Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (22ο)
ελίφι,το: φυτικό σφουγγάρι από το φυτό ελιφιά(τουρκ.), φρ. «άμε να σου δώσει η συντέκνισα τα ελίφια απου μασε έσαξε».
ελιφιά,το: φυτό από τον κορμό του φτιάχνετε σφουγγάρι(τουρκ.), φρ. «ξάνοιξε, ο τόπος είναι γεμάτος ελιφιές και θα σάξωμε πολλά σφουγγάρια».
ένα γκερεμέ-κερεμέ: 1.αφθονα(τουρκ.), φρ. «ένα γκερεμέ φασολάκια μαζώξαμε από το σώχωρο μας». 2.αδιάκοπα, φρ. «ξάνοιξε τούτεσας τσι γυναίκες ένα γκερεμέ κουβεδιάζουνε».
εντρελέζα,η: φασαρία(τουρκ.), καυγάς, φρ. «άμε να ποτίσης το περβόλι να μην έουμε εντρελέζες».
έρειγκος-έρεικας-ρείκος,ο: ρείκι, φρ. «να μυριστώ φασκομηλές, ερείγους και θυμάρια».
εσκιάς,ο: αντάρτης(τουρκ.), ληστής, φρ. «απ’ ούλος ο Αποκόρωνας δεν είχε τέτοιους εσκιάδες».
έσχι,το: χατίρι(τουρκ.), φρ. «εγώ μπρε για το έσχι σου πέφτω και στη θάλασσα, μα νάναι ανάβαθα».
ετζέλι-ιντζέλι-ιτζέλι-ιτζίλι,το: πεπρωμένο(τουρκ.), φρ. «ήτονε ετζέλι ντου ν’ αποθάνη μικιός».
ευληγιάς-ευλιάς,ο: άγιος(τουρκ.), τάφος αγίου, φρ. «πήγαινε ο αγάς να προσκηνύση τον εβλιγιά απού όνε όξω απο το κάστρο σα μισή ώρα δρόμο».
εχεής-εσεκσής-σιεκσής,ο: 1.γαϊδουρολάτης(τουρκ.), φρ. «άμε να βρης τον εχεή να πάη τσοι γαϊδάρους απού φόρτωσα στο πατητήρι τα ξεφορτώσουνε τα σταφύλια». 2.πωλητής γαϊδουριών, φρ. « ήβρες τον εχεή να πουλήση το πουλάρι μας». 3.πρόστυχος, φρ. «ετσά εσεκσή θέλεις να τονε κάμεις γαμπρό σου ξάδερφε;».
εχλιριζλίκι,το: τιμιότητα, φρ. «ολά τα λησμονήξανε οι γενίτσαροι, δεν είχανε νιζάμι (τάξη), όλα τα ιταϊτια (υπακοή) τους και τα εχλιριζλίκια τους».
ζάβαλε: δυστυχώς(τουρκ.), φρ. «ζουν οι γονέοι σου; Όσκε».
ζαερές,ο: σοδιά, φρ. «όλα-τα χωράφια- με πλούσιο ζαερέ, μα ο ραγιάς στη φτώχια».
ζαέρι-ζάρι: τάχα(τουρκ.), δήθεν, άραγε, συνήθως φρ. «το κοπέλι ζάρι κι έρχεται απού το σκολειό ογλήγορα, εδά αργεί και ήβαλε με σε έγνοια».
ζάκα,η: βία(τουρκ.), ορμή, φρ. «Κατέβαινα με ζάκα και κουτούλησα στον τοίχο».
ζαμπαράς,ο: γυναικάς(τουρκ.), μουρντάρης, φρ. «τούτονε το ζαμπαρά ξανοίγεις να κάμης γαμπρό σου;».
ζαμπιτεύω: φρουρώ(τουρκ.), επιβλέπω, αστυνομεύω, φρ. «άμε μωρέ στα ωζά να τα ζαμπιτεύης απόψε μήμπα και μας τα κλέψουνε».
ζαναέτης-ισσα: συμφεροντολόγος(τουρκ.), φιλάργυρος, φρ. «πολλά ζαναέτης είσαι μωρέ ξάδερφε τ’ αγγέλου σου δε δίνης νερό»
ζαναέτι,το: 1.τέχνη(αραβ.), επάγγελμα, φρ. «ίντα ζαναέτι κάνει ο γυιός σου κουμπάρε εδά απού ξεσκόλισε». 2.επιθυμία, φρ. «πε μου ίντα ‘ναι το ζαναέτι σου κι ίντα μπορώ να σου κάμω».
ζάρα,η: είδος κουκουβάγιας(τουρκ.), φρ. «ζάρα θα γενώ να κλαίω τσοι εννιά αδερφούς και τη καημένη μάνα».