Από τον Ματθαίο Ιωαν. Τσιριμονάκη
Οι πετεινοί λαλούν τον ερχομό της «Mίας των Σαββάτων». Η Αγία Πόλη κοιμάται βαθιά μιας και την προηγούμενη έχει γιορτάσει με κάθε επισημότητα τη γιορτή του Πάσχα, του περάσματος από την σκλαβιά της Αιγύπτου στην ελευθερία μέσω της πορείας για τη γη της επαγγελίας. Υπάρχει και η κόπωση από την μέρα της καταδίκης Εκείνου Του «Πλάνου».
Στους πέτρινους δρόμους αντηχούν μερικά βήματα που ταράζουν την νυχτερινή σιωπή.
Μιά παρέα γυναικών, αμίλητη αλλά συνάμα και άφοβη βαδίζει, κάτω από το φως του φεγγαριού προς τους τάφους.
Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ίωσή, η Ιωάννα και η Σαλώμη την απαρτίζουν. Κρατούν σταμνιά με μύρο. Πάνε, που αλλού; Να μυρώσουν, ποιον άλλο παρά την ΑΓΑΠΗ.
Εκεί είναι θαμμένη αφού πρώτα την καταδίκασαν και την θανάτωσαν άνθρωποι που θεωρούσαν περισσότερο απαραίτητο για τη ζήση τους το μίσος. Είναι ξένη για αυτούς και δύσκολη η παραδοχή πως δεν μυρίζει χώμα.
Μια πέτρα βαριά φράζει το μνήμα της. Η δύναμη του κακού βέβαιη πως δεν θα ξαναζήσει. Να όμως που έρχονται οι «Αδύναμες Γυναίκες» να την αναστήσουν.
Προχωρούν. Δυναμώνουν το βήμα τους σβήνοντας τη σιωπή τη δική τους και της νύχτας.
Στη στροφή του δρόμου βλέπουν στην κορυφή του λόφου, τρεις σταυρούς, σύμβολα του κακουργήματος. Το φεγγάρι ρίχνει τις ακτίνες του και η σκιά τους εμφανίζεται στην απέναντι πλαγιά, πολύ κοντά στις γυναίκες. Ο μεσαίος σταυρός τις συγκλονίζει γιατί στο ξύλο του πάνω ο Αγαπημένος τους Δάσκαλος, που αντιπροσωπεύει τους πόθους και τους στοχασμούς τους, είχε αφήσει τη ζωή του.
Σκουπίζουν τα δακρυσμένα μάτια τους, επιταχύνουν το βήμα τους, ροδίζει η ανατολή και θέλουν να φτάσουν στο μνήμα πρίν βγει ο ήλιος.
Πλησιάζουν. Από το νου τους περνούν σκέψεις. «Ποιος θα μετακινήσει τη μεγάλη πέτρα;». Τα αδύνατα χέρια τους δεν μπορούν να σπρώξουν τέτοιο βάρος. «Η φρουρά θα τις αφήσει ατιμώρητες για την αγάπη τους σε ότι εκείνοι μισούν;».
Εμπόδια που σταματούν κάθε άνθρωπο από αυτούς που μετρούν τη ζωή τους με το σταγονόμετρο της λογικής και του συμφέροντος.
Η καρδιά, όμως, έχει τα δικαιώματα της. Οδηγεί τον άνθρωπο να κάνει τα μεγαλύτερα φτερουγίσματα του, στις στιγμές των μεγάλων αισθημάτων. Δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη του πόθου κυρίως όταν αυτός πηγάζει από τη καθαρότερη γωνιά της ψυχής μας.
Ο δρόμος σε αυτές τις γυναίκες που οδηγεί στην Ανάσταση της ΑΓΑΠΗΣ δεν μπορεί να κοπεί. Τον βαδίζουν με όπλο την δικιά τους τέλεια αγάπη για την οποία δεν υπάρχει μήτε ο φόβος μήτε και το αδύνατο.
Προχωρούν. Φτάνουν στο μνήμα. Μαθαίνουν πρώτες το Μεγάλο Θαύμα. Γυρίζουν να το κοινωνήσουν με αυτούς που έχουν μείνει πίσω φοβισμένοι και δειλοί, ίσως από φρονιμάδα και σκέψη, Μαθητές της ΑΓΑΠΗΣ και μαζί με αυτούς να μάθουμε και εμείς την ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ.
Ευλογημένες Γυναίκες που γράψατε με τα αισθήματα Σας τις φωτεινότερες σελίδες του Χριστιανισμού. Μας αποδείξατε τα ξημερώματα εκείνα πως η θέρμη της καρδιάς σας κύλησε τη πέτρα και παραμέρισε το φόβο, εμπόδια και τα δύο της απιστίας.
Σήμερα πρέπει να αναστήσουμε την ΑΓΑΠΗ μέσα στις καρδιές μας παραμερίζοντας τη βαριά πέτρα του εγωϊσμού που φωλιάζει μέσα στα στήθη μας, έτσι ώστε να φανερωθεί η ομορφιά των ωραίων συναισθημάτων μας.
Η ΑΓΑΠΗ δεν θα χαθεί ποτέ, αν και πολλοί τη θάβουν. Πάντα θα βρίσκονται οι ελάχιστοι ήρωες που θα την Ανασταίνουν παραμερίζοντας την πέτρα της πείνας των φτωχών, της αδυναμίας των ξένων, του πόνου των ασθενών, των αλυσίδων των φυλακισμένων.