ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Ανω(Επώ)νυμοι μαντιναδολόγοι (11ο)

Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη

(Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.

Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.

Δεν γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.

Με την Συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.

Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος.)

ΝΙΚΟΣ 1930

Όλες οι λάμπες των Χανιών, ανάβουνε με γκάζι,
παντρέψου συ πουλάκι μου, μα μένα δε με νοιάζει.

Θάρθη καιρός μα θάνε αργά κι ο ήλιος σκοτεινιασμένος,
θα με ζητήσεις να με βρεις, μα θάμαι παντρεμένος.

Θάρθη καιρός μα θάναι αργά, που θα μετανοήσεις
και δεν θα μ’ εύρεις πουθενά, όπου κι αν με ζητήσεις.

ΟΜΑΛΑ Χ.Ν.Σ. 1930

Ραΐζεις όλες τις καρδιές, με τις γλυκές ματιές σου
κι όταν σε βλέπουν χαίρονται, όλοι τις ευμορφιές σου.

Στον έρωτα σου μ’ έβαλαν, τ’ αγγελικά σου κάλλη
κι η σιδερένια σου καρδιά, στον άδη θα με βάλει.

Αν κλαίω εγώ μη κλαίς εσύ, γιατί αν σε δω να κλάψεις,
στείλε πουλί μου γρήγορα, το μνήμα μου να σκάψεις.

Π. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΦΡΕ 1930

Ο Έρωτας σου μάθια μου, ζέστη είναι και κρυγιώτη
και καταλεί μου το κορμί και φθείρει μου τη νιότη.

Πολλές φωθιές με τριγυρνούν, μα μιά είναι που με καίει,
μονάχος μου την άναψα, κανένας δε μου φταίει.

Την νύχτα τα μεσάνυχτα, όταν μεταπνίσω[1],
θυμούμαι σου πουλάκι μου, μα τίνος θα μιλήσω.


[1] Ξυπνώ και ξανακοιμούμαι.