Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (9ο)
ξεκαυκαλώνω: σπάζω κρανίο με λιθοβολισμό, φρ. «ποιός σε ξεκαυκάλωσε μωρέ παιδί κι έεις ετσά χάλια;».
ξτιανός-η: χριστιανός, φρ. «σαφή (μόνο) ξτιανούς έει το χωριό μας».
ομιλητός,ο: επιληψία, φρ. «θαρρώ πως το κοπέλι έχει ομιλητό μόνο ν ατο πας να το δη κιανείς γιατρός στη χώρα».
πάγα,η: πληρωμή, φρ. «τα επίλοιπα να μου τα δώσης σε δύο πάγαις».
πετρόλυχνος,ο: πέτρινος λύχνος, φρ. «ποιος έσαξε τούτονε το πετρόλυχνο να πάρω κι εγώ τον ίδιο».
πετροσόμαρο,το: σαμάρι ειδικό για μεταφορά πετρών, φρ. «βάλε στο μουλάρι το πετροσόμαρο να κουβαλήσης κάμποσες πέτρες να σάξωμε το τοίχο».
πετροτάλιερο,το: πέτρινη σκάφη, φρ. «τούτονε το πετροτάλιερο δε βάνει τη μπουγάδα μου και θέλω πλιά μεγάλο».
πίγερα,τα: γεράματα, φρ. «δε βαστώ τα πίγερα μου συντέκνισσα».
πλατίνα,η-πλατίνι,το: γουρούνα χρονιάρικη, φρ. «καλοθρεμμένη θωρώ τη πλατίνα σου ξάδερφε».
πλεκτή,η: πλεξούδα, φρ. «ξάνοιξε μια όμορφη πλεκτή απού χουνε καμωμένη στη κοπελοπούλα τωνε».
πόλτσα,η-πόρτσιο,το: μερίδα(ιταλ.), φρ. «μικρή πόλτσα πήρες κοπέλι μου απού τη δουλειά; απού καμες με τα ξαδέρφια σου».
πόντος,ο: σημείο(ιταλ.), φρ. « σε τούτουσες τσοι πόντος θα βάλεις τα τζένια τω συνόρω του χωραφιού».
πορπατούμενο,το: ζώο που πορεύεται μόνο του, φρ. «αμόλαρε τα πορπατούμενα να πάνε στο κάμπο να βοσκηθούνε».
πόστα,η: θέση(ιταλ.), φρ. «τούτηνε τη πόστα δε θα τηνε αφήσης μέχρι τη ταχυνή».
πόστο,το: είδος(ιταλ.), φρ. « ίντα πόστο ‘ναι τούτονε το βούι;».
πούμα,το: πώμα, φρ. «βάλε το πούμα στη μποτίλια μη μπει κιανένα μιαρό».
πρατικιά,η: χωράφι που παράγει ένα πρατικό, φρ. «πρατικιά είναι το κομάτι απου θέλω να σου πουλήσω ξάδερφε».
πρατικό,το: ένα τέταρτο του μουζουριού, φρ. «άμε του συντέκνου μας το ένα πρατικό καρπό απού του χρωστούμε».
πρατικός-ια: έμπειρος(ιταλ.), φρ. «πολλά πρατικός είναι ο εργάτης απου σου πέψα μπάρμπα για τσι ελές».