ή την ελληνική τηλεοπτική σειρά Τα καλύτερά μας χρόνια, θα καταλάβουμε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να κρατήσεις την οικογένειά σου ζωντανή και ενωμένη, υγιή και με το στομάχι σχετικά γεμάτο – σχετικά, αλλά με τροφές αγνές, υγιεινές και θρεπτικές, πιθανόν φτωχικές αλλά μαγειρεμένες με τέχνη, στοιχεία που σήμερα διαφημίζονται ως πολύτιμος θησαυρός. Δεν ήταν εύκολο, όχι μόνο λόγω της διαρκούς χειρωνακτικής εργασίας (που όμως διέπλαθε ανθεκτικούς οργανισμούς και ψυχές), αλλά κυρίως λόγω των βάρβαρων επιδρομέων, των κατακτητών, των πειρατών και φυσικά των φεουδαρχών και όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν στους αγρότες να ζήσουν ειρηνικά, ελεύθερα και αξιοπρεπώς. Γι’ αυτό και η παραδοσιακή κοινωνία είχε διαρκώς αγώνες και επαναστάσεις, στοιχείο που επίσης είναι ζητούμενο σήμερα, αλλά – καλώς ή κακώς – μόνο στη φαντασία μας.

Το τρίτο θολό σημείο

Εδώ αξίζει να σημειώσω ότι ο τρόπος ζωής του παρελθόντος, που μετέφερε ανά τους αιώνες αυτήν τη σοφία της επιβίωσης και του αγώνα για ελευθερία, αξιοπρέπεια και οικογένεια, δεν ήταν τρόπος ζωής άθεος ή άθρησκος, αλλά γεμάτος πίστη· πίστη, όχι σε τίποτε ξωτικά ή UFO, αλλά στον συγκεκριμένο Θεό που πρέσβευε κάθε πολιτισμός, όσον αφορά δε στον δικό μας πολιτισμό, αυτός ο Θεός είναι ο Ιησούς Χριστός – Θεός και άνθρωπος, επαναστάτης και ειρηνοποιός, σταυρωμένος και νικητής, νεκρός και θριαμβευτής επί του θανάτου ταυτόχρονα!…

Ο «θαυμαστός καινούργιος κόσμος» (για ν’ αναφερθώ στο εμβληματικό δυστοπικό μυθιστόρημα του Άλντους Χάξλεϋ) είναι ένας κόσμος που αναζητά την αγάπη, αλλά δε γνωρίζει να τη συνδέσει με το Θεό. Ακριβέστερα, τη συνδέει με κάποιον Θεό (συνήθως κάτι αόριστο, που το ονομάζει «το σύμπαν»), αλλά δε γνωρίζει να τη συνδέσει με τον συγκεκριμένο Τριαδικό Θεό των χριστιανών, με τον οποίο εμείς, ο λαός μας, οι πατέρες μας, η πνευματική μας κληρονομιά, συνδεόμαστε μέσω του Ενός προσώπου της Αγίας Τριάδας που έγινε άνθρωπος, του Ιησού Χριστού. Ο μοντέρνος άνθρωπος «πιστεύει στο Θεό, αλλά δεν πιστεύει στις θρησκείες», επειδή νιώθει ότι οι πρόγονοί του έχουν καεί από το θρησκευτικό φανατισμό (που έχει επανέλθει με τραγικά αποτελέσματα στο μουσουλμανικό κόσμο) και αγνοεί απελπιστικά τη διαφορά του χριστιανισμού από τις θρησκείες, γι’ αυτό και με επιπολαιότητα απορρίπτει κολοσσιαία πνευματικά μεγέθη όλων των εποχών (τους αγίους δηλαδή) επικαλούμενος ότι «οι επιστήμονες δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του Θεού και την αγιότητα». Αρνείται δηλαδή την εμπειρία αναρίθμητων ανθρώπων που έζησαν οι ίδιοι την ένωσή τους με το Θεό ή βίωσαν εμπειρίες κοντά σε αγίους, υποβαθμίζοντάς την σε ευτελή παραμύθια, και μένει άναυδος με θαυμασμό απέναντι στην εξωτική σοφία ειδωλολατρικών θρησκειών όπως ο ινδουισμός ή ο ανιμισμός και θρησκειών που διδάσκουν την «αιώνια κενότητα», όπως ο βουδισμός… Διαβάζει μετά μανίας εύκολα βιβλία με συνταγές αυτογνωσίας και ποιοτικής ζωής, αλλά αγνοεί εντελώς την ύπαρξη των βιβλίων με τη δική μας σοφία (του πολιτισμού μας), όπως το Ευαγγέλιο (ναι, κι αυτό το αγνοεί, απλώς κάπου το έχει ακουστά), τα Γεροντικά, οι βίοι των αγίων και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ακόμη και οι σύγχρονοι άγιοι Παΐσιος, Πορφύριος, Σωφρόνιος Σαχάρωφ κ.λ.π., παρότι υπάρχουν ορισμένοι που σιγά σιγά τα ανακαλύπτουν.

Τραβώντας αυτό το δρόμο, ο σύγχρονος τρόπος ζωής εμφανίζει το τρίτο θολό σημείο, το καθοριστικότερο, ότι απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό και την αιώνια ζωή, όπως τα έχει διδάξει ο Χριστός και έχουν αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία στις εμπειρίες των αγίων όλων των εποχών – καθώς και πολλών καθημερινών ανθρώπων, που έχουν μια αγιότητα, έστω και όχι τόσο μεγάλη ώστε να «κάνουν θαύματα». Εδώ δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πώς τεκμηριώνονται όλα αυτά, καθώς το έχουμε γράψει σε παλαιότερα άρθρα. Θα παραπέμψω απλώς στο κείμενο του μακαριστού (αείμνηστου) Παύλου Βουδούρη «Η μεγάλη ανατροπή» (π.χ. εδώ), όπου αφηγείται την πορεία του προς το βουδισμό με συνεξέταση του χριστιανικού πολιτισμού (υπάρχουν πολλοί που έχουν ακολουθήσει παρόμοια πορεία αυτογνωσίας), και θα επισημάνω ότι ο χριστιανισμός δεν πρεσβεύει το πρότυπο του εύπιστου, φοβισμένου και μοιρολάτρη ανθρώπου, ούτε οπωσδήποτε της σιωπηλής και υπάκουης κόρης ή της υποταγμένης και ταπεινής συζύγου – μάνας. Αν διαβάσουμε τους βίους των αγίων (των πραγματικών προτύπων που προβάλλει προς μίμησιν ο χριστιανισμός) θα ανακαλύψουμε συγκλονιστικές περιπτώσεις ανατρεπτικής ζωής, όπου ένας απλός άνθρωπος αντιστέκεται σε κυβερνήτες και αυτοκράτορες (όπως οι αναρίθμητοι μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και πάμπολλοι επίσκοποι, ακόμη και σε καιρό ειρήνης, όπως ο Μ. Βασίλειος ή ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος), μια έφηβη κόρη επαναστατεί ενάντια στο θέλημα των γονιών της και προτιμά βασανιστήρια και θάνατο παρά να προδώσει τα πιστεύω και τις επιθυμίες της (και στο ενδιάμεσο μπορεί να έχει επηρεάσει τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων, όπως η αγία Ειρήνη ή η αγία Αικατερίνα), ένας μεγιστάνας μοιράζει στους φτωχούς ολόκληρη την περιουσία του (όπως ο Μ. Βασίλειος, ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, η αγία Παρασκευή η Επιβατινή, η αγία Μελάνη κ.π.ά.), ένας μορφωμένος εγκαταλείπει την αξιοζήλευτη θέση του και γίνεται μοναχός ή ασκητής δίπλα σε αγράμματους, αλλά εξαιρετικά σοφούς, ασκητές, άνθρωποι ανέτρεψαν την τακτοποιημένη ζωή τους και επέλεξαν να ζουν ως άστεγοι με τη ρετσινιά του ψυχοπαθούς (οι λεγόμενοι «διά Χριστόν σαλοί») και συγχρόνως, με τις φαινομενικές παλαβομάρες τους, δίδαξαν αγάπη και αξιοπρέπεια τους ευαίσθητους ανθρώπους της κοινωνίας όπου ζούσαν, ενώ άλλοι έφυγαν σε μακρινούς τόπους, μελέτησαν ανεξερεύνητους πολιτισμούς, έφτιαξαν αλφάβητα και μετέδωσαν το μήνυμα του Ευαγγελίου σε λαούς, που είτε ήταν βάρβαροι και κάπως ειρήνευσαν και «ημέρεψαν», είτε ήταν ειρηνικοί και ένιωσαν ότι βρήκαν εκείνο που αναζητούσαν από πολλές γενιές – αυτοί οι τελευταίοι χριστιανοί είναι οι απόστολοι, ισαπόστολοι και ιεραπόστολοι, άντρες και γυναίκες, όπως η αγία Φωτεινή, που μίλησε με τον ίδιο το Χριστό (κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 4), ταξίδεψε σε διάφορες χώρες και τελικά θανατώθηκε μαρτυρικά στη Ρώμη, ή η αγία Νίνα, μια «απλή κοπέλα» που έφερε το χριστιανισμό στη Γεωργία.

Ο χριστιανισμός αποδέχεται και προτείνει πολλά μοντέλα ζωής. Φυσικά, δεν αποδέχεται το μοντέλο της γυναίκας που πίνει, καπνίζει, βρίζει, γυρίζει τον κόσμο, είναι θελκτική για τους άντρες και κοιμάται με όποιον γουστάρει. Ούτε το αντίστοιχο πρότυπο του άντρα αποδέχεται, παρά τις περί του αντιθέτου παρανοήσεις, που καμία σχέση δεν έχουν με την αυθεντικότητα του χριστιανισμού. Και τα δύο αυτά πρότυπα γνωρίζει εκ πείρας ότι είναι πρότυπα αυτοκαταστροφής. Όμως είτε είσαι βασιλιάς, είτε στρατιώτης, είτε έμπορος, είτε νοικοκυρά, είτε δάσκαλος ή δασκάλα, είτε επιστήμονας, είτε αγρότης ή αγρότισσα, είτε δικαστής, είτε πολιτικός, είτε καλλιτέχνης ή συγγραφέας είτε οτιδήποτε άλλο, θα βρεις αγίους που έζησαν στον ίδιο τομέα και παράλληλα ακολούθησαν, σαν φάρο, τη διδασκαλία του Χριστού και αγίασαν – σημειωτέον ότι η χριστιανική πνευματικότητα έχει μία ακόμη ειδοποιό διαφορά από τη μοντέρνα «νεοεποχίτικη» (newage) θρησκευτικότητα: η μοντέρνα θρησκευτικότητα, όπως κάθε τι άλλο στο σύγχρονο κόσμο, είναι ατομική, ενώ η χριστιανική πνευματικότητα είναι συλλογική και κοινωνική, γι’ αυτό οι χριστιανοί εκφράζονται μέσω της Εκκλησίας, που αποτελεί τη συλλογική τους έκφραση, τη συνάντησή μας με το συνάνθρωπο, τη συγχώρησή μας με όλους και κατόπιν τη συνάντηση όλων μας, μαζί, ως ενός σώματος, με το Θεό διά του Χριστού (διά του Χριστού, επειδή ο Χριστός δεν είναι μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος). Είναι απίστευτο πόση σοφία υπάρχει σ’ αυτόν τον πνευματικό πολιτισμό, που είναι ένας πολιτισμός σχέσεων, και απίστευτα τραγικό το πόσο τον έχει παρανοήσει και αγνοεί το πραγματικό περιεχόμενό του ο βασανισμένος (ή μήπως όχι;) σύγχρονος άνθρωπος. Σ’ αυτό φυσικά φέρουμε ευθύνη οι ίδιοι οι χριστιανοί, αλλά και ο καθένας, που, αν και πάντοτε υπάρχουν γύρω του αληθινοί χριστιανοί, κλείνει τα μάτια του ή τα στρέφει αλλού, συχνά μάλιστα με υπεροψία και προκατάληψη.

***

Για να κλείσουμε, ακόμη κι αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις που απαρίθμησα παραπάνω δεν είναι για όλους. Είναι όντως άνθρωποι που ονειρεύτηκαν σπουδαία πράγματα, τα κυνήγησαν, θυσίασαν τα πάντα γι’ αυτά και τα πέτυχαν – πέτυχαν το σπουδαιότερο, όχι μόνο να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, αλλά να γίνουν αθάνατοι, ολόφωτοι, κατά χάριν θεοί, χωρίς να πάψουν να παραμένουν άνθρωποι. Επιτρέψτε μου να υποστηρίξω ότι δεν οδηγεί «κάθε δρόμος» ή «κάθε θρησκεία» σε αυτό το αποτέλεσμα· το ότι δηλαδή ένας άνθρωπος που κατέστρεψε τον εαυτό του μπορεί να ήταν καλός ποιητής ή μουσικός και απέκτησε οπαδούς μετά θάνατον, ή ότι κάποιος διαλογιζόταν με ένα συναίσθημα ειρήνης και καλοσύνης, επικαλούμενος όμως ειδωλολατρικές θεότητες αμφίβολης ταυτότητας, δεν είναι κατά κανένα τρόπο παρόμοιο με τη ζωή, την αναζήτηση, την αγωνία, τον αγώνα και τελικά τη νίκη ενός χριστιανού αγίου. Η μελέτη περιπτώσεων από κάθε έναν απ’ αυτούς τους χώρους νομίζω ότι θα σας βοηθήσει να αντιληφθείτε τι εννοώ. Όμως το θέμα μας εδώ δεν είναι αυτό, αλλά το «απλό όνειρο», με το οποίο ξεκινήσαμε.

Αυτό είναι το απλό όνειρο, το κατάλληλο για εμάς, δηλαδή για μένα και τους περισσότερους συνανθρώπους μου: ένα βιοποριστικό επάγγελμα (που θα προσφέρει και στο συνάνθρωπο – όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε κάθε επάγγελμα, εξάλλου «επάγγελμα» κυριολεκτικά στην ελληνική γλώσσα σημαίνει υπόσχεση) και η δημιουργία μιας οικογένειας δεμένης, με αγάπη και αλληλοσεβασμό και, ει δυνατόν, με ήλιο και φεγγάρι της το Χριστό. Αυτό το απλό όνειρο είναι πιο πολύτιμο από την ευχή του συρμού «μόνο υγεία» ή «πρώτα η υγεία». Η υγεία είναι κάτι εύθραυστο, που σίγουρα κάποτε θα φθαρεί και θα ξηλωθεί μέχρι θανάτου. Οι δικοί μου άνθρωποι, αν τους έχω κρατήσει δικούς μου, είναι κάτι μόνιμο, που μπορεί να με στηρίξει και να μου δώσει ευτυχία ακόμη κι αν είμαι καθηλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη κι αν πρόκειται σύντομα να πεθάνω. Και ο Χριστός, ως ήλιος και φεγγάρι (η έκφραση από την Αποκάλυψη, κεφ. 21, στίχ. 23), είναι επίσης κάτι μόνιμο, που φωτίζει την καρδιά και τη ζωή μας ακόμη και μέσα στον πόλεμο, στους βομβαρδισμούς, στη φτώχεια, στις συκοφαντίες, στην αρρώστια, στο πένθος, ακόμη και στο θάνατο· οι περιπτώσεις αγίων που έζησαν όλες αυτές τις καταστάσεις το αποδεικνύουν.

Αν μεγαλώσεις παιδιά που θα είναι καλοί άνθρωποι έχεις ήδη αλλάξει τον κόσμο. Αν γνωρίσεις καλά τον τόπο σου, αλλά και αν αγαπήσεις, γνωρίσεις καλά και κατανοήσεις τους γονείς σου, το ταίρι σου και τα παιδιά σου, έχεις ήδη γνωρίσει τον κόσμο. Δε χρειάζεται να κάνεις μεγάλα και μακρινά ταξίδια. Για την ακρίβεια, δεν είναι πραγματική ανάγκη να πας πουθενά· τις περισσότερες φορές, όλα όσα χρειάζεσαι είναι στον τόπο σου. Το λέει αυτό ακόμη και ο Πάουλο Κοέλιο στον πολυδιαφημισμένο Αλχημιστή – ίσως αυτόν να τον ακούσεις. Αν είσαι πραγματικά καλός σε κάτι, που σημαίνει ότι θα το αγαπάς κιόλας (αν είσαι δηλαδή «ταλαντούχος» ή «χαρισματούχος» – και οι δυο αυτές λέξεις σημαίνουν ότι οι ικανότητές μας δεν πηγάζουν εγωκεντρικά απ’ τον εαυτό μας, αλλά είναι «τάλαντα» χαρισμένα από το Θεό, ο όρος από την «παραβολή των ταλάντων» (νομισμάτων), που διηγείται ο Χριστός στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφάλαιο 25), εξάσκησέ το, κυνήγησέ το, όχι οπωσδήποτε κάνοντάς το επάγγελμα (αν μπορείς, δόξα τω Θεώ), πρόσφερε σε όλους μέσω αυτού και σίγουρα θα έχεις την ανταμοιβή σου, κυρίως ηθική, δηλαδή ψυχική ανταμοιβή. Όμως, αν μου επιτρέπεις να σου πω κάτι, μην ξεχνάς το απλό όνειρο, που είναι ο συντομότερος δρόμος για μια ευτυχισμένη (όχι εύκολη) ζωή: το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μας είναι οι άνθρωποι και οι σημαντικότεροι άνθρωποι στη ζωή μας είναι οι δικοί μας άνθρωποι· και δικοί μας άνθρωποι είναι και οι φίλοι και οι συνεργάτες μας και οι γείτονές μας, αλλά κατ’ εξοχήν η οικογένειά μας – και οικογένειά μας δεν είναι μόνο τα παιδιά μας, αλλά και ο σύζυγος ή η σύζυγός μας, και οι γονείς και οι συγγενείς μας. Και ο μεγαλύτερος θησαυρός κάθε οικογένειας, και της δικής μας, είναι ο Χριστός. Όπως λέει κι ένας ύμνος που ψάλλουμε στην εκκλησία: «Αυτός εστίν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου».