ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΡΕΘΥΜΝΟ

Καταπέλτης η εισαγγελέας για τον 61χρονο: «Η γυναίκα δούλα που αν θελήσει να φύγει, έχει δικαίωμα να τη σκοτώσει»

Καταπέλτης για την ενοχή του 61χρονου συζύγου ήταν στην αγόρευσή της η εισαγγελέας της έδρας στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων όπου η δίκη για τη δολοφονία της 56χρονης μητέρας τεσσάρων παιδιών, εισέρχεται σε φάση ολοκλήρωσης.

«Τα όσα είπε ήταν απόλυτα διαφωτιστικά του συμβάντος και του χαρακτήρα του. Δεν έχει κάνει την αυτοκριτική του, δεν έχει μετανιώσει. Μας περιγράφει μια γυναίκα καταπιεστική και ζηλιάρα. Περιέγραψε όσα ο ίδιος είναι» σημείωσε κάνοντας λόγο για μια περίπτωση πολύ ξεκάθαρη.

Στις 31-7-2022 ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής της επί 42 χρόνια συζύγου του. Στέρησε τη ζωή της επειδή ήθελε να ζήσει μακριά του, όπως είχε κάθε δικαίωμα» είπε χαρακτηριστικά, εκτιμώντας πως «σ’ αυτή τη γυναικοκτονια αποτυπώνεται όλη η ουσία της πατριαρχίας. Ότι η γυναίκα είναι δούλα του και αν αποπειράται να φύγει έχει δικαίωμα να τη σκοτώσει».

Όσο για το μοιραίο συμβάν, εκτίμησε πως δεν υπήρχε κανένας βρασμός ψυχικής ορμής: «Στο συμβάν ήταν κατακλεισμένος από θυμό και οργή, συναισθήματα που προϋπήρχαν. Πήγε και πήρε το μαχαίρι και επανήλθε στο χώρο της κουζίνας. Η Γεωργία κοιτούσε προς τον τοίχο. Την αιφνιδίασε» εκτιμώντας πως η επίθεση ήταν πισώπλατη και δεν άφησε στην 56χρονη κανένα περιθώριο αντίδρασης και διαφυγής…

«Δεν υπήρξε πάλη, έπεσε νεκρή στο σημείο που έκανε δουλειές» είπε προσθέτοντας πως ειδικά το τελευταίο χτύπημα που έφτασε στον πνεύμονα, δείχνει ότι είχε απόλυτη συνείδηση.

«Ήταν η ώρα η κακή»

Νωρίτερα το πρωί, ο 61χρονος ξεκίνησε την απολογία του λέγοντας: «Ζητώ συγνώμη από το δικαστήριο, τα κοπέλια μου και τα αδέλφια μου. Θα ήθελα να είμαι στη θέση της κι αυτή στη δικιά μου».

Αναφερόμενος στις σχέσεις του ζευγαριού, τόνισε πως ήταν πολύ αγαπημένοι, από την αρχή της γνωριμίας τους μέχρι την απόκτηση των παιδιών: «Πότε δεν της είπα μαύρα μάτια. Εκείνη με έλεγε ανίκανο. Πότε δεν της είπα να φύγει από το σπίτι» τόνισε. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην περίοδο που η 56χρονη αρρώστησε με κορωνοϊό και χρειάστηκε να νοσηλευτεί: «Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο. Τελικά, την πήγα. Ήταν πολύ άσχημα. Είχε οξυγόνο 65, αν καθυστερούσε θα είχε πεθάνει τόνισε, σημειώνοντας πως η συμπεριφορά του ήταν άψογη.

Αντίθετα, όπως προσέθεσε, η 56χρονη ήταν πολύ νευρική και δεν του είχε εμπιστοσύνη: «Ήταν καιρό νευρικιά κι επιθετική, τη ρωτούσα τι παράπονο έχει και μου είπε πως δεν έχει. Της είπα ότι δεν πάει άλλο έτσι κι αν θέλει ας φύγει να πάει με την αδερφή της και με τις φιλενάδες της» τόνισε και προσέθεσε πως «έλεγε ψέματα στις αδελφές της και τα παιδιά πως της φερόμουν άσχημα κι ότι με το ζόρι είχαμε σεξουαλική σχέση.

«Εγώ τη λάτρευα ότι κι αν μου έλεγε. Δεν είχα τη δύναμη να τη στεναχωρήσω»Για τα γεγονότα της μοιραίας μέρας, είπε:

Γύρισα για να κόψω το τυρί. Κάθισα και μου έφερε ένα τοστ αν κι εγώ ποτέ δεν τρώω τοστ (…) Ύστερα άρχισε να μου λέει διάφορα. Πήρε το τοστ αφού δεν το έτρωγα. Μου είπε ότι κάθε μέρα πάει και με άλλον, όπως η αδερφή μου, αλλά ότι δεν θα τον πάρω ποτέ χαμπάρι. Μου πέταξε ύστερα το πιάτο με το τοστ. Της είπα τι είναι αυτά που κάνεις; Με έπιασε και με λύγισε. Φοβήθηκα γιατί ήταν μια γυναίκα δύο μέτρα. Πήρα το μαχαίρι κι έγινε ότι έγινε. Τα έχασα. Θόλωσε ο νους μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Έχασα τον κόσμο. Δεν αισθανόμουνα τι έκανα. Ήταν κακή ώρα. Κακή στιγμή και με κατάστρεψε.

Οι τελευταίοι μάρτυρες

Χθες, κατά την συνεδρίαση της Δευτέρας, κατέθεσαν οι τελευταίοι μάρτυρες του κατηγορητηρίου που ήταν ένας αστυνομικός ο οποίος βρέθηκε μετά από την ομολογία του δράστη στον τόπο του εγκλήματος, το σπίτι της οικογένειας, η μία από τις αδερφές του θύματος και δύο ψυχίατροι, ο δικαστικός πραγματογνώμονας και ένας που διορίστηκε σε δεύτερη φάση από τη μεριά της υπεράσπισης.

Όπως προέκυψε, ο καθ’ομολογίαν δράστης λάμβανε αγωγή για καταθλιπτική διαταραχή από το 2017. Ο ψυχίατρος που όρισε η ανακρίτρια Ρεθύμνου και είδε τον κατηγορούμενο στα κρατητήρια, τρεις μέρες μετά το συμβάν, εκτίμησε με βεβαιότητα πως την ώρα του φόνου «γνώριζε ότι σκοτώνει άνθρωπο αλλά επέλεξε να το κάνει».

«Υπήρχε πάρα πολύς θυμός, αλλά γνώριζε το άδικο της πράξης (…) του είπε απαξιωτικά λόγια, τον πλήγωσε πάρα πολύ» τόνισε, εξηγώντας πώς αυτά επέδρασαν στο να χάσει τον αυτοέλεγχό του ο 61χρονος, σημειώνοντας πάντως ότι «τη στιγμή εκείνη είχε συνείδηση της πράξης του»

«Και κακό να μου κάνουνε, δε με νοιάζει»

Νωρίτερα, στην κατάθεσή της η αδερφή της 56χρονης έκανε λόγο για ένα περιβάλλον «βίας και καταπίεσης» στο οποίο ζούσε η 56χρονη. «Δεν την άφηνε να μιλάει σε κανένα, δεν την άφηνε να κάνει μπάνιο στη θάλασσα.»

«Όλα τα έχει κάνει η αδερφή μου από τον κόπο της. Δούλευε 42χρόνια. Αυτός ήταν απών. Απών και βίαιος. Τη βίαζε και τη χτυπούσε. Είχε αποφασίσει να φύγει. Αυτός την είχε διώξει την πρώτη φορά. Η κόρη της την πίεζε να γυρίσει σπίτι» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην κατάθεσή της που διήρκεσε πάνω από δύο ώρες.

Όπως είπε, σε συνομιλία τους το Σάββατο, μία μέρα πριν το συμβάν, εκείνη της είχε πει πως ίσως δεν έπρεπε να γυρίσει ενώ εκείνη, επηρεασμένη από την πίεση που της ασκούσε η κόρη της απάντησε: «Και κακό να μου κάνουνε δεν με νοιάζει. Αν μου κάνουνε κακό να με βάλετε με τη μάνα μου»