Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (27ο)
πανιστής,ο: 1. εργαλείο-μακρύ ξύλο, με πανιά στην άκρη, φρ. «πιάσε το πανιστή να καθαρίσης το φούρνο να βάλωμε το ψωμί». 2.πέος, φρ. «ίντα βροντά το πανιστή του ο Μανούσος, μεγάλωσε μπλιό».
πανωκαύκαλο,το: πάνω μέρος του παξιμαδιού (ντάκου), φρ. θα ‘ναι το πανωκαύκαλο πιο τραγανό λιγάκι».
παραντάνα,η: λινάτσα ποτισμένη με λάσπη, ασπρόχωμα και ασβεστωμένη βαλμένη μπροστά στο τζάκι για να εμποδίζεται ο καμπνός να μπαίνει στο δωμάτειο, φρ. ευτυχώς που έσαξες τη παραντάνα και θα γέμιζε καπνό ο τόπος».
παραχέρι,το: βοηθός του βοσκού, φρ. «πήγε το κοπέλι μας παραχέρι στο κουράδι του συντέκνου μου».
πέζα,η: πεζούλα, φρ. «σκουράφια (τόποι με αιχμηρές πέτρες γύρω στα βουνά), γκρεμνοί με άγριες πέζες».
πλουμίζω: στολίζω, φρ. «αμμουδερές ακρογιαλιές, που τις πλουμίζει η φύση».
πλυτό,το: ποικιλία σταφυλιού, φρ. «στ’ αμπέλια μέσα εγώ θα μπω, σταφύλια για να κόψω, χακίκι, ροζακί, πλυτό, μοσχάτο, κοτσυφάλι».
ποπανοθιώ: αποπάνω, φρ. «χωράφια όμορφα θωρώ ποπανοθιώ λιγάκι».
προβατσουλιά,η: κόπρανα αιγοπροβάτων, φρ. «άμε να μαζώξης κάμποσες προβατσουλιές να βάλωμε στο περβόλι μας».
πρόβγαρμα,το: ξέ(α)γναντο, φρ. «στο πρόβγαρμα, σαν κουραστώ, θα κάτσω ν’ ανασάνω».
ραγμπέτι κάνω: σέβομαι(τουρκ.), φρ. «που ‘ν’ οι κεμπίρ χαΐρηδες (αγαθοεργοί) απού χανε ντοβλέτι, που η μεγάλη η τουρκιά ήκαμε ραγμπέτι.
ρέμπομαι: καταπατώ, νέμομαι, φρ. «Μεμέτακας τα ρέμπεται-τα χωράφια-, ραγιάδες τα δουλεύουν».
ριχτάρα,η: καταραχτάκι, φρ. «πάω Σανταλοπόταμο, να δω μικρή ριχτάρα».
σάικα: αναμφίβολα, φρ. «τσι αποθήκες , σάικα, όλες θα τις γεμίσει».
σακουμάς,ο: πάνινη σακκούλα για την κάλυψη των μαστών των αιγοπροβάτων, φρ. «βάλε τη σακουμά στην αίγα να σακαστούμε τα ρίφια».
σεκρετάρης,ο: γραμματέας, φρ. «σαν το φιρμάνι έφτασε κράζει τον σεκρετάρη».
σερασκέρης,ο: επικεφαλής αξιωματικός, φρ. «α βάλει το Μεμέτακα στο τσούρμο σερασκέρη».
σκάλεθρο,ο: μακρύ ξύλο με σιδερένιο ημικύκλιο στην άκρη, φρ. «το σκλάλεθρο-τα αναμμένα κλαδιά στο φούρνο- στη άκρη τα πηγαίνει».
σκουράφι,το: τόπος με αιχμηρές πέτρες, φρ. «σκουράφια γύρω στα βουνά, γκρεμνοί με άγριες πέζες (πεζούλες)».
συστυλώνω: στυλώνω γερά, δυναμώνω, φρ. «δε συστυλώνω α δε φάω ψωμί».