Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (10ο)
μπουρδουνάλε,το: μεγάλο δοκάρι στέγης, φρ. «ξάνοιξε ένα μπουρδουναλέ απου είναι κάτω απού τα κεραμίδια του οντά».
μπουχαγιάρι,το: φανέλα(ιταλ.), φρ. «βάλε μπρε το μπουχάρι σου και κάνει κρυγιώτη απόψε».
ντουρνεράκι,το: φρέσκο κυδώνι(σερβ.), φρ. «τα κορίτσια Σέρβικα τα λένε ντουρνεράκια».
προκαδούρα,η: καρφί για τα παπούτσια, φρ. «τα δόντια του τάκαμε προκαδούρες στα παπούτσια τση».
προμετερίζω: υπόσχομαι(ιταλ.), φρ. «εκείνα που μου επρομετέρισεν δια τον κόπον μου».
πρωίμογκαστρωμένη,η: γκαστρωμένη από πριν, φρ. «θαρρώ συντέκνισσα πως η νύφη είναι πρωίμογκαστρωμένη».
πρώτας-πρώτις: προηγουμένως, φρ. «πρώτας επήγα στο ξαγοράρη και απόκειας μετάλαβα».
πρωτομεριός,ο: βόδι που ημερεύτηκε πρώτο για το ζυγό, φρ. «τούτοσες ο πρωτομεριός μ’ αρέσει και θα τονε πάρω».
ροβανός-η-ο: ασπροψαροκκόκινος(ιταλ.), φρ. «ξάνοιξε τούτονε το ροβανό κουλούκι ίντα όμορφο απού είναι».
σάζω-ομαι: συμφωνώ, φρ. «και δια πληρωμή μου εσάστημεν υπέρπυρα δέκαεπτά».
σανίδι,το: κομμάτι χωραφιου χωρισμένο με αυλάκι από τα διπλανά, φρ. «τόνα σανίδι τόχω φυτεμένο κρομύδια και τ’ άλλο σκόρδα».
σαρανταλείτουργο,το: μνημόνευση σε σαράντα συνεχόμενες λειτουργείες, φρ. «θαρρώ πως θα κάμω σαρανταλείτουργο του αφέντη σου».
σέ(υ)ρνω: απαιτώ, φρ. «και πάντα να σύρνης από, μ’ ένα και τα καλά μου».
σιμός,ο: κοντινός, φρ. «ο πιο σιμός μου είναι ο γείτονας μου και τονε σέβομαι».
σιταρομούζουρο,το: δοχείο χωρητικότητας ενός μουζουριού στάρι, φρ. «φέρε μωρέ παιδί μου το σιταρομούζουρο να μετρήσωμε το στάρι απού λιχνίσαμε».
σκαπεραρέα,η: βραχώδης γη που καλλιεργείται με αξίνα, φρ. « ίντα μασε τη έδωκες τούτηνε τη σκαπεραρέα πεθερέ για μασε ξεθεώνης στη δουλειά».
σκοδέρνω: εισπράτω, φρ. «και δεν μου ατεντάρης (να εκπληρώσεις την υποχρέωση) να τα σκοδέρνω από σένα.
σκορδοκήπι,το: μικρός κήπος για φύτεμα σκόρδων, φρ. «άμε μωρέ παιδί μου στο σκορδοκήπι να βγάλης κάμποσα σκόρδα να μου τα φέρης».
σκουλαδάρικος-η-ο: κατασκευασμένος από λινό καλής ποιότητας, φρ. «σκουλουδάρικος είναι ο σάκος απού φορείς σύντεκνε και τονε ρέγομαι».
σκουλούδι,το: λινό καλής ποιότητας, φρ. «τούτονε το ποκάμισο το σάξανε από σκουλούδι και κάνει πολλούς παράδες».
σμικτός- σμιμένος-η-ο:: γειτονικός, φρ. « το σώχωρο μου είναι σμικτό με του ξαδέρφου σου το χωράφι με τσ’ ελές».