Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (4ο)
εύκαιρος-η-ο: άδειος, φρ. «που πας μπρε το ντενεκέ δε θωρείς απού ‘ναι εύκαιρος».
ευλόγηση,η: τελετή γάμου, φρ. «πότε θα γενή η ευλόγηση των κοπελιώ σας;».
ευλογητικός-η: επίσημα έγγαμος, φρ. «μη τονε ξανοίγεις μωρή και είναι ευλογητικός!».
ήμερος-η-ο: καλλιεργημένος, φρ. «μη δέσεις την αίγα στο ήμερο χωράφι».
θαφτικά,τα: έξοδα κηδείας, φρ. « έχω κουμπάρε τα θαφτικά μου στο γύρο και δεν έχω την ανάγκη κιανενούς».
ίσια: δίκαια, φρ. «ξανοίξετε να μοιράσετε ίσια το έχη του μπάρμπα σας και μην αρπαχτείτε».
καβαλαρέα,η: 1.καβαλάρισσα, φρ’ ποια είανι η όμορφη καβαλαρέα απού περνά απάνω στη φοράδα». 2.φέουδο, φρ. «τούτοσες ο τόπος ήτονε καβαλαρέα του πασά του Κάστρου».
καβαλάρης,ο: φεουδάρχης, φρ. «ετσά απού λαλεί θαρρεί πως είν αι ο καβαλάρης του τόπου ντου».
καβατζάλε,το: μαξιλάρι(ιταλ.), φρ. « θαρρώ πως δε πάνε τα καβατζαλέ με τα σεντόνια».
κάθα: κάθε, φρ. « κάθα μέρα πάμε στο χωράφι και κλαδεύομε τσ’ ελές».
καθαείς,ο: καθένας, φρ. «καθαείς απού ‘ρχεται στο γάμο θαρρώ πω θα κρατή το κατιτίς του».
κακόβιος-α-ο: άθλιος, κακότροπος, γεμάτος κακία, φρ. «ω γέρο κακορίζικε, λωλέ και ξεπεσμένε, κακόβιε, κακοπόδαρε και κακομοιριασμένε».
καλά (τα καλά σου): περιουσία σου, φρ. «και τα καλά σου με Γαλστάδο (κλητήρα)να τα πάρω χωρίς ενάντιο(αδιαμαρτύρητα)».
καλογερίκι,το: καλογερική ζωή, φρ. «σα το καλογερίκι θαρρώ πως είναι κ ζωή σου κουμπάρε, ούλο νηστεία και προσευχή».
καλυτέρισμα,το: βελτίωση, φρ. « δε θωρώ να έη καλυτέρισμα ο σύντεκνος σου κουμπάρα».
καμιζότο,το: πουκάμισο(ιταλ.), φρ. «ξάνοιξε συντέκνισσα ίντα όμορφο καμιζότο φορεί ο φιλιότσο σου».
καργιόλα,η: σεντούκι(ιταλ.), φρ. «άμε μωρή να βγάλης τα ρούχα απού τη καργιόλα να τ’ αερίσης μια ουλιά».
καρέϊνος-η-ο: καρυδένιος, φρ. «ξάνοιξε ίντα όμορφο είναι τούτονε το καρέινο τραπέζι».
καρπέ(εα),η: σοδιά, φρ. « τούτηνε η χρονέ είχενε μεγάλη καρπέ απού τσ’ ελές».
καρποπίθαρο,το: πιθάρι για καρπούς, φρ. « άμε παιδί μου ν’ αδειάσης το σακί με το κριθάρι στο καρποπίθαρο απού ‘χομαι στο μαγατζέ (αποθήκη)».
καντάρω: πλειστηριάζω(ιταλ.), φρ. «α δε μου γαείρει τα δανεικά θα του καντάρω το χωράφι απού έχει».
κάργος,το: βάρος(ιταλ.), φρ. « άμε να δης ίντα κάργος έχει τούτονε το σακί με τη ταή».
καρτακάζα,η: τρίφτης τυριού, φρ. « πιάσε μπρε τη καρτακάζα να τρίψης μια ουλιά τυρί να βάλωμε στα μακαρούνια».