Οι πολλαπλές κρίσεις που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική δραστηριότητα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις μετασχηματίζουν σημαντικά παγιωμένα επιχειρηματικά σχήματα και κλάδους. Σε επίπεδο ελληνικής οικονομίας, οι «πολλαπλές» αυτές κρίσεις επιταχύνουν σημαντικές αλλαγές που επιδρούν στη λειτουργία κλάδων και επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, οι κρίσεις αυτές ανέδειξαν τη σημασία του τουρισμού ως μιας κεντρικής σημασίας δραστηριότητα για την ελληνική οικονομία.
Η «διαφυγή από τα Μνημόνια» στηρίχθηκε πρώτιστα στον κλάδο του τουρισμού, ο οποίος μάλιστα πρόσφερε εισπράξεις της τάξης των 18.2 δισ. ευρώ για το 2019 ενώ η συρρίκνωση των εισπράξεων, κατά 76.2% το 2020 λόγω του COVID-19, είχε ως γνωστόν σημαντικές επιπτώσεις, τόσο στην επιχειρηματικότητα όσο και στους εργαζόμενους. Μάλιστα, οι νησιωτικές περιοχές (όπως η Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο κ.λπ.) αντιμετώπισαν ακόμα βαθύτερες επιπτώσεις από την σημαντική μείωση των τουριστικών εισπράξεων. Η κατάρρευση των τουριστικών εσόδων κατά την περίοδο της πανδημίας κατέδειξε σε όλους την θεμελιώδη θέση του τουρισμού, αλλά και τις συνέπειες της κρίσης του σε άλλους κλάδους όπως οι μεταφορές, η εστίαση και το εμπόριο. Ειδικότερα στις τουριστικές περιοχές, όπως έδειξαν και οι έρευνες του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, η διαρροή των εισπράξεων είχε ιδιαίτερα αρνητικό αποτύπωμα στις επιχειρήσεις του εμπορίου.
Η παρούσα επανάκαμψη του τουρισμού μετά από την πανδημία, επέφερε αντίστοιχη αναζωογόνηση των εμπορικών αγορών και των εμπορικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων κατά 40% τους θερινούς μήνες του 2022 σε σύγκριση με το 2021 αναδεικνύει τις δυνητικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις του τουρισμού σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα για την Κρήτη, σύμφωνα με τα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις για το πρώτο 9μηνο του 2022 καταγράφουν σημαντική μεγέθυνση (της τάξης του 81.5%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Εδώ θεωρώ ότι αξίζει, παρουσιάζοντας μάλιστα εξαιρετικό ενδιαφέρον, το να δούμε τις επιμέρους διαστάσεις της ζήτησης από τη σκοπιά των επισκεπτών, πίσω από τα συνολικά τουριστικά μεγέθη:
Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα που πραγματοποίησε το Επιμελητήριο Ρεθύμνου και ο Εμπορικός Σύλλογος Ρεθύμνου, με την επιστημονική υποστήριξη του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, ήταν ένα εγχείρημα που πραγματικά ανάδειξε τις βασικότερες αντιλήψεις των ξένων επισκεπτών για την εμπορική αγορά του Ρεθύμνου. Μάλιστα, μερικά από τα ευρήματα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και μπορούν να αποτελέσουν πεδίο σημαντικών παρεμβάσεων για την αναβάθμιση της τοπικής αγοράς. Καταρχάς, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η επιλογή του καταλύματος από την πλευρά των επισκεπτών παρουσιάζει μια ποικιλομορφία καθώς το 40% επιλέγει κάποιο ξενοδοχείο, το 38% επιλέγει διαμέρισμα βραχυχρόνιας μίσθωσης ενώ ένας στους πέντε επιλέγει ενοικιαζόμενα δωμάτια. Προφανώς, η ποικιλομορφία αυτή σχετίζεται με την εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου στην οργάνωση των διακοπών των επισκεπτών.
Οι επισκέπτες μας αξιολογούν ιδιαίτερα θετικά την αγορά της πόλης, με την εικόνα των εμπορικών καταστημάτων και το ωράριο λειτουργίας να είναι τα πιο δυνατά της σημεία. Το πλέον δυναμικό προϊόν είναι τα souvenirs (64%) και ακολουθούν τα τοπικά παραδοσιακά τρόφιμα (58%). Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει τη σημασία της επένδυσης στην διαφοροποίηση των τουριστικών προϊόντων αλλά και το πόσο σημαντική είναι η ισχυρή σύνδεση του τουρισμού και του εμπορίου με τον κλάδο της αγροδιατροφής. Από την άλλη πλευρά, χαμηλότερη δυναμική παρουσιάζουν τα είδη ένδυσης (33%) και τα κοσμήματα (32%) τα οποία θα πρέπει να συνδεθούν με τα διαφοροποιημένα καταναλωτικά πρότυπα των ξένων επισκεπτών. Η σημασία της διαφοροποίησης, ειδικά για τα souvenirs, αποτυπώνεται στο στοιχείο ότι οι ξένοι επισκέπτες δηλώνουν κατά 30% (περίπου) απόλυτα ικανοποιημένοι από την ποικιλία, την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων των καταστημάτων που εμπορεύονται παραδοσιακά τρόφιμα, όταν το ίδιο ποσοστό για τα καταστήματα που εμπορεύονται souvenirs είναι 11%. Τέλος, ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι ότι το 65% των ξένων επισκεπτών δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό/πάρα πολύ πιθανό να αγοράσει από τη χώρα του κάποιο ελληνικό προϊόν που του άρεσε. Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της διασύνδεσης των τουριστικών εμπορικών επιχειρήσεων με καταναλωτές του εξωτερικού.
Οι παραπάνω προκλήσεις, που ίσως ξεπερνούν το μέγεθος της μικρής εμπορικής επιχείρησης, αναδεικνύουν περισσότερο από ποτέ τη σημασία των συνεργειών μεταξύ των επιχειρήσεων αλλά και τη διαμόρφωση των κατάλληλων πολιτικών για την υποστήριξη των διασυνδέσεων του κλάδου του εμπορίου με τον τουρισμό, αλλά και με τον πρωτογενή τομέα. Η διασύνδεση αυτή θα δώσει τη δυνατότητα στις εμπορικές επιχειρήσεις τόσο του Ρεθύμνου, όσο και της Κρήτης, να επενδύσουν στο πλεονέκτημα της διαφοροποίησης, κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι απολύτως απαραίτητο για έναν κορυφαίο τουριστικό προορισμό.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέδειξε και η θεσμική συμμετοχή στην εκδήλωση παρουσίασης της έρευνας στο Επιμελητήριο, ο καιρός είναι πλέον ώριμος για έναν ουσιαστικό διάλογο σχετικά με τον τουρισμό: τι είδους τουρισμό θέλουμε – και (φυσικά) τι υπηρεσίες και προϊόντα μπορούμε να παρέχουμε για να τον προσελκύσουμε.