Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη
(Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.
Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.
Δεν γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.
Με την Συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.
Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος.)
ΜΠΙΑΣ 1938
Αχ πετραμυγδαλάκι μου, από το Μεραμβέλο,
ήντα ψεγάδι θα σου βρώ, να πω πως δε σε θέλω.
Τση πέρδικας το κούνημα, ζεψες[1] να μου κάνεις,
άμε στο γέρο διάολο, α δε με κουζουλάνεις.
Αγάπα με χανούμη μου κι ας τρώω και το χοίρο
κι όταν θα θέτομαι μαζί, θα μπαίνω από το γύρο.
ΜΠΙΤΣΑΞΙΔΙΚΑ 1938
Μα είς τα μπιτσαξίδικα[2], που δεν χαλούν χατίρι,
εκειδά είναι κοπελιές, σαν άνθος στο ποτήρι.
Και ούτε θα βρεις βρε δυστυχή, καρδιά σαν την δικιά μου
όλο τον κόσμο αν ερευνάς, εκτός την γειτονιά μου.
Εμένα η καρδούλα μου, δεν είναι σκληρά και τόσο,
μόνο εσένα άπονε, που με κανες να λιώσω.
Μ.Σ.Κ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ 1938
Στα δυό σου μάθια τα γλυκά, εμπέρδεψε ο νους μου
κι αγιάτρευτες λαβωματιές, έδωσες του κορμιού μου.
Ως μ’ έκαψες να μη καείς, γιατί θα σε λυπούμαι,
χαίρου τον κόσμο μοναχή και εγώ ας τυραννούμε.
Κυπαρισομηλόβεργα, έπρεπε να σε λένε,
γιατί έκανες τα μάθια μου και μέρα νύχτα κλαίνε.
[1] Ξεκίνησες, έβαλες στο νου σου.
[2] Μαχαιράδικα.