Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ομιλία (το πλήρες κείμενο) στις 20.7.24 στους Αποστόλους Αμαρίου, στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων 2024 του Δήμου Αμαρίου (Ρεθύμνης), αφιερωμένων στον παραδοσιακό γάμο.
Εισαγωγή: ο γάμος ως κοινωνική και θρησκευτική υπόθεση
Ο γάμος, σε όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές (πλην της εποχής μας) εθεωρείτο πολύ σοβαρή κοινωνική υπόθεση, διότι δημιουργεί το θεσμό της οικογένειας, που είναι (η οικογένεια και όχι το άτομο) το κύτταρο κάθε κοινωνίας, πλην των σημερινών δυτικών κοινωνιών.
Ο θεσμός της οικογένειας θεωρήθηκε πάντα ο πιο σημαντικός, για τρεις λόγους: 1), διότι παρέχει στους ανθρώπους τους φυσικούς συμμάχους τους, που είναι οι συγγενείς τους, όσο μακρινοί κι αν είναι (τους διπλασιάζει μάλιστα, με την ένωση δύο οικογενειών), 2) διότι δημιουργεί απογόνους, άρα διαιωνίζεται η ύπαρξη της κοινωνίας κατά μία ακόμη γενιά και 3) διότι, όταν λειτουργεί σωστά (ανάλογα πώς εννοεί κάθε κοινωνία το «σωστά»), είναι το καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσουν τα παιδιά, να αναπτυχθούν ψυχοσωματικά και να τους μεταδοθούν οι αξίες κάθε κοινωνίας – που διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία – τόσο οι ηθικές αξίες, όσο και οι κοινωνικές, οι αισθητικές, αλλά και οι θρησκευτικές αξίες της (που είναι κι αυτές κοινωνικές).
Όμως ο γάμος είναι και θρησκευτική υπόθεση. Σε κάθε κοινωνία (όλες οι κοινωνίες – πλην ολίγων νεώτερων και της σύγχρονης κοινωνίας – ιστορικά είναι θρησκευόμενες) οι ιερείς ευλογούν το γάμο, για να τον ευλογεί ο Θεός ή οι θεοί ή «τα πνεύματα» (ανάλογα σε κάθε θρησκεία).
Στο χριστιανισμό αλλάζει αρκετά αυτό το θέμα. Ο γάμος είναι υπόθεση της Εκκλησίας και σ’ αυτόν ενώνονται οι δύο (ο άντρας και η γυναίκα) «εις σάρκα μίαν», γιατί σκοπό έχει να καλλιεργήσουν οι άνθρωποι στην καρδιά τους τις αρετές που δίδαξε ο Χριστός: να γίνουν ταπεινοί, να μάθουν να αγαπούν, να συγχωρούν, να υποχωρούν, να μην επιδιώκουν οπωσδήποτε το θέλημά τους και να θυσιάζονται, και έτσι να γίνουν άγιοι. Να καλλιεργήσουν αυτές τις αρετές στη συμπεριφορά τόσο του ενός συζύγου προς τον άλλο, όσο και προς τα παιδιά που πιθανόν ο Θεός να τους χαρίσει (αλλά που χριστιανικά δεν είναι ο πρώτιστος σκοπός του γάμου – ενώ στην κοινωνία εθεωρείτο ο πρώτιστος σκοπός του).
Η αυθεντική χριστιανική οπτική του γάμου είναι σε μεγάλο βαθμό αντίθετη με την κοινωνική οπτική, ακόμη και σε θρησκευόμενες χριστιανικές κοινωνίες – γιατί η αγιότητα, με τις μεγάλες θυσίες που χρειάζεται, την υπεράνθρωπη ταπεινότητα, την πανανθρώπινη αγάπη της και την αδιαφορία (ή μάλλον αποστροφή της) για τα υλικά αγαθά και το κοινωνικό γόητρο, είναι ακατανόητη και φαίνεται καθαρή τρέλα για τους περισσότερους ανθρώπους (και τους «πιστούς»). Και δεν συμβαδίζει με τη φύση (υπερβαίνει τη φύση). Γιατί η φύση (που είναι σκληρή και τυφλή) σου λέει ν’ αγαπάς τα παιδιά σου, να μισείς τους εχθρούς τους και να αγνοείς τις ανάγκες των υπόλοιπων ανθρώπων μπροστά στις ανάγκες των παιδιών σου. Όταν λοιπόν ο Χριστός σου λέει ν’ αγαπάς όλους τους ανθρώπους το ίδιο, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί σου (δηλ. οικογένειά σου) και να συγχωρείς τους εχθρούς σου, αυτό αποτελεί σκάνδαλο ακόμη και για τον μέσο πιστό χριστιανό, ο οποίος ζητάει από το Θεό να έχει καλά τα κοπέλια του και εύχεται «μόνο υγεία», και όχι τον παράδεισο.
Πάμε τώρα στα τραγούδια του γάμου, που είναι και το θέμα μας.
Τα περισσότερα που θα πούμε είναι από το βιβλίο Ο γάμος εν Κρήτη – Ήθη και έθιμα Κρητών, του πατέρα της κρητικής λαογραφίας Παύλου Βλαστού από το Βυζάρι Αμαρίου, βιβλίο που εκδόθηκε το 1893. Είναι λοιπόν του 19ου αιώνα, κάποια και αιώνες παλιότερα, αν και ζούσαν ακόμη μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, τη γενιά τω γονέω μας. Ο Θεός να τον αναπαύσει, και όλους τους αθρώπους που θα μνημονεύσομε σήμερο, επώνυμα ή ανώνυμα, επειδή μπορεί να μην ξέρομε και το όνομά τους.
Το πρότυπο της καλής συζύγου
Ξεκινάμε με τα τραγούδια που δε λέγονταν στο γάμο, αλλά γενικά όταν τραγουδούσαν οι αθρώποι, και περνάνε από γενιά σε γενιά το πρότυπο της καλής συζύγου – κυρίως αυτής. Η γυναίκα από μικρή, στις παραδοσιακές κοινωνίες, εκπαιδεύεται για σύζυγος (ρόλος που περιλαμβάνει και τη μητρότητα), ενώ ο άντρας εκπαιδεύεται για νοικοκύρης, δουλευταράς και πολεμιστής. Αυτά (προπαντός τα δύο πρώτα) δεν είναι άσχετα με το ρόλο του ως τροφοδότη της οικογένειάς του (αυτή είναι η αποστολή του), ενώ και το τρίτο (ο πολεμιστής) δεν είναι άσχετο με την αποστολή του να προστατεύει την οικογένειά του.
Βέβαια παροιμίες με μορφή μαντινάδας περνάνε και στα παλικάρια το μήνυμα ότι χρέος έχουν να παντρευτούν και ότι ο παντρεμένος περνά (υποτίθεται) πολύ καλύτερα από τον απάντρευτο:
Του παντρεμένου δόσ’ φιλί, τ’ απάντρευτου μια μ-πέτρα,
την κεφαλή ντου να χτυπά ώστε να βρει γυναίκα.
Ο παντρεμένος κάθ’ αργά θέτει με την κοκόνα
κι απάντρευτος εις τ’ άχερα με την τσουλοσεντόνα.
Ποιο είναι το πρότυπο της καλής συζύγου που εκφράζεται στα τραγούδια αυτού του είδους; Η προκομμένη γυναίκα, που, όσο είναι κοπελιά ακόμη (δηλαδή ελεύθερη, ανύπαντρη), εργάζεται ακούραστα για να δημιουργήσει την προίκα της, δηλαδή τον υφασμάτινο εξοπλισμό του μελλοντικού σπιθιού της.
Λέει ένα τραγούδι (Βλαστός, σελ. 29):
– Μάνα, παραπονούμαι σου, γιατί δε με παντρεύγεις.
– Υγιέ μου, ποιαν αμπόλιασες; Κι εγώ θα σου την πάρω.
– Πάρε μου, μάνα, την ξαθή, μάνα, τη μαυρομάτα,
μάνα, τη γαϊτανόφρυδη, την ψιλομαθημένη,
απού ’ν’ από ψηλή γενιά, περίσσια ζηλεμένη.
Απού ’δα οψές στον ποταμό, απού ’δα οψές στη βρύση
κι εφέγγαν τα δαχτύλια τζη από τα δαχτυλίδια .
(Εδώ φαίνεται να προβάλλεται και ένα πρότυπο πλούσιας και αριστοκρατικής νύφης. Λέει όμως μετά:)
Διάζεται, φαίνει μοναχή και μοναχή ξυφαίνει (δεν έχει δηλαδή υπηρέτριες),
σεντόνια μεταξόφαντα και χασιλαμαδένια
και πατανίες ξομπλιαστές, κιλίμια ζαβιδάτα,
και φαίνει περδικόπανα, ρασέ παχιοχνουδάτη.
Ορίστε και ένα τραγούδι από τη Γορτυνία Πελοποννήσου (όλος ο ελληνικός πολιτισμός έχει κοινή βάση, που σε μεγάλο βαθμό είναι και πανανθρώπινη), από το άρθρο «Η υφαντική τέχνη στην Κοκκινοράχη» της κυρίας Μαρίνας Διαμαντοπούλου-Τρουπή, η οποία το τραγουδεί κιόλας σε ηχογράφηση στο διαδίκτυο:
Τι τ’ αναριοπλέκεις τα μαλλιά, Ρινούλα, Κατερινούλα,
Ρίνα και Κατερίνα, τα κάνεις δυο πλεξίδες,
και μπαιζοβγαίνεις και τηράς, τηράς τα παλικάρια;
Τα παλικάρια τα καλά παίρνουν καλές γυναίκες,
να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να κεντούνε.
Το κέντισμα είναι γλέντισμα κι η ρόκα είναι σιριάνι (δηλ. διασκέδαση)
κι ο βουλιαγμένος ο αργαλειός (δηλ. ο καταραμένος ο αργαλειός) είναι σκλαβιά μεγάλη.
Αυτό πιθανόν ήταν τραγούδι του αργαλειού, δηλαδή το τραγουδούσαν ενώ ύφαιναν. Γράφει η αρθρογράφος:
«Τα νεαρά κορίτσια ύφαιναν αδιάκοπα, μέρα και νύχτα, μέχρι να ετοιμάσουν την προίκα για το γάμο τους. Έχουμε ακούσει από τους μεγαλύτερους λυπηρές ιστορίες νεαρών γυναικών που αρρώστησαν ή πέθαναν από την υπερβολική κούραση πάνω στον αργαλειό.
Η κοινωνία εκείνη την εποχή ήταν έτσι οργανωμένη με ήθη και έθιμα απαράβατα όπως τον θεσμό της προίκας, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να παντρευτεί μια γυναίκα. Στις ατέλειωτες ώρες του αργαλειού ένοιωθαν την ανάγκη να εκφραστούν κι αυτό γινόταν με το τραγούδι. Τραγουδούσαν το ντέρτι τους, το καημό τους, τον πόθο τους, τη προσμονή του παλικαριού. Τραγουδούσαν για να ξεχάσουν την κούραση τους».
Η άσπλαχνη πεθερά και ο φιλάργυρος σύζυγος
Υπάρχουν ωστόσο και τραγούδια με μηνύματα που αφορούν στη σχέση του αντρόυνου, αλλά και τση πεθεράς (προπαντός) με τη νύφη, και προσπαθούν να περάσουν σπουδαία μηνύματα αρμονικής συνύπαρξης, όπως τα παρακάτω, που καταγράφει ο Παύλος Βλαστός (Ο Γάμος εν Κρήτη, σελ. 59-60).
«Η άσπλαχνος πεθερά» (είναι παραλογή, δηλαδή τραγούδι της βυζαντινής μας εποχής, οι παραλογές ήταν διαδεδομένες με μικρές διαφορές σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο – Βαλκανική, Μικρά Ασία, Πόντο, Κύπρο κλπ).
Αυτό εδώ ξεκινά περιγράφοντας έναν γάμο εκπληκτικά πλούσιο και αρχοντικό, παραμυθένιο, στον οποίο όμως η νύφη είναι «ορφανούλα». Και, παρά την προειδοποίηση από ένα «χρυσό πουλάκι», η πεθερά της «τση ζήλεψε» και τη δηλητηρίασε ταΐζοντάς την ένα φαρμακερό φίδι.
Η νύφη γύρεψε νερό, κανείς όμως δε τζη ’δωκε, ούτε η πεθερά, ούτε οι κουνιάδες τση – που προφανώς θέλανε κι εκείνες να την ξεβγάλουνε – μόνο ο γαμπρός,
πέμπει τρακόσους στσι γιατρούς και χίλιους στο πηγάιδι
κι ώστε να φτάξουν οι γιατροί, ήτον αποθαμένη!
(Διαβάστε ολόκληρο το τραγούδι στο τέλος του άρθρου, στο Παράρτημα).
Ένα άλλο τραγούδι είναι «ο φιλάργυρος σύζυγος» (όπως το τιτλοφορεί ο Βλαστός), το οποίο τα ψέλνει σ’ εμάς τους άντρες, και λέει:
Ποτέ μην κλαίτε τα ’ρφανά, μηδέ και τσι χηράδες,
τύχη ’χουν τα ’ρφανά και ζουν κι οι χήρες παίρνουν άντρες,
μα κλαίγετε τσι κοπελιές τσι κακοπαντρεμένες,
που παίρνουν τσ’ άντρες τσι κακούς και τσι λογαριαστάδες.
Που λογαριάζουν τον καρπό, το πρατικό το στάρι,
πως κάνει δώδεκα ψωμιά και μιαν αποτριβίδα.
Κι α δώσει και μαγέρεμα (δηλ. όσπριο) να του το μαγερέψει,
κουκί κουκί τση το μετρά, φτωχού κλαδί μη δώσει.
Κι αν του φανεί λιγότερο στην τάβλα απής το φέρει,
ευθύς ξυλοφορτώνει την και τη σκυλοζυγώνει!
Η θλίψη και η συγκίνηση του γάμου
Στα τραγούδια του γάμου εκπληρώνεται η παροιμία πως δεν υπάρχει «γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη»!
Στην παραλαβή των προυκιών από τη συνοδεία του γαμπρού, λίγες μέρες πριν απ’ το γάμο, εκτός από εύθυμα τραγούδια και ευχές, λέγονται και άφθονα συγκινητικά, λυπητερά τραγούδια (μαντινάδες κυρίως εδώ στην Κρήτη) για τον αποχωρισμό τση νύφης από τη μάνα τζη, τ’ αδέρφια και τσι φιλενάδες τση.
Μιλούμε βέβαια για νύφη μικρή – συνήθως κάτω από 20 χρονών – όπως και ο γαμπρός ήτανε μικρός. Νέοι άνθρωποι, αλλά πιο ώριμοι από την αντίστοιχη ηλικία της εποχής μας. Πιο δυναμικοί (λόγω των συνθηκών) και ορεξάτοι για τη δημιουργία οικογένειας, που ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που θ’ αποχτούσαν στη ζωή τους (αντίθετα με την εποχή μας, που τα μεγάλα όνειρα των παιδιών μάλλον περιορίζονται στην επαγγελματική σταδιοδρομία τους).
Ορισμένα από αυτά τα τραγούδια, που μοιάζουν με μοιρολόγια:
Συστήτ’ αόρια (=όρη) και βουνά, λαγκάδια με τα δάση,
κι η μάνα το παιδάκι τζη κλαίει πως θα το χάσει.
Δίδεται απάντηση σ’ αυτό με άλλη μαντινάδα:
Μ’ από χαράν εγρίνιασε (δηλ. κατσούφιασε) κι από χαρά τζη κλαίει,
κάθε γονιού ν’ αξιώνει ο Θιός παιδιά ντου να παντρεύγει.
Συστήτ’ αόρια και βουνά, λαγκάδια και χαράκια,
σήμερο ξεχωρίζουνται τα δυο καλαδερφάκια.
Μισεύγεις κι ούλα ντα πουλιά κλαίνε στο μισεμό μου,
κλαίνε κι οι φιλενάδες σου τον αποχωρισμό σου.
Φεύγεις, γειτονοπούλα μου, σέβου, μη μου ξεχάσεις,
πέμπε μου σκιας χαιρετισμό, γιατί θε να με χάσεις.
Και τη μέρα του γάμου, στην αναχώρηση τση νύφης, λέγονται παρόμοια:
Νύφη μου καλορίζικη, αηδόνα και παγόνα,
και πώς θα βγάλ’ η μάνα σου οφέτος το χειμώνα;
Σήμερο ξεκλωνίζεται τση δάφνης το κλωνάρι
κι αλλού μεταφυτεύγεται, σ’ αρχοντικό κηπάρι.
Λέει η μάνα:
Μισεύγεις, πάν’ τα μάθια μου, πά’ η παρηγοριά μου,
πάν’ τα κλειδιά του κόρφου μου κι ο στύλος τση καρδιάς μου.
Τ’ αδέρφια λένε:
Κλαίγε τη, μάνα, κλαίγε την τη λεμονιά τσ’ αυλής σου,
κι εδά σου τηνε παίρνουνε, δεν είναι μπλιο δική σου.
Κι απαντά η μάνα:
Άσ’ τσι κι ας τηνε παίρνουνε, άσ’ τσι κι ας τη χαρούνε,
κι απού τα χέρια τζη τα δυο πολύ καλό να ιδούνε.
Ήρθ’ ο καιρός που θα διαβεί η κόρη μου στα ξένα,
με του κυρού σου την ευκή, τση μάνας που σ’ εγέννα.
Καθώς έχει πάρει τη νύφη η συνοδεία του γαμπρού και φεύγουνε (μετά από μεγάλη διαδικασία βέβαια και πολλές «μονομαχίες» μαντινάδων), λέγεται μια από τις πιο ωραίες μαντινάδες, κατά τη γνώμη μου:
Επήραμε την πέρδικα την πενταπλουμισμένη
κι αφήκαμε ντη γειτονιά σα χώρα κουρσεμένη.
Το ίδιο μελαγχολικό πνεύμα φαίνεται να έχει και το τραγούδι «Τη νύφη όταν την ξεκινούν», που καταγράφεται στον ψηφιακό δίσκο «Τα σα εκ των σων» του 1999 από τον εξαίρετο μουσικό και ερευνητή της παραδοσιακής μας μουσικής Δημήτρη Σγουρό από την Κριτσά Μεραμπέλλου. Και το οποίο λέγεται σε παλιό σκοπό (δηλ. μελωδία) του γάμου από την ανατολική Κρήτη, με χαρακτηριστικό μελαγχολικό ύφος:
Τη νύφη όταν την ξεκινούν, τρεις ποταμοί κινούνε.
Ο ένας παίρνει ανατολή κι ο άλλος παίρνει δύση
κι ο τρίτος ο καλύτερος μπαίνει σε περιβόλι.
Ποτίζει ελιές και μπουρνελιές, μηλιές και κυπαρίσσια,
Μμα μια μηλιά, γλυκομηλιά, έπεσε κι εμαράθη.
– Μωρή μηλιά, γλυκομηλιά, είντά ’χεις κι εμαράθης;
Μήνα τα μήλα σε βαρούν γ-ή το νερό σου λείπει;
Μήνα κι ο περβολάρης σου ακήδευτη (δηλ. αφρόντιστη) σ’ αφήκε;
– Μηδέ τα μήλα με βαρούν, μήδε νερό μου λείπει,
μήδε κι ο περβολάρης μου ακήδευτη μ’ αφήκε.
Μα ’κόψανε τσι κλώνους μου κι εκάμανε στεφάνια,
και να ’ναι καλορίζικοι κείνοι που θα τα βάλουν…
Λέγονταν και τραγούδια που αναφέρουν την ορφάνια (γαμπρού και νύφης), όταν υπήρχε. Δεν την παραβλέπουν. Μνημονεύουν τους νεκρούς γονείς και τη λύπη της ορφάνιας.
Σήμερα θα τα κρύβαμε αυτά, για να μη θολώσουμε τη χαρά της στιγμής. Αν κανείς τολμούσε να κάμει νύξη, θα έβρισκε το μπελά του και μπορεί και οι πιο προληπτικοί να το θεωρούσανε γρουσουζιά. Στο παρελθόν τα λέγανε ανοιχτά.
Στην ετοιμασία των προυκιών, για να τα παραλάβει η συνοδεία του γαμπρού (λίγες μέρες πριν απ’ το γάμο), αν η νύφη ήτον ορφανή από μάνα, ελέγανε:
Να πρόβερνεν η μάνα σου, να θώρειε ντη χαρά σου,
χρυσά σεντόνια να ’στρωνεν εις τα προσκέφαλά σου.
Αν ήτον ορφανή από πατέρα:
Βασιλικό στην κάμερα (δηλ. στην κάμαρα), βιόλα στο παραθύρι,
αλάργο σ’ εξορίσανε γιατί δεν είχες κύρη!
Αυτή είναι δήλωση με τεράστια κοινωνική σημασία και πιστεύω πως ελέχθη κάποια φορά για συγκεκριμένη περίπτωση.
Το καλύπτει κάπως μετά, λέγοντας:
Όπου κι αν πάεις, νύφη μου, μάνα και κύρη θα ’χεις,
κι ως ήσουν φρόνιμη ως επά, να ’σαι κι όπου γ-κι α λάχεις.
(Κάνει και διδασκαλία – φρόνιμη = συνετή, σώφρων).
Αλλά κι ο γαμπρός αν ήτον ορφανός από πατέρα, λέγανε:
Όμορφος είναι κι ο γαμπρός ωσάν το καρεμφύλλι (λουλούδι),
μα ’χει και παραπόνεση, γιατί δεν έχει κύρη.
Μα έδωκέ ντου την ευκή σαν ήθελ’ αποθάνει,
να τ’ αξιώσει ο Θεός να βάλει και στεφάνι.
Ευκή γονιού αγόραζε και τα βουνά πορπάθειε
και του κυρού σου ώστε να ζεις τα λόγια ντου τα κράθειε.
Όντεν είναι να τηνε πάρουνε από το σπίτι, αν δεν έχει γονείς η νύφη, η συνοδεία του γαμπρού, με τα πολλά, τραγουδεί:
Σηκώσου, ξένη κι ορφανή, την πόρτα σας ν’ ανοίξεις,
μα ’ρθεν η γι-ώρα του Θεού που θα μας ακλουθήξεις!
Μεσολάβηση υπέρ της νύφης
Ως γνωστόν, για να πάρουνε τη νύφη από το πατρικό τζη σπίτι ο γαμπρός και η συνοδεία του, περνούσανε μια διαδικασία τραγουδιστής μάχης, με κλειστή την πόρτα, όπου ανταλλάσσανε μαντινάδες, οι γαμηλιώτες του γαμπρού απ’ όξω και οι συγγενείς τση νύφης από μέσα. Και μετά ανοίγανε την πόρτα και παίρνανε την κοπελιά με πολλές ευχές. Αυτές είναι οι λεγόμενες μαντινάδες τση συνεπαρσάς.
Όλες αυτές έχουνε κοινωνικό χαρακτήρα. Παινεύοντας τη νύφη για την ομορφιά και τη φρονιμάδα της, τονίζουν την αξία της για να ανεβάσουν την εκτίμησή της από την οικογένεια των συμπεθέρων, αλλά και την εκτίμηση όλης της φαμίλιας της, που την προσφέρει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μαντινάδες λένε πως «παίρνουν» τη νύφη, σε πληθυντικό αριθμό – όλοι οι συμπέθεροι – και όχι ότι τηνε «παίρνει» μόνο ο γαμπρός. Ο γάμος ήταν πάντα υπόθεση των οικογενειών.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του θέματος που μας ενδιαφέρει είναι οι παρακλήσεις, μα και «προειδοποιήσεις», που λέγονταν στσι μαντινάδες αυτές, να μη μαλώνουνε τη νύφη στην οικογένεια του γαμπρού. Και διαβεβαιώσεις από την άλλη πλευρά, ότι δε θα τηνε μαλώνουνε, μόνο θα τηνε σέβουνται και θα περνά καλά.
Ο κόσμος βέβαια έδινε σημασία στσι μαντινάδες, οι οποίες λέγονταν γιατί θέλανε κάτι να πούνε κι όχι για φιγούρα.
Μη μας τηνε μαλώνετε, μό’ να την αγαπάτε,
γιατ’ είν’ από ψηλή γενιά και θα παραπονάται.
(Η γιαγιά μου την έλεγενε τούτηνά, καταγόμενη από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου, κάτοικος Αποδούλου).
Θωρείτε πως τη δίδομε με τόσους ριτσατζήδες (μεσολαβητές).
Μη μας τηνε μαλώνετε, γιατί ’χει νταβατζήδες! (δηλ. προστάτες).
Λέν’ αυτοί:
Δε σας τηνε μαλώνομε, δε σας τηνε χολιούμε (πικραίνομε),
σαν το σγουρό βασιλικό θα την παρακρατούμε
– Μην τη μαλώνεις, πεθερά, κι εσύ, κερά κουνιάδα,
γιατ’ είναι παραπονιαρέ κι αλάργο απού τη μάνα.
Και λένε:
Δεν τη μαλώνει η πεθερά, μούδ’ η κερά κουνιάδα,
κι η βαγιοκλαδισμένη σας ας βγει στην ευγοράδα (δηλ. ας προβάλει πια, να τηνε πάρομε).
Σήμερο (στα ελάχιστα τραγούδια του γάμου που επιβιώνουν) έχουν απομείνει να λέγεται οι στίχοι:
Γαμπρέ, τη νύφη ν’ αγαπάς, να μην τηνε μαλώνεις,
σαν το σγουρό βασιλικό να τηνε καμαρώνεις.
Αυτά οφείλονταν στο ότι η νύφη ήταν ανυπεράσπιστη στο σπίτι του γαμπρού και μάλιστα συνήθως συγκατοικώντας με την πεθερά της, και πιθανόν σ’ έναν μόνιμο ανταγωνισμό. Όπου η νύφη ήταν καθαρά «ο αδύναμος κρίκος». Πάντα βέβαια υπήρχαν και υπάρχουν κι εξαιρέσεις (καλές πεθερές – κακές νυφάδες).
Πάντως μια παροιμία (με μορφή μαντινάδας) λέει:
Στον κόσμο τρία πράματα δεν κάνουν σ’ ένα σπίτι:
δυο πετεινοί, δυο κούνελοι και πεθερά με νύφη.
(Γι’ αυτό κανονικά δεν πρέπει να ζούνε μαζί).
Γι’ αυτό στην Κρήτη προβλέπεται πως ο γαμπρός χτίζει το σπίτι του πριν παντρευτεί. Αλλά ουσιαστικά η νύφη είναι «ένα σπίτι» με τα πεθερικά τζη.
Το φαινόμενο αυτό διακωμωδεί εύστοχα ο Κώστας Μουντάκης στο περίφημο τραγούδι του «Θα το πω κι ας με κρεμάσουν», όπου δεν παραλείπει να επισημάνει και την αντίστροφη περίπτωση, πεθεράς που «μάχεται» το γαμπρό τζη – αυτό βέβαια θα σημαίνει ότι ο γαμπρός, και όχι η νύφη, μένει κοντά στα πεθερικά του, δηλαδή είναι, κατά το κοινώς λεγόμενον, «σώγαμπρος» (έσω – δηλαδή εσωτερικός – γαμπρός), πράγμα όχι και τόσο τιμητικό σε ολόκληρη την Ελλάδα και φυσικά και στην Κρήτη.
Περνώντας τα χρόνια, μεγαλώνοντας σε ηλικία και αντιμετωπίζοντας με τη σειρά της τις δυσκολίες της ζωής, η νύφη κινδυνεύει να εξελιχθεί σε καταπιεστική ηγέτιδα, όπως ήταν η πεθερά της. Γι’ αυτό, άλλη παροιμία λέει: «Η νύφη, απ’ όντα γεννηθεί, τση πεθεράς τση μοιάζει».
Όλα αυτά έχουν και ψυχολογικές προεκτάσεις βέβαια, που δεν προλαβαίνομε τώρα να τις αναφέρομε, αλλά νομίζω πως είναι γνωστές.
Υπήρχε και ο θεσμός του αντίγαμου: οχτώ μέρες μετά το γάμο, οι γονείς και στενοί συγγενείς τση νύφης έρχονταν στο σπίτι του ζευγαριού και γινόταν ένα καινούργιο τραπέζι με το σχετικό γλέντι, και τούτο είχε σκοπό να ελέγξουν, κατά κάποιο τρόπο, πώς είναι η κατάσταση κι αν η κόρη ντωνε περνά καλά στην καινούργια της οικογένεια.
Όλα αυτά βέβαια δε νομίζω πως λειτουργούσαν στην πράξη. Η νύφη ήταν ανυπεράσπιστη και νομίζω πως κανείς δεν την είχε συμβουλεύσει να είναι δυναμική – πράγμα που θα προκαλούσε συγκρούσεις και πιθανόν διάλυση του γάμου – ενώ όλοι τη συμβούλευαν να είναι συγκαταβατική, υποχωρητική, να σέβεται και να αγαπά τα πεθερικά και τα κουνιάδια τζη.
Αυτή βέβαια είναι και χριστιανική συμπεριφορά, που οδηγεί στην αγιότητα. Και πρέπει να ’ναι αμοιβαία (θυμόμαστε τις παραινέσεις του ι. Χρυσοστόμου προς τους άντρες συζύγους: να λένε στη γυναίκα τους «όλα είναι δικά σου, κι εγώ είμαι δικός σου, και τα παιδιά μας ακόμη τ’ αγαπώ επειδή είναι δικά σου παιδιά» κλπ). Αλλά η κοινωνία δεν το έβλεπε έτσι, το έβλεπε καθαρά και μόνο κοινωνικά.
(Και τώρα έχουμε πάει σε μεγάλο βαθμό στο αντίθετο άκρο, όπου το ζευγάρι είναι μόνο, δεν δέχεται καν συμβουλές, και ο γάμος διαλύεται με διάφορες αφορμές, σα να μη συμβαίνει τίποτα).
Η ορθόδοξη τελετή του γάμου δεν περιλαμβάνει ερώτηση προς το ζευγάρι αν δέχονται τον ή την σύζυγο. Όμως κατά το έθιμο, πριν την τελετή ο ιερέας ρωτά τις δυο οικογένειες αν πράγματι δίδουν τα παιδιά τους για συζύγους το ένα στο άλλο. Θυμούμαι τον μακαριστό χωριανό μας παπά Κωστή, στο σπίτι του πεθερού μου, κι ερώτηξε τους γονείς μου και τα πεθερικά μου, αν συμφωνούν όλοι για το γάμο, και μετά προχωρήσαμε.
Τα παινέματα της νύφης και το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς
Κατά το γλέντι του γάμου, σε συγκεκριμένη στιγμή, από το λυράρη και τις γυναίκες της συντροφιάς τραγουδιούνται τα περίφημα «παινέματα τση νύφης» ή «παστικά», (ακούστε τα εδώ και εδώ από την Εύα Γρηγοράκη από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου, σε δίσκο του παπά Στεφανή το Νίκα, και από τον Αντώνη Μαρτσάκη – τα παραθέτει και ο Βλαστός στις σελ. 68-73). Λέγονται «παστικά» επειδή «παστός» (και «παστάδα») ονομάζεται το δωμάτιο των νεονύμφων, όπου θα περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου τους και, λογικά, εκτός έκτακτων γεγονότων, και τις υπόλοιπες νύχτες της συζυγικής ζωής τους. Από το όνομα αυτού του τραγουδιού καθιερώθηκε και η ειρωνική έκφραση «της είπε τα παστικά της», δηλ. την έβρισε πολύ άσχημα.
Όπως επισημαίνει ο εξαιρετικός – κατά τη γνώμη μου – ερευνητής της κρητικής παράδοσης και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης στο άρθρο του «Τα παινέματα της νύφης και το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς» σ’ αυτό το τραγούδι εκφράζεται με έξοχο ποιητικό τρόπο το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς. Και φυσικά δεν είναι απλό τραγούδι, αλλά μια ακόμη προσπάθεια αναβάθμισης της θέσης της νύφης στην καινούργια της οικογένεια.
«Οδηγίες επιβίωσης» για τη νύφη
Καθώς έχει τελεστεί ο γάμος (είτε στην εκκλησία είτε – παλαιότερα – στο σπίτι τση νύφης), φάγανε, ήπιανε, εχορέψανε, πηγαίνουνε ’δά στο καινούργιο το σπίτι (που μπορεί να είναι σε άλλο χωριό, στο χωριό του γαμπρού) και έχουμε έθιμα πάλι με μηνύματα συμφιλίωσης, όπως το μελοκάρυδο – και βέβαια, έθιμα για ευλογία και γονιμότητα, όπως το σπάσιμο του ροδιού κλπ.
Μετά, ένας ηλικιωμένος (όπως λέει ο Βλαστός «ο Νέστωρ του χωριού», δηλ. ο γεροντότερος και σοφότερος – όπως ήταν ο Νέστορας στον τρωικό πόλεμο), πλησιάζει τη νύφη και της δίνει τραγουδιστά πολύτιμες συμβουλές «επιβίωσης» στο καινούργιο της περιβάλλον:
Νύφη, εμένα ν’ αφρουκάσαι, κι ό,τι πω να το θυμάσαι.
Εδώ, όπως τα γράφει η κυρία Άννα Σκανδαλάκη από τα Σαχτούρια Αγίου Βασιλείου (κάτοικος Χάρακα Ηρακλείου), που είναι και η ίδια μαντιναδολόγος:
Ν’ αγαπάς την πεθερά σου, ν’ αναθρέψει τα παιδιά σου.
Ν’ αγαπάς τον πεθερό σου, να ’ναι ψήφος εδικό’ σου.
Ν’ αγαπάς και τσι γειτόνους, φίλους για να τσι ’χεις χρόνους.
Ν’ αγαπάς και το γαμπρό, σαν τα μάθια σου τα δυο.
Ν’ αγαπιέστε, ν’ αγαπιέστε και να μην ξυλοκοπιέστε.
Να φυλάξεις την τιμή σου, να ’χεις ψήφος στη ζωή σου.
Και φαμίλια ν’ αποτάξεις και δισέγγονα να φτάξεις.
Ο Βλαστός (σελ. 92-95) το λέει:
Ν’ αγαπάς τη γειτονιά σου και τα κουνιαδόπουλά σου.
Ν’ αγαπάς, να σ’ αγαπούνε, να τιμάς, αν σε τιμούνε.
Και τ’ αντρούς σου ν’ αφρουκάσαι, για να μην ξυλοκοπάσαι: είναι εκπληκτικό ότι θεωρούσανε αυτονόητο ότι η ανυπακοή οδηγούσε σε φάπα. Δε σημαίνει ότι το εγκρίνανε, αλλά το θεωρούσανε. («Αἰσχύνη γάρ ἀνδρί γυναῖκα τύπτειν» έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος P.G., 62, 109-110).
Συνεχίζει ο Βλαστός:
Όντε μπει απού το χωράφι, πέρα να πετάς τ’ αρδάχτι.
Πόρισε να ξεφορτώσεις, τα οζά να διορθώσεις (να τα ταχτοποιήσεις).
Και θα μπει να χαμηλώσει, στην πεζούλα να ξαπλώσει.
Κι όντες είναι ξαπλωμένος, ξεύρε κι είναι κουρασμένος.
Να ’χεις το σκαμνί στρωμένο, το φαΐ μαγερεμένο.
Να του θέσεις την καθέκλα, «Σήκω, άντρα μου, κάτσε ντρέτα».
Τότ’ εκείνος θα καθίσει, την κοιλιά ντου να γεμίσει.
Όποιος τρώει κι όποιος πίνει, κείνος αφορμή δε βρίχνει
(δηλ. άμα τον περιποιείσαι, που αυτός γυρίζει κατάκοπος εννοείται,
δε θα έχει λόγους να σε μαλώνει ή να σε δείρει).
Κι ότι να φάει και να πιει να σου καλοκαρδίσει,
τότε γλυκά του μίλησε, να σου γλυκομιλήσει:
– Πού ’σουνε, κανακάρη μου, και πού ’σουν, τσελεπή μου,
που όσον άργειες να μ’ ευρείς, έκοβγες τη ζωή μου!
Ελαφρώς διαφορετικό βλέπουμε το τραγούδι στο άρθρο του κ. Νίκου Ψιλάκη, «Τα παινέματα της νύφης και το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς», από το οποίο και ο στίχος «Αφρουγκάσου μου, κερά μου, γροίκα την παραγγελιά μου» του τίτλου μας.
Παρόμοιο νόημα έχει και ένα τραγούδι του γάμου που μας αφηγήθηκε ο αιωνόβιος Αντώνης Κλημαθιανός (†) από τσι Κουρούτες Αμαρίου:
Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου είναι ζηλευτό κι όμορφο παλληκάρι.
Στο σπίτι των πεθερικώ, στη γειτονιάν απού ’ρθες,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ριζώσεις,
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν’ αθήσεις, να καρπίσεις,
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα.
(Το διαβάζουμε και εδώ, με παραπομπή στη συλλογή του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη).
Τσ’ Αδικοσκοτωμένης
Άφησα το καλύτερο για το τέλος.
Στα τραγούδια του γάμου μια ειδική κατηγορία είναι τα τραγούδια τση στράτας και τση κουλούρας. Τραγούδια τση στράτας είναι κείνα που τραγουδούσανε οι γαμηλιώτες όντεν επηγαίνανε στο χωριό τση νύφης να τηνε πάρουνε, και τση κουλούρας (δηλ. του κύκλου), αυτά που λέγανε όντεν εγυρίζανε.
Από το Μέρωνα Αμαρίου μου δώκανε, χρόνια πριν, μια καταγραφή, όπου τραγουδούνε ως τραγούδι τση στράτας, για να πάνε σε γάμο, την παραλογή της Αδικοσκοτωμένης. Μου το ’δωκεν ο αξέχαστος φίλος τω γονέω μου Κωστής Σημαντήρης, που είχε το εμπορικό κατάστημα στη στροφή τση Αγίας Φωτεινής.
Το τραγουδούσε παρέα Μερωνιανών μερακλήδων, στο σκοπό που συνηθίζουμε σήμερο να τραγουδούμε το «Πρόβαλε μάνα του γαμπρού» (που το έχει κι ο Βλαστός, σελ. 89-90), αλλά και μια άλλη παραλογή, που έχει κοινούς στίχους με το «Πρόβαλε, μάνα του γαμπρού», το «Μια γ-κόρη συναπόβγανε τον άντρα τζη στα ξένα. Βαστά κερί και φέγγει του, ποτήρια τον κερνάει» κτλ.
Το τραγούδι της Αδικοσκοτωμένης, εκτός ότι είναι πολύ δραματικό, έχει και τρομερό κοινωνικό μήνυμα, ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις, στην ενδοοικογενειακή βία, αλλά ακόμη και στο σκληρό ηθικισμό των δήθεν πιστών χριστιανών, ακόμη και ιερέων! Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό που το τραγουδούσανε στο γάμο, αν και δεν είμαι σίγουρος πως συνειδητοποιούσανε πλήρως (μέσα στη φούρια της διαδικασίας) τη σημασία – και τη σοφία του.
Θα το πω, όπως μου το ’λεγε η μάνα μου, χωρίς μουσική, και θα κλείσω μ’ αυτό.
Μια γ-κόρη ρόδα εμάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να κάμει πέτσες με τσ’ αθούς, κουρτίνες με τα ρόδα.
Κι ο βασιλιάς κατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίδει.
Ρίχτει το δαχτυλίδι ντου και στην ποδιά τση δίδει (δηλ. πέφτει στην ποδιά της).
Κι η μάνα τζη τη θώρειενε από το παραθύρι.
– Σκύλα, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Απού ’χεις δώδεκ’ αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφους,
κι είναι κι ο κύρης σου παπάς, μεγάλος ξαγοράρης!
Κι εδείραν τη γ-κι οι γι-αδερφοί κι οι δεκοχτώ ξαδέρφοι
κι ο σκύλος ο πατέρας τση μ’ ένα σιντεροδαύλι!
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχειε.
– Μισεύγεις, Ευγενούλα μου, κι είντα μου παραγγέρνεις;
Δε θέλεις μπα, δε θέλεις ξα, δε θέλεις βελουδένια,
δε θες τα χρυσοπράσινα, που τα ’φερεν ο Γιάννης;
(Μπα και ξα, όπως λένε, σημαίνει μπαμπακερά και μεταξωτά ρούχα).
– Δε θέλω μπα, δε θέλω ξα, δε θέλω βελουδένια,
μηδέ τα χρυσοπράσινα, κι ας τα ’φερε γ-κι ο Γιάννης.
Μα με τα ματωμένα μου θα κατεβώ στον Άδη.
Για ν’ ακουστεί στη γειτονιά, για ν’ ακουστεί στη χώρα,
πως μ’ αδικοσκοτώσετε για ’να ζευγάρι ρόδα!
Παράρτημα
Η άσπλαχνος πενθερά
Ο Παύλος Βλαστός το παραθέτει, όπως παραθέτει στο βιβλίο του και πλήθος άλλα τραγούδια. Στο διαδίκτυο το βρήκαμε επίσης εδώ, ίδιο, από το βιβλίο του Eusebi Ayensa i Prat Baladas griegas:Estudio formal, tematico y comprativo, απ’ όπου και το αντιγράφουμε:
Θωρείς την κείνη την κορφή, την πράσινη μαδάρα;
εκεί από πίσω κάνουνε μιας ορφανούλας γάμο.
Χίλιοι τση πήγαν τα προυκιά, χίλιοι τ’ απανωπρούκια
και του γαμπρού το κάλεσμα ήσαν εννιά χιλιάδες,
τση νύφης δεκατέσσερεις σαφίς μεγαλαρχόντοι.
Στη μέση τση συνερπασάς η νύφη στολισμένη.
Χίλιοι κρατούν τη σκέπη τση, τρακόσοι την ποδιά τση
και κάθεται στο μαύρο τση (δηλ. στο άλογό της) ωσάν βασιλοπούλα.
Η σέλλα του’ τονε χρυσή, τα χαλινάρια ασήμι,
στα χέρια τση εκράθιενε ένα χρυσό πουλάκι.
δεν εκιλάηδειε το πουλί ως κελαηδούνε τ’ άλλα,
μόνο κιλάδειε κι έλεγε τση νύφης μοιρολόγια.
—Κόρη μ’, εκεί που πας εδά, κάλλια ’ναι να γυρίσεις,
κι έχεις κακά πεθερικά και θα σε καταλύσουν.
Κ’ η πρώτη που τση ζήλεψεν ήτον η πεθερά τση
κι επρόβαλεν εις το ’βγορο, θωρεί τσι και προβαίρνουν.
Διακόσ’ είν’ οι μαγέροι τση κι εξήντα οι σερβιτόροι.
—Μαγέροι, μαγερεύγετε λαγούδια και περδίκια
και ψήσετε τση νύφης μου τρικέφαλο τον όφι
κι ο όφις να ’ν’ από βουνό, να ’ναι φαρμακωμένος.
Πρώτη μπουκιά οπού ’φαε ήτο φιδιού κεφάλι
κ’ η παραδευτερώτερη ήτονε τ’ οραδάκι
κ’ η τρίτ’ η πλια φαρμακερή ήτον απού τα μέση.
Η πρώτη άφτει την καρδιά κ’ η δεύτερη το σ’κώτι
κ’ η τρίτ’ η πλια φαρμακερή τήνε καταμαραίνει.
Παίρνει την το παράπονο, τση πεθεράς τση πάει.
—Δώσε μου, κερά πεθερά, νερό δος μου τση ξενης,
νερό μου δώσε τ’ς ορφανής και τση φαρμακωμένης.
—Δεν έχομ’ εδεπά νερό κι άμε στων κουνιαδώ σου.
Δένει τα χέρια τση σταυρό, πάει στων κουνιαδώ τση.
—Κουνιάδες κι αδερφάδες μου, δώστε νερό τση ξένης,
δώστε νερό τση ορφανής και τση φαρμακωμένης.
—Δεν έχομ’ εδεπά νερό κι άμε στου κυρ Γιαννάκης.
Δένει τα χέρια τση σταυρό, πάει στου κυρ Γιαννάκη.
—Άντρα, που μ’ ευλοήθηκες, δος μου νερό τση ξένης,
δος μου νερό τση ορφανής και τση φαρμακωμένης.
Πέμπει τρακόσους στσι γιατρούς και χίλιους στο πηγάδι,
κι ώστε να φτάξουν οι γιατροί, ήτον αποθαμένη.