ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (23)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (23ο)

ζαράρι, το: ζημιά(τουρκ.), βλάβη, κακό, φρ. «άλλο ζαράρι μωρέ κοπέλια μη σα σε βρει».

ζάφτι κάνω: υποτάσσω(τουρκ.), ελέγχω, δαμάζω, φρ. «ο δάσκαλος δε κάνει ζάφτι τα δασκαλάκια και του πήρανε τον αέρα».

ζήλι καντήλι: τύφλα στο μεθύσι(τουρκ.), φρ. «οψάργας ο άντρας μου γιάγειρε απού το καβέ ζήλι καντήλι».

ζιηνέτι,το: στολίδι(τουρκ.), φρ. «απόθανε η γενιτσαριά μ’ ούλο τζη το ζιηνέτι».

 ζουρπώνω-ζουρμπωνω: μαζεύομαι(τουρκ.), κρύβομαι φρ. «ζούρπωσε σα το χοχλιό όντε είδενε τ’ ασκέρι να σιμώνη».

ιβάλι,το: κατόρθωμα(τουρκ.), φρ. «ήκουσες μπρε γυναίκα τα ιβάλια του κανακάρη μας».

ιζίνι,το: άδεια(τουρκ.), φρ. «και τη καρδιά μου σκλάβωσε δίχως ιζίνι».

ικί μπιρί: ασσόδυο(τουρκ.), φρ. «σαφή ικί μπιρί φέρνω στα ζάρια».

ιλάνε,το: προκήρυξη(τουρκ.), φρ. «πως έσβησε ούλη η φωθιά με ένα σου ιλάνε, πως ούλοι προσκυνήσανε και έλεος ζητάνε».

ισλάμης,o: μουσουλμάνος(τουρκ.), φρ. «και βγάνεις το χρισθιανό και βάνεις τον ισλάμη».

ιστέ: κοίταξε(τουρκ.), φρ. «ιστέ δουλειές απού μου τσι σκάρωσε ο αχαΐρευτος».

ιταϊτι,το: υπακοή(τουρκ.), φρ. «ολά τα λησμονήξανε οι γενίτσαροι, δεν είχανε νιζάμι (τάξη), όλα τα ιταϊτια τους και τα εχλιριζλίκια (τιμιότητα) τους».

ιτιάρης,ο: γέροντας(τουρκ.), φρ. «που ‘ναι οι γ-ιχτιάρηδες, που ‘ναι κι οι γνωστικού σας;».

ιχιαλά: θεού θέλοντος(τουρκ.), φρ. «φαίνεται πως θά χωμε βροχή σήμερα ιχιαλά».

καβούρι,το: καμπούρα(τουρκ.), φρ. «ένα γ-καβούρι γίνηκε η ράχη ντου απού τσι δουλειές».

καβάφης,ο: μεταπωλητής(τουρκ.), φρ. «εδά-εδά θα περάσει ο καβάφης και νάχεις τον εμεντέ (νου) σου να πάρης παπούτσια τω κοπελιώ».

καζάδιο-καζάδι-καζάντιο-καζάντι-καζάντισμα,το: κέρδος(τουρκ.), φρ. «Ε το παντέρμο το καζάδιο που μου δωκες».

καζάνα-καζανάρα,η: πεισματάρικο κεφάλι(τουρκ.), φρ. «τούτοσες είναι ότι κόψει η καζάνα ντου».

καζαντζής,ο: κατασκευαστής καζανιών(τουρκ.), φρ. «όποιος δε θέλει χτύπους στου καζαντζή το μαγαζί δε πάει».

καζάς,ο: 1.δυσάρεστο γεγονός(τουρκ.), ατύχημα, μπελάς εμπόδιο, φρ. «με ήβρε ένας καζάς απού δε περιγράφεται». 2.κουραστικός-ενοχλητικός άνθρωπος, φρ. «ήρθε οψάργας ο κουμπάρος μου στο σπίτι μα είναι μεγάλος καζάς. 3.πεπρωμένο, μοίρα, τυχαίο ατύχημα, φρ. «ανε αντέχεις φτάνεις τον καζά, κι άνε σταθείς σε φτάνει».

καζίκι,το: 1.πάσαλος(τουρκ.), φρ. «άμε να βάλης τούτονε το καζίκι να δέσης το γάιδαρο μας στο σώχωρο». 2.απάτη, δόλος, φρ. «μου βάλε ένα καζίκι ο ορτάκης μου απού δε θα το βγάλω σ’ ούλη μου τη ζήση». 3.δυσκολιά, φρ. «πέρασα πολλά καζίκια στη ζήση μου με το κουνιάδο μου». 4.πέος, φρ. ξάνοιγε κοπέλι μου που θα βάνης το καζίκι σου».