Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (24ο)
καζικιά,η: εξαπάτηση(τουρκ.), αισχροκέρδεια, φρ. «ήκατσε ντου τηνε τη καζικιά».
καζικώνω: 1.δένω σε πάσσαλο ένα ζώο(τουρκ.), φρ. «άμε να καζικώσης την αελέ στο σώχωρο». 2.εξαπατώ, ξεγελώ, φρ. «με καζίκωσε καλά ο ξάδερφος μου στη δουλειά απού αναλάβαμε. 3. ανασκολοπίζω, φρ. «δε κατέχω πόσους επαναστάτες καζικώσανε οι Ρωμαίοι».
κάθια-κάτια: 1.φορές(τουρκ.), φρ. « αν μ’ αγαπάς, θα σ’ αγαπώ τέσσερα κάθια πάνω». 2.αριθμός κλωστών που στρίβονται μαζί, φρ. «πολλά χοντρό είναι το μετάξι σου και να κλώσεις μόνο δύο κάθια. 3.τα μέρη που μοιράζεται η κληρονομιά, φρ. «ήκαμε το έχη ντου οχτώ κάθια κι ηπήρε καθαείς απολίγου».
καλέ καπισί,το: πόρτα του κάστρου(τουρκ.), φρ. «δε θωρούμουν την ώρα να ξεπορτίσω από το καλέ καπισί για να πάω στο χωριό μου».
καλεμπέντης-καλεμπέτης,ο: εξόριστος(τουρκ.), φρ. «ο γιός του συντέκνου είναι καλεμπέτης και δε γατέω που τονε ΄χουνε παομένο».
καλής σόης: καλής ποικιλίας-ράτσας, φρ. «μια καλής σόης κοπελιά που βγαίνει και γεννήτρα».
καμπί,το: είδος γαρδένιας(τουρκ.), φρ. «μπι καρεφύλλι, μπι καμπί, μπι τζερτζεφύλλι βιόλα, ώστε να ζω θα σ’ αγαπώ κιάς μη σε πάρω κιόλας».
καντζίκης-σκαντζίκης-κατσίκης,ο: 1.αυτός που δεν κρατά το λόγο του(τουρκ.), φρ. «μη κάνεις τούτονε τον άθρωπο παρέα και είανι καντζίκης» 2.άπιστος, προδότης, φρ. «κατές ποιος είναι ο σκαντζίκης απού ‘χετε στο τόπο σας;». 3.πειραχτήρι, φρ. «γιάε το κοπέλι σου καντζίκης θα καταντήσει».
καντηλιέρης,ο: λυχνοστάτης, φρ. «βάζανε το λύχνος στο καντηλιέρη εκειά απού τονε βολικά».
καούκα-καβούκα,η: 1.πρόχειρο κάλυμμα κεφαλής(τουρκ.), φρ. «πάρε τη καούκα να τηνε βάλης στη κεφαλή σου να μη σε κάψη ο ήλιος». 2.κεφαλή(ειρωνικά) φρ. «ίντα ‘ναι τούτηνα η καούκα απού χεις και δεν ακούεις ίντα σου λέω».
καούνης,ο: 1. κιτρινιάρης, καχεχτικός(τουρκ.), φρ. «καούνης θαρρώ πως είναι ο γαμπρός απού προξενεύγεις στη θυγατέρα σου». 2.φαλακρός, φρ. «γέρασα μπρε γυναίκα και κατάντησα καούνης». 3. αιγοπρόβατα χωρίς κέρατά, φρ. «τούτονε το καούνικο ρίφι θέλω να μου δώσης».
καούνι,το: 1.πεπόνι(τουρκ.), φρ. «άμε παιδί μου στο μποστάνι να κόψης κιανένα καούνι να το φάμε». 2.υπερωριμο φρούτο. φρ. «ξάνοιξε απού γέμισε καούνια η συκιά μας».
καουνιά,η: πεπονιά(τουρκ.), φρ. «επήγαμε στο σώχωρο και φυτέψαμε κάμποσες καουνιές».
καπατουμά,η: 1.ερωμένη(τουρκ.), φρ. «θωρείς τηνε τούτηνε είναι η καπατουμά του αγά». 2.αστεφάνωτη σύζυγος, φρ. καπατουμά μωρέ την έεις τη γυναίκα σου».
καραμπουτζές,ο: 1.σταφίδα τελευταίας διαλογής(τουρκ.), φρ. «η σταφίδα σου σύντεκνε είναι σαφή καραμπουτζές». 2.ανήθικος, φρ. «τούτονε το καραμπουτζέ μωρέ ξανοίγεις να κάνης γαμπρό».
καρά σεβντάς,ο: δυνατός ανεκπλήρωτος έρωτας(τουρκ.), φρ. «τούτοσες ο καρά σεβντάς θα σε βάλη κάτω ξάδερφε μόνο έχε το νού σου».
κασάμι,το: απογραφή περιουσίας θανόντος(τουρκ.), φρ. «ήκαμα τη πράξη του μακαρίτη απου φανερώνει το κασάμι και φανερώνει το ακίνητο του πράμα».