Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (2ο)
ασλάνι,το: λιοντάρι(τουρκ.), φρ. «δε κάνουνε τ’ ασλάνια μέσα στα κλουβιά πάρα στσι ζούγκλες και εκειά να τα’ αφήνουνε».
αστάρι,το: 1.φόδρα(τουρκ.), φρ. «να πης στη μοδίστρα να βάλη καλό αστάρι στο φόρεμα απού μου φθιάχνει». 2.δεύτερος χορευτής με το μαντίλι που στηρίζεται ο πρώτος που κάνει τα ταλίμια, φρ. «ξάνοιξε μια λεβεντιά απού ναι το αστάρι του χορού».
ατεντέρω: εκπληρώνω την υποχρέωση, φρ. «και δεν μου ατεντάρης να τα σκοδέρνω (εισπράξω) από σένα».
ατζαίπικος-η-ο: περίεργος, εκκεντρικός(τουρκ.), φρ. «πολλά ατζαίπικο είσαι μωρές κοπέλι μου».
ατζελές,ο: ανάγκη, βία, φούρια, βιασύνη(τουρκ.), φρ. «δεν είναι ατζελές να πάης σήμερο στη χώρα να πουσουνίσης, γεμάτος είανι ο μαγατζές μας».
ατζέμπα-αγκέμπα-ατζέμπας-ατζέμπι(η)ς-ατζόμπις: για όνομης, για το όνομα(τουρκ.), φρ. «ατζέπα του Χριστού και τση Παναγίας απού θα πας να τσακωθής με το σύντεκνο μας».
ατζιγγάνα,η: 1.τσιγκουνιά(τουρκ.), φρ. «η ατζιγγάνα τούτουνε τ’ αθρώπου δε λέεται». 2. ακαταστασία, φρ. «που να δής την ατζιγγάνα του σπιθιού του κουμπάρου μας». 3.τσαπατουλιά, φρ. «ίντα ναι μωρές η ατζιγγάνα σ τσι δουλείες παιδί μου». 4.γρουσουζιά, φρ. «μεγάλη ατζιγγάνα θα σου φέρει η γυναίκα που κάλεσες νάρθη στο σπίτι μας».
ατζουρ(ι)ά,η: ξυλαγγουριά(τουρκ.), φρ. «άμε να φυτέψης τούτεσες τσι ατζουριές στο σώχωρο».
ατζούρι,το: ξυλάγγουρο(τουρκ.), φρ. «ίντα τα φερες τόσα ατζούρια δεν κατές πως δε τα τρώει κιανείς».
ατλής-ατιλής-ακλής,ο: ιππέας(τουρκ.), φρ. «ξάνοιξε τούτονε τον ατλή ίντα λεβέντης απού ‘ναι».
ατσίδικο,το: μαγειρείο(τουρκ.), φρ. «άντε, σύντεκνε, να πάμε οθέ το ατσίδικο να φάμε μια μακαρονάδα».
ατσιπαράς,ο: μέρος που εμφανίζονται φαντάσματα(τουρκ.), φρ. «τούτοσες ο τόπος είναι ατσιπαράς και δε σιμώνει άθρωπος».
ατσιπάς-ατσουπάς-ατσαπάς-αρτσιπάς-αρτσαπάς,ο: 1.φάντασμα, πονηρό πνεύμα με ζωώδη μορφή, παράδοξο(τουρκ.), φρ. θωρείς το σπίτι το παλιό εκειά αναμαζώνονται ατσιπάδες μόνο να μη μπης». 2.φούρνος, φρ. «άμε να άψης τον ατσαπά να ψήσωμε κάμποσα ψωμιά».
άφι κάνω: συγχωρώ(τουρκ.), φρ. «επιτέλους κάμε άφι με το γυιό να ηρεμίσουνε τα πράματα στο σπιτικό σας».
άφρητα,η: θυμός(τουρκ.), φρ. «ίντα είανι τούτηνε η άφρητα απού χεις, σε πείραξε κιανείς».
αφρίτης,ο: διάβολος(τουρκ.), φρ. «ποιος αφρίτης σε πιασε παιδί μου και μου φέρνεσαι ετσά άσκημα».
αφρίτης γίνομαι: γίνομαι έξω φρενών(τουρκ.), φρ. «οψάργας στο καφενείο έγινα αφρίτης απού τσι κουβέντες απού άκουσα».