Στα στενά του Ρεθύμνου, ακόμα και σήμερα, το όνομα «Καρεκλάς» φέρνει στο νου εικόνες από γλέντια που κρατούσαν μέρες, λύρες που μιλούσαν σαν ανθρώπινες φωνές και μια μορφή που σφράγισε με το παίξιμό της ολόκληρη την κρητική μουσική παράδοση.
Ο Αντώνης Παπαδάκης, γνωστός σε όλους ως Καρεκλάς, υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα στην Κρήτη – ένας καλλιτέχνης που γεννήθηκε φτωχός, μεγαλούργησε στις χαρές του λαού και έφυγε ξεχασμένος.
Γεννημένος στα Περιβόλια Ρεθύμνου το 1893, πήρε το παρατσούκλι «Καρεκλάς» από το επάγγελμα που έκανε μικρός στο μαγαζί του αδερφού του. Όμως η μοίρα του δεν ήταν να μετράει ξύλα και καρφιά· ήταν να πλάθει κοντυλιές. Χωρίς να έχει μουσική παράδοση στο σπίτι του, έπιασε τη λύρα σε ηλικία 13 ετών και σε λίγα μόλις χρόνια μάγευε τα χωριά και τις γειτονιές.

Οι μουσικοί είναι: (άγνωστος) – μπουλγαρί, Γιώργος Πολιουδάκης (Πολιός) – μπουλγαρί, Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) – λύρα, Ν. Πιταράκης – μπουλγαρί
πηγή: «Ρέθυμνο 1898-1913», Έκδοση Ι.Λ.Μ.Ρ.
Στην πορεία του συνάντησε παλιούς μάστορες, όπως τον Πίσκοπο (Νικόλαος Πισκοπάκης) και τον Νικήστρατο Αλεξανδράκη, Ρεθεμνιώτες λυράρηδες που ήκμασαν στο γύρισμα του 20ου αιώνα, αλλά και τον Νικόλαο Κατσουλάκη (Κουφιανό), από τον οποίο διδάχτηκε μελωδίες των χανιώτικων συρτών.
Η φήμη του απλώθηκε γρήγορα: «Όπου έπαιζε ο Καρεκλάς, οι άλλοι έβαζαν καρέκλα δίπλα του για να παίρνουν κοντυλιές», έλεγε ο γιος του, Γιάννης. Η σούστα του έγινε μύθος· κανείς δεν την έπαιξε με τόση ποικιλία και μυσταγωγία.

Οι ιστορίες που τον συνοδεύουν μοιάζουν με θρύλους. Έπαιζε ώρες ατελείωτες, χωρίς να κουράζεται, σε πανηγύρια που κρατούσαν νύχτες ολόκληρες.
Ο Στέλιος Φουσταλιέρης αναφέρει σχετικά:
«Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραϊτικα όργανα, από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήταν σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5 – 6 νύκτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15!… Εγώ ήμουνα χλωμός από τα ξενύχτια, τα δάχτυλα μου πρήζονταν και τα νύχια μου σκιζόταν. Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο όργανο. Ο Καρεκλάς τότε – που είχε την μεγαλύτερη αντοχή απ’ όλους μας – μου έπαιζε μια με το πόδι του, ξυπνούσα και συνέχιζα… Κι από λεφτά λίγα πράγματα. Ο κόσμος τότε ήταν φτωχός. Με τη βία βγάζαμε σε κάθε γάμο τρία ως οχτώ κατοστάρικα, όλοι μαζί. Ήταν σαν χαρτζιλίκι. Που τα λεφτά που παίρνουν οι σημερινοί! Και μετά περιμέναμε κανένα κάρο για να μας γυρίσει το στο Ρέθυμνο!…».

(αρχείο Στέλιου Ν. Φουσταλιεράκη)
Συχνά στα καφενεία του λιμανιού ρωτούσε τους ξένους ταξιδιώτες από πού έρχονταν και τους έπαιζε μελωδίες του τόπου τους – σαν να είχε μέσα του μια απέραντη μουσική μνήμη. Υπήρξε μάλιστα ένα χρονικό διάστημα, γύρω στα 1930, που ο Καρεκλάς είχε φτιάξει κομπανία κι έπαιζε στα γλέντια μαζί με τον Φουσταλιέρη στο μπουλγαρί, το Μιχάλη Αραμπατζόγλου στο σαντούρι και τον Γιάννη τον Αρμένη στο ούτι.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Γιάννη Μπερνιδάκη «Μπαξεβάνη» (λαούτο), το Σταύρο Ψυλλάκη «Ψύλλο» (λαούτο), τον Βλαδίμηρο Πλουμιστάκη (μπουλγαρί), το Γιώργο Αγιούτη (μπουλγαρί) και το Λευτέρη Δασκαλάκη «Δασκάλιο» (μπουζούκι).
Πιο μόνιμος συνεργάτης του υπήρξε ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, ο οποίος ήταν ανηψιός του, γιος της αδερφής της γυναίκας του. Οι δυο τους μάλιστα ηχογράφησαν για πρώτη φορά δίσκο γραμμοφώνου στην εταιρεία Odeon το 1937. Συνολικά ηχογράφησαν τρεις δίσκους γραμμοφώνου, που αποτελούν και τις μοναδικές ηχογραφήσεις του Καρεκλά στις 78 στροφές:
- Odeon GA-7027 Σούστα Ρεθυμνιώτικη & Συρτός Λεβέντης (λύρα Αντώνης Παπαδάκης, μπουλγαρί Στέλιος Φουσταλιεράκης)
- Decca 31042 Συρτός Σεληνιώτικος & Καστρινός (λύρα Αντώνης Παπαδάκης, μπουλγαρί Στέλιος Φουσταλιεράκης)
- Odeon GA-7028 Ρεθυμνιώτικη πεντοζάλη & Σταφιδιανός (λύρα Αντώνης Παπαδάκης, μπουλγαρί Στέλιος Φουσταλιεράκης)

στο Καφενείο του Γαλερού (σημερινό Galero)
Ο Καρέκλας και οι κρητικοί «μανέδες»
Για τους λεγόμενους κρητικούς «μανέδες» και τον Αντώνη Παπαδάκη, ο Στράτης Ψάλτου (Δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας) γράφει:
«Γενάρχης αὐτοῦ τοῦ μουσικοῦ ἰδιώματος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁ Ρεθεμνιώτης λυράρης Ἀντώνης Παπαδάκης ἢ Καρεκλᾶς, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ 1937 ἠχογράφησε τὴν ἤδη ὑπάρχουσα τότε μελωδία τοῦ Σταφιδιανοῦ μανέ, τὴ μετέφερε ἀπὸ τὸν ρυθμὸ τοῦ συρτοῦ στὴ ρυθμικὴ βάση τῆς ἀργῆς σούστας.
Ἡ ἀργὴ σούστα ἔχει μέτρο 4/4 καὶ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὸν ἀργὸ μπάλο ἢ τὸν συρτὸ στὰ τρία. Ἡ ἐσωτερική της διάταξη σὲ πέντε χρόνους εἶναι ἡ ἑξῆς: 4ο | 8ο | 8ο | 4ο | 4ο. Πάνω σε αὐτὸ τὸ χνάρι τοῦ Καρεκλᾶ κινήθηκε καὶ μιὰ σειρὰ ἄλλων Ρεθεμνιωτῶν μουσικῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ὑπῆρξαν μαθητὲς καὶ συμποσιαστές του.
Σὲ μία συνέντευξή του τὸ 1982 στὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ Κρήτης ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Στέλιος Φουσταλιέρης, εἶπε: «Ὁ Καρεκλᾶς ἦτο ὁ μεγάλος δάσκαλος τῆς Κρητικῆς μουσικῆς, ποὺ ἐπεράσαμε ὅλοι ἀπὸ ἐκεῖ. Κι ἐγώ, καὶ ὁ Μπαξεβάνης, καὶ ὁ Ροδινός καὶ ὁ Λαγός».

Ρέθυμνο, Μάιος 1953
Οι ηχογραφήσεις του Νοτόπουλου
Αργότερα, στη δεκαετία του ’50, κατεγράφη από τον εθνομουσικολόγο James Notopoulos παρέα με το Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) και το γνωστό οργανοποιό και λυράρη Μανώλη Σταγάκη.
Οι ηχογραφήσεις του James Notopoulos στο YouTube:
Στα «Χασαπιά»
Ο Χάρης Παπαδάκης, στο βιβλίο του, αφιέρωμα στα «Χασαπιά» [η περιοχή των κρεοπωλείων (1894- 1961) της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων της πόλης του Ρεθύμνου] γράφει:
«Στα μαγαζιά των χασαπιών, τη δεκαετία του πενήντα, μουσική από ηλεκτρικά μέσα δεν ακουγόταν. Αυτό οφειλόταν στο ότι το ράδιο ήταν ένα μηχάνημα ακριβό, όπως ακριβό ήταν και το γραμμόφωνο και οι δίσκοι. Και τα είχαν ελάχιστα καφενεία στο Ρέθυμνο Μουσική ήταν το τραγούδι της παρέας, που όταν έβγαινε στο κέφι έπιανε το σκοπό.
Παρά του ότι στα Χασαπιά και ειδικά στο καφενείο μας σύχναζε ο Μανιάς, ο Σηφογιώργης, ο Σκορδαλός, ο Μαρκογιάννης, που ήταν φίλοι του πατέρα μου, ποτέ δεν τους είχα ακούσει να παίζουν στο καφενείο.

Ο μόνος λυράρης, που έπαιζε στα χασαπιά, ήταν ο Αντώνης Ιωάννη Παπαδάκης ο γνωστός στους Ρεθεμνιώτες, “Καρεκλάς”, ένας από τους αυτοδίδαχτους μαστόρους της Κρητικής λύρας.
Του Καρεκλά του άρεσε η καλή παρέα και σύχναζε στα Χασαπιά.Τον θυμάμαι βράδια, που ερχόταν κούτσα – κούτσα από τη Μεγάλη Πόρτα στα μαγαζί με τη λύρα του μέσα σε ένα σακούλι, που κρεμούσε στον ώμο. Καθόταν στο τραπεζάκι, όπου έβρισκε παρέα και έπινε τα κρασάκια του.
Όταν έβγαινε στο κέφι, έβγαζε τη λύρα, άναβε το τσιγάρο του και την έκανε να κελαηδάει. Ο Καρεκλάς δεν χρειαζόταν λαούτο για συνοδεία. Το ίσο, του το κρατούσαν τα γερακοκούδουνα του δοξαριού του. Από τότε δεν έχω ξαναδεί λυράρη να παίζει με δοξάρι με τα γερακοκούδουνα. Στο δοξάρι της λύρας τα τοποθέτησε ο κατασκευαστής, για να βοηθείται ο καλλιτέχνης στο ίσο και να δίνει και ενα δεύτερο ηχο, που συνόδευε τη λύρα. Οι οργανοπαίχτες παλιά δεν ήταν επαγγελματιες, ήταν λίγοι και αυτοδίδαχτοι. Έπαιζαν για το κέφι τους και την παρέα τους, περισσότερες φορές μόνοι. Σπάνια συναντάς σε παλιές φωτογραφίες, λυράρη και λαουτιέρη μαζί. Σε πολλές μάλιστα συναντάς το λυράρη να συνοδεύεται από οργανοπαιχτη, που παίζει μπουλγκαρι ακόμη και μπουζούκι.
Τον Καρεκλά τον συνάντησα, ένα βράδυ στο λιμάνι στην ταβέρνα του Αντώνη του Λιοδάκη, που είχα πάει παρέα με τον παππού μου τον Αντώνη τον κουτσό. Τα Χασαπιά είχαν χαλαστεί και ο πατέρας μου δεν είχε τότε μαγαζί. Γυρίζει και μου λέει: Ακου τούτη τη και να τη θυμάσαι
“Τα χασαπιά χαλάσανε, χάλασε κι η παρέα
και δε θα ξαναπιώ κρασί στου φίλου μου τ’ Αντρέα.
Ποτέ δε την ξέχασα και τώρα που μεγάλωσα καταλαβα, τι ταλέντο έχει ο απλός λαός, που μ ενα δίστιχο μπορεί να πει μια ολόκληρη ιστορία».
Ο Καρεκλάς στα «Ποιήματα» (Αθήνα, 1964) του Ρεθεμνιώτη ποιητή Γιώργη Καλομενόπουλου
Ο Γιώργης (Γιώργος) Καλομενόπουλος (1897–1963) υπήρξε ποιητής και πολεμικός ανταποκριτής με ρίζες στο Ρέθυμνο (από το Νευς Αμαρι ο πατερας του, από το Άδελε η μητέρα του), όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Με το έργο του αποτύπωσε την ατμόσφαιρα και τη νοσταλγία της παλιάς πόλης, τα ήθη, τα έθιμα και τους ανθρώπους της, αναδεικνύοντας την κρητική ψυχή μέσα από έναν λυρισμό άμεσο και αυθεντικό.
Στη συλλογή «Ποιήματα» που εξέδωσε μετά θανατον η σύζυγος του, βρίσκουμε τρεις αναφορές στον Αντώνη Παπαδάκη «Καρεκλά»:
Ατσιπόπουλο
Απόψε όλη η συντροφιά ζωή και νιάτα θα χαρή
στ’ αρχοντοχώρι το σεμνό με τους καλούς αθρώπους
και με τ’ ανόθευτο κρασί, στ’ αρχοντικό του Βαλαρή,
άξιο για τέτοια σύναξη και τέτοιους χαροκόπους.
Σα βράση η λύρα Καρεκλά και δώση διάτα για χορό,
μπροστά να πάη ο Τζέλησις και «ατσας» να τονε σύρη.
Κι εγώ τραγούδι θα του πω λεβέντικο όσο μπορώ
και μαντινάδες όμορφες (βοήθα, αδέρφι Ψύρη!).
Μήτσο, Αριστείδη, Φουντουλή, Φίλιππε, Δήμο και Κωστή,
με το ακράτο κέφι μας θα γίνη απόψε ντόρος.
Θα κελαηδήση ο Μπαξές και… σύρριζα θα κουρευτή,
Κλικλή μου, με τα δόντια σου ο… Γιάννης ο Ματζώρος!
Στου Καμπούρη την Ταβέρνα
Στου Καμπούρη την ταβέρνα, στου Φραγάκη το στενό,
μαζεμένες οι παρέες όπως κάθε βραδινό.
Ξεγνοιασιά, γέλιο και κέφι, ποτηράκι και μεζές,
και μακριά οι στενοχώριες και οι έγνοιες οι πεζές.
Εις το πρώτο τραπεζάκι δυο λεβέντες κάνουν μπούγιο,
ο καλόκαρδος Μανούσος με τ’ αδέρφι τον Κουνούγιο.
Ο Δετόρος, πλάι, ο Γιάννης μες στην «μπέρτα»του σεμνός
και παρέα του ο Μανιούδης κι ο Κοκόλης Αστρινός.
Σ’ άλλο τραπεζάκι πίνουν δυο αχώριστοι αδερφοί,
ο κυρ Σπύρος Αρετάκης με τον Τούρκο το Ναφή.
Να κι ο Καρεκλάς στο βάθος με το Γιώργη τον Αγιούτη,
με τη λύρα του ο ένας και ο άλλος με το «ούτι».
Φτάνει γελαστή με κέφι κι η δική μου συντροφιά,
του Ρεθέμνου η νεολαία κι η «ψιλή του η φωτιά».
Μιχελής, Λαμπάκης, Ψύρης, Αριστείδης, Καυγαλής,
Φίλιππος, Κοσμάς, Σκευάκης, Μουρνιανός και Φουντουλής.
Σε μιαν άκρη της ταβέρνας ξαπλωνόμαστε κι εμείς,
και το πρώτο καραφάκι το κερνάει ο Καμής.
Όλοι γνέφουν τ’ Αριστείδη και στο Μιχελή τον πόντο
να πουν κάποιο τραγουδάκι ταιριαστό πρίμο-σεκόντο.
«Κόρη ωραία της αγάπης»η παρέα μας αρχίζει,
συγκινείται ο Κοκόλης κι ο Δετόρος μας δακρύζει.
Ο Κουνούγιος κάνει κέφι και κεράσματα προστάζει,
μερακλώνεται ο Ζαμπράκος και ο Συνατσής τα σπάζει.
Με γαρύφαλο στο φέσι αποφτάνει η «Λεμονιά»
και τραβάει κατευθείαν στην απέναντι γωνιά.
Απ’ τη Νουριγιέ σταλμένος κάποιο μυστικό κρατεί,
πλάι στον Καμή πλευρίζει και του το σφυράει στ’ αυτί.
Ο Μπεζώκος, πάντα σέκος, πικραμένος τον κοιτάζει,
απ’ τη ζήλια του ασπρίζει κι από το κακό του σκάζει.
Ένα χαμόγελο ανθίζει εις τα χείλη του Καμή
και κεφάτος αμολιέται για το σπίτι της, γραμμή
Στου Χηρομανόλη απόψε
Στου Χηρομανόλη απόψε η παρέα για κρασί
να καθίση δεν προφτάνει κι αποφτάνει η μισή.
Πλάι πίνει ο Ζαχαρίας, ο κυρ Σπύρος ο Αλατσάς,
ο Βλαστός, ο Κολοτούρος, ο Κυρίμης και ο Βουτσάς.
Ο Βλαστός μιλά για γλέντια, ο κυρ Σπύρος για βαρέλια,
ο Κυρίμης για αγάπες κι ο Βουτσάς… για τα κοπέλια.
Όλοι ψιλοκουβεντιάζουν παίζοντας το κομπολόι
και μονάχα ο Κολοτούρος, χωρίς να μιλάη, τρώει.
Στη μαστίχα το ‘χουν ρίξει, καθιστοί πίσω από μας,
ο Σελίμης ο μεσίτης κι ο Γλυστρίδης ο «Ντολμάς».
Τρεις τρατάρηδες πιο πέρα, Ιταλιάνοι Καλαβροί,το ξινόκρασο αφανίζουν και μεζές τους δυο καβροί.
Τα κοπάνησεν ο Τσίγκης και δεν έχει να πλερώση
(κι άλλοτε με βερεσέδι τη φωλιά του έχει λερώσει).
Μουρμουρίζει ο Μανολάκης. Τούτη η τέχνη δεν τ’ αρέσει
(ο πελάτης είναι Τούρκος αλλά αυτός… φορεί το φέσι).
Φτάνει ο Τζέλησις τρεχάτος απ’ το φούρνο, να προφτάση
να τα κοπανήση, ώσπου το προζύμι ν’ αναπιάση.
Σε μιαν άκρη ο Μπιτσικούνης, όπως πάντα, φωνακλάς,
προσταγή του περιμένει για τη λύρα ο Καρεκλάς

Ο Δημήτρης Ποθουλάκης και ο τραυματισμός του Καρεκλά
Ο Δημήτρης Ποθουλάκης στο βιβλίο του «Το Ρέθεμνος που έφυγε» αναφέρει για τον Αντώνη Παπαδάκη:
«Στου Δασκάλιου το καπηλιό [στο λιμάνι], με τους απόκληρους ναυτικούς, κατά τα μεσάνυχτα άνοιγε σιγά σιγά η πόρτα και έμπαινε βαρύς και ασήκωτος, σέρνοντας το κουτσουρεμένο πόδι του, ο Αντώνης ο Καρεκλάς, πάντα με ένα μισοσβησμένο αποτσίγαρο κολλημενο στα χείλη του.
Έπαιρνε θέση σε όποια μοναχική καρέκλα έβρισκε. Έλυνε με θρησκευτική ευλάβεια μια φθαρμένη μαξιλαροθήκη και έβγαζε προσεκτικά από μέσα τη βροντόλυρα και το δοξάρι με τα γερακοκούδουνα […] Ένας γλυκός παραπονιάρικος σκοπός πλημμύριζε την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, που μπορούσε και άνθη να μαράνει και τα δεντριά να ξεράνει!
«Πέθανε, άθλιο κορμί, δεν έχεις μπλιο κιανένα, απού να ενδιαφέρεται στο γ-κόσμο και για σένα».
Αυτή ήταν η συνηθισμένη του μαντινάδα, όταν άρχιζε τον παραπονιάρικο λυπητερό του σκοπό.
Ναυάγιο της ζωής και αυτός ο περιθωριακός καλλιτέχνης της κρητικής μουσικής, έκλαιγε την κατάντια του και τη μαύρη του τη μοίρα. Είχε χάσει τη γυναίκα του στην κατοχή, που τις είχε γράψει τραγούδια και σκοπούς και δεν μπορούσε να συνέλθει από το χτύπημα.
Ένα βράδυ, λίγο μετά την απελευθέρωση βγήκε από την ταβέρνα του Παντελή Αναγνωστάκη στου Κιουλούμπαση για να πάει προς νερού του, όπως είχε πει στην παρέα του, που τον έχασε εκείνο το βράδυ. Το πρωί τον βρήκαν περαστικοί πεσμένο στα κοφτερά βράχια του Κιουλούμπαση, μέσα στα αίματα και με κατάγματα σε όλο του το σώμα. Τον πήγαν μετά από περιπέτειες και ταλαιπωρίες σε νοσοκομείο στην Αθήνα.
Επέστρεψε μετά από δυο τρεις μήνες στο Ρέθυμνο με παράουρο το ένα του χέρι και κουτσουρεμένο το ένα του πόδι κατά μια πιθαμή».
Η άγνωστη ηχογράφηση στην ΕΡΤ
Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε μία ηχογράφηση του Καρεκλά το 1960 από το αρχείο της ΕΡΤ (εκπομπή Τα ξωτικά της παράδοσης). Ανέβηκε στο YouTube από τον Κλεάνθη Ατσαλάκη:
Ο Καρεκλάς και ο Χέρτζογκ
Όμως η πιο απρόσμενη εμφάνισή του έγινε το 1968, όταν ο διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ γύρισε στην Κρήτη την ταινία Letzte Worte («Τελευταίες Λέξεις»). Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Καρεκλάς υποδύεται έναν λυράρη που ζει απομονωμένος στη Σπιναλόγκα· οι σκηνές του στο λιμάνι του Ρεθύμνου είναι σήμερα ανεκτίμητο ντοκουμέντο.
Το 2007 είχαμε γράψει:
«Το 1968 ο Γερμανός σκηνοθέτης Χέρτζογκ βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας, Signs of life. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ο Χέρτζογκ γύρισε το πειραματικό μικρού μήκους φιλμ, ασπρόμαυρο, διάρκειας σχεδόν δεκατριών λεπτών, με τίτλο Letzte Worte (Τελευταίες λέξεις), με θέμα «τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης, που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα και, όταν το κολαστήριο καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί, αρνούμενος να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό. Τρεφόταν με αγριόχορτα, αγκάθια και σαύρες και έπαιζε τη λύρα του».
Ο Καρεκλάς υποδύθηκε αυτόν τον λυράρη κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, όπου τον δείχνει στο Ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου να παίζει έναν Ρεθυμνιώτικο Πεντοζάλη και Σούστες. Στη λύρα του είχε γερακοκούδουνα και τον συνόδευσε στο μπουζούκι και στο τραγούδι ο Λευτέρης Δασκαλάκης ή Δασκάλιος. Τα γυρίσματα έγιναν στο μαγαζί του τελευταίου και αποτελούν ένα μοναδικό συγκλονιστικό οπτικοακουστικό ντοκουμέντο της κρητικής παράδοσης».
Δείτε την ταινία «Letzte Worte»:
Ο Πέτρος Γλέζος και ο Καρεκλας
Ένα κείμενο του του Πέτρου Γλέζου, συγγραφέα και νομικού από το 1968:
«…Νομίζω πως με το ίδιο καράβι, που ένα γαλήνιο δειλινό του Οκτωβρίου ξεκινούσαμε από τον Πειραιά για το Ηράκλειο της Κρήτης, εταξιδέψαμε κάποτε από τη Μασσαλία στο Αιάκειο της Κορσικής.
Το πλοίο μας έφερε ξανά ολοζώντανες τις αναμνήσεις εκείνου του ταξιδιού. Ήταν θυμούμαι, ένα ταξίδι μοναδικό. Και η μνήμη του αρρενωπού νησιού της Μεσογείου, που τη μορφή του συμπύκνωσε κατά κάποιον τρόπο ανεπανάληπτα ή προσωπικότητα του Μεγάλου Ναπολέοντος, μας προετοίμασε για την επαφή με το δικό μας, επίσης αρρενωπό και δυνατό νησί. Αν η Κρήτη δεν έδωκε στην Ελλάδα ένα Μεγάλον Ναπολέοντα, έγραψε στην ιστορία μας μια σειρά από αγνούς και θερμούς αγωνιστές της Ελευθερίας, που, ανώνυμοι οι πολλοί, σεμνά ιστορημένοι οι λίγοι, εβεβαίωσαν τη λεβεντιά της Κρητικής γης και την Ελληνικότητά της. Και αν η Κρήτη είναι βέβαια απαλώτερη από την Κορσική, δεν παύει να είναι αρρενωπή, περήφανη και πιο όμορφη.
Βέβαια, κι’ εκαμαρώναμε ήδη εκ προοιμίων τη λιγεράδα και την ομορφιά των ανθρώπων της Κρήτης, εκείνη τη σβελτωσύνη, που τους επιτρέπει η σπαθάτη κορμοστασιά τους. Και ακούγαμε ευχάριστα, οικειωμένοι άλλως τε με αυτήν από την σχεδόν όμοια λαλιά της δικής μας ιδιαίτερης πατρίδας, της Νάξου, τη χαρακτηριστική, την τραγουδιστή ομιλία τους. Το πλοίο μας, η “Μεγαλόνησος Κρήτη”, μας φαίνονταν σαν μια μικρογραφία του νησιού, που το άλλο πρωϊνό θα πατούσαμε τα ιερά χώματά του.
Όταν ο καλός μας φίλος συνεπιβάτης, ο λεβέντης Κρητικός Μανώλης Φούμης, την αυγή μας έδειχνε και μας ονομάτιζε τα Κρητικά βουνά και τις Κρητικές ακρογιαλιές και μας ξεναγούσε ήδη από το πέλαγος στην ωραία πατρίδα του, είχαμε την αίσθηση πως θα περιηγηθούμε σε λίγο τόπον που τον γνωρίζουμε. Και όλοι οι Έλληνες πρέπει να την γνωρίζουν την Κρήτη».

«Μια βραδυά στο γραφικό λιμανάκι του Ρεθύμνου, συντροφευμένοι από δυο καλούς μας φίλους, γνήσιους Κρητικούς, τους κυρίους Κώσταν Αρχοντάκην και Σταύρον Σαραβελάκην, απολαύσαμε κατανυχτικά τις περίφημες Κρητικές “μαντινάδες”. Στη μικρή ταβερνίτσα του, ο θαυμάσιος εκείνος τύπος, ο Λευτέρης Δασκαλάκης, αφού μας περιποιήθηκε απλά, αλλά εγκάρδια με χταποδάκι ψητό και με μπουγιαμπέσα, κάθησε κοντά μας με το λαγούτο του κι’ άνοιξε απαλά απαλά στην αρχή το τραγούδι της Κρήτης, τη “μαντινάδα”.
Σε λίγο ήρθε να τον συντροφέψει, περίφημος κι’ αυτός τύπος – ένα περίεργο κράμα ήρωα του Χάμσουν και του Ντοστογιέφσκι – ο γερο-λυράρης Αντώνης Καρεκλάς. Πότε δάκρυα, πότε ευφρόσυνη χαρά φώτιζε τα πρόσωπά μας, όπως ακούγαμε τους δυο τραγουδιστές κι’ ακόμη όπως τους βλέπαμε να χαϊδεύουν ή να χτυπούν τα μουσικά όργανά τους, να δένονται μαζί τους σαν να ήταν σάρκα τους. Όταν πολύ αργά τη νύχτα αποχαιρετούσαμε τους δυο τραγουδιστές και το απαλό πρωτοβρόχι ράντιζε τις πλάκες του μικρού λιμανιού και τις έκανε να λάμπουν, είχαμε την αίσθηση του ανεπανάληπτου. Ποιος ξέρει, αν ποτέ πια θα μας δοθεί η χάρη να ξανακούσουμε το τραγούδι τους!…».

Η παρακμή και το άδοξο τέλος
Παρά τη δόξα του, τα τελευταία του χρόνια ήταν δύσκολα. Οι νεότεροι λυράρηδες, πιο «μοντέρνοι», τον έβαλαν στην άκρη. Εκείνος, φτωχός και κουρασμένος, βρέθηκε να παίζει για ένα ποτήρι κρασί στα στενά του Ρεθύμνου.
Ο δημοσιογράφος Νίκος Αγγελής (1929-2002) είχε γράψει ένα συγκλονιστικό άρθρο στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1978 με αφορμή το θάνατο του «Καρεκλά»:
«Διαβάζω την 5η Ιανουαρίου στην “αρχαιότερη κρητική εφημερίδα” στην “Κρητική Επιθεώρηση” Ρεθύμνου:
“Με καθυστέρηση πληροφορούμεθα τον θάνατο του Ρεθεμνιώτη λυράρη Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά που επισυνέβη τα Χριστούγεννα στο άσυλο των Χανίων, όπου οι αντίξοες συνθήκες της ζωής και το βαθύ γήρας τον είχαν οδηγήσει.
Με το θάνατο του Καρεκλά χάνεται μια δόξα της Κρητικής Μουσικής, ένας σπάνιος καλλιτέχνης που είχε αφήσει εποχή και πραγματικά με το δοξάρι του έγραψε ιστορία στην μουσική παράδοση του τόπου. Ο Καρεκλάς για χρόνια πολλά ήταν ο ξακουστός λυράρης της Κρήτης, ο δεξιοτέχνης του δοξαριού, που μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν μοναδικός στην απόδοση της “σούστας”, με την οποία και συνεδέθη το όνομά του. Τύπος μπoέμ, εκακοτύχησε στην ζωή του και είχε βασανισμένα γεράματα”.
Ένα “δίστηλο καλό” όπως λέμε στη δημοσιογραφία, αφιέρωσε η εφημερίδα στο θάνατο του Καρεκλά που κατάφερε να μάθει δέκα μέρες μετά… “Γιατί μωρέ;” ρωτούσε από χρόνια πολλά ο μακαρίτης ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, που μάθαινε την κατάντια του Καρεκλά. “Γιατί μωρέ; Δεν ανατραφήκαμε εμείς με τη λύρα του; Δεν νοιώσαμε τα πρώτα σκιρτήματα με το δοξάρι του; Γιατί μωρέ τον αφήσατε να καταντήσει έτσι ο Καρεκλάς εσείς μια ολόκληρη πολιτεία;”.
Ρωτούσε ο “δάσκαλος” μας στη δημοσιογραφία τότε. Ρωτώ κι εγώ με τη σειρά μου το Δήμαρχο και το Δεσπότη του Ρεθέμνου, που τυχαίνει να διαβάζουν καθημερινά την εφημερίδα αυτή με το “δίστηλο”:
– Γιατί; Ούτε το γεροκομείο του Pεθέμνου δεν χωρούσε το απομεινάρι του Καρεκλά; Δε βρέθηκε μια γωνιά να τον κρατήσει, έτσι για ν’ αφήσει την ύστερη πνοή του, όπως άφησε την τελευταία δοξαριά, στο Ρέθεμνος; Ήταν ο θάνατός του λιγότερο σημαντικός και από τον ψόφο ενός σκύλου για να τον μάθει η πολιτεία του δέκα μέρες μετά;
Το καλοκαίρι που θα κατέβω στο Ρέθεμνος θα δω τη λύρα του Καρεκλά αποτεθειμένη στη βιτρίνα της λαογραφικής συλλογής. Έτσι συμβαίνει πάντα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους. Η φροντίδα μας εξαντλείται στα άψυχα…
Μα ας αφήσομε τη μουρμούρα. Ο Καρεκλάς δεν πέθανε τώρα. Ήταν από χρόνια πολλά πεθαμένος. Από τότε που άλλοι σύγχρονοι λυράρηδες, πιο γρήγοροι και πιο προσαρμοσμένοι στους συρμούς, απόσπασαν από τον “ένδοξο” λυράρη τον κόσμο. Εκείνος ο θάνατος ήταν πιο οδυνηρής γιατί τον… έζησε ο Καρεκλάς. Τον κατάπιε γουλιά – γουλιά, μήνα με τον μήνα. Στα πανηγύρια δεν τραβούσε τον κόσμο πια και στους μεγάλους γάμους δεν τον καλούσαν. Ένοιωθε να ξεπέφτει και ν’ απομονώνεται. Έβλεπε τους καινούργιους να μπασταρδεύουν τους ρυθμούς που εκείνος με το Ροδινό σκάλισαν στο πετσί του Ρεθέμνου, αναπλάθοντας παμπάλαιους τόνους και πικραινόταν. Δεν έλεγε τίποτα. Κατέβαινε μόνο…
Ύστερα οι “αντίξοες συνθήκες της ζωής” που γράφει και ο συνάδελφος του Ρεθέμνου σύντριψαν κυριολεκτικά τον Καρεκλά. Χαμήλωσε η ψυχή του, λιγόστεψε θαρρείς και η λογική του ακόμη. Mα κάπου εκεί, μια σπίθα έμενε αναμένη μέχρι θανάτου και όταν την “λαντουρούσε” με κρασί στραφτάλιζε κι έδιδε ρυθμό στα μαραμένα χέρια. Και τότε μέσα στην πηχτή Pεθεμνιώτικη νύχτα ακουόταν κάπου σαν μακρινό παράπονο ή λύρα του να ανακαλεί τις σκιές και τις χαμένες μέρες της λεβεντιάς:
– Ο Καρεκλάς θυμάται, έλεγε τότε, κάποιος νυχτοπαρωρίτης διαβάτης.
Ειδικότητα του Καρεκλά ήταν η σούστα. Η σούστα του Καρεκλά. Έμεινε στην μουσική παράδοση του νησιού, δεν παραποιήθηκε από κανένα λυράρη. Είναι σεμνή, κλασική, σίγουρη και μαζί ναζιάρικη και ζωντανή. Ο Μουντάκης με τον Σκορδαλό που πέρασαν την παράδοση του Ρεθέμνου ολοζώντανη και αναλλοίωτη στις νεώτερες γενιές δεν άλλαξαν τη σούστα του Καρεκλά. Την σεβάσθηκαν απόλυτα. Διατήρησαν το όνομα της. Δηλαδή ούτε την οικειοποιήθηκαν οι ίδιοι, ούτε άφησαν κανένα άλλο να την οικειοποιηθεί. Και αυτό τους τιμά ιδιαίτερα.
Θυμούμαι δύο περιστατικά που καθρεπτίζουν έντονα τη δόξα και την κατάρρευση του Καρεκλά. Δύο εικόνες από την μεσουράνηση και την συντριβή του.
Ήμουν παιδάκι και βρεθήκαμε με το παππού στο χωριό Ρούστικα του Ρεθέμνου σ’ ένα πανηγύρι. Ήταν καλοκαίρι. Του Προφήτη Ηλία θα ήταν γιατί στο χωριό αυτό υπάρχει ένα ιστορικό μοναστήρι στο όνομα του προφήτη. Βράδιαζε και έπεφτε η ζεστή. Ως το σπίτι που μας φιλοξενούσαν έφταναν φωνές και τραγούδια λαού που παραληρούσε από κέφι. Έμοιαζαν με φωνές από ένα καρναβάλι νοτιοαμερικάνικο. Τις φωνές σφράγιζαν κάθε τόσο πυροβολισμοί, σφυρίγματα και κρότοι από βαρελότα.
Ανάμεσα στο βουητό αυτό ξεμύτιζε κάπου – κάπου η γλυκιά λαλιά μιας λύρας. Δυο τρεις κοντυλιές φτεράκιζαν μια στιγμή και ύστερα πνίγονταν πάλι στον ανθρώπινο κατακλυσμό.
Στο σπίτι που καθόμασταν σηκώθηκε από περιέργεια. Τι γίνεται; Κάτι ασυνήθιστο για το πανηγύρι του χωριού. Η νοικοκυρά έστελλε κάποιον να μάθει τι συμβαίνει. Σε λίγο ο αγγελιοφόρος ήρθε πίσω.
Τ’ αυτιά του έφεγγαν από ενθουσιασμό. Ήταν φανερό πως είδε ένα εξαιρετικό θέαμα. Είπε:
– Είναι ο Καρεκλάς στο μέγα κέφι και χορεύει ούλος ο λαός στο «λιβάδι».
«Λιβάδι» έλεγαν την πλατεία του χωριού. Τα παιδιά δεν κρατηθήκαμε άλλο. Κατεβήκαμε και πήγαμε ως εκεί. Ήταν μια ανθρωπομάζα που ορύετο κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε σ’ ένα δέντρο για να βλέπουμε καλύτερα. Κάποιος έλεγε πως ο Καρεκλάς έφθασε πριν από λίγη ώρα από το Ρέθεμνος πιωμένος. Εμείς βλέπαμε έναν μικρόσωμο άνθρωπο ανεβασμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι. Θαρρώ πως απάνω στο τραπέζι ήταν μια καρέκλα ή ένα βαρέλι μικρό στερεωμένο με τάκους. Δεν θυμούμαι καλά. Οπωσδήποτε ο Καρεκλάς ήταν απάνω στο βαρέλι αυτό ή στην καρέκλα, είχε τη λύρα πίσω στο κεφάλι του και έπαιζε. Ναι έπαιζε έτσι ανάποδα τη θρυλική σούστα του και τριγύρω πιωμένοι πανηγυριώτες χόρευαν ομαδικά. Και φώναζαν και τραγουδούσαν. Άλλοι σφύριζαν, άλλοι χτυπούσαν με τις παλάμες το τραπέζι, άλλοι κρατούσαν μπουκάλες γεμάτες κρασί και τις περνούσαν από στόμα σε στόμα.
Ένας νεαρός ήταν ανεβασμένος στο τραπέζι, πλάι στον παραλοϊσμένο λυράρη, του ‘βαζε στο στόμα μεζέδες, τον πότιζε κρασί. Μάζευε τα λεφτά που σκορπούσαν οι χορευτάδες γύρω και τα αποθήκευε στην τσέπη του λυράρη. Και πάνω απ’ όλα αποκρινόταν με τη δική του φωνή στα πυκνά “καλέσματα” που έστελνε ο λαός από γύρω:
– Γεια σου Καρεκλά αθάνατε!…
Αυτό το θέαμα του λυράρη που δόξαζε ο λαός δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Και αν ήταν να φύγει δεν το άφησε ένα άλλο θέαμα που αντίκρουσα περίπου είκοσι χρόνια αργότερα.

Καθόμαστε μιαν εσπέρα, αργά, στο λιμανάκι του Ρεθέμνου και πίναμε μαύρο κρασί με, τηγανητά, ξιδάτα, καβούρια και ψιλές ντόπιες γαριδοπούλες. Περνούσαν οι ώρες, έπεφτε άχνα αναδερή στα ρούχα μιας και στα μαλλιά μας. Καταστάλαζαν οι μικρές φωνές και οι καημοί της πολιτείας. Φούσκωνε τις ψυχές μας το κρασάκι. Μια στιγμή βγήκε από ένα στενό ένας άνθρωπος γερασμένος, μ’ ένα μακρύ σακάκι ριγμένο στους ώμους. Ακουμπούσε σ’ ένα μπαστούνι και μας πλησίασε. Είμαστε η μοναδική μεγάλη παρέα στο γιαλό. Έβγαλε μια ταλαιπωρημένη λύρα από το σακάκι του και έγνεψε να μας παίξει λίγο. Ένας ντόπιος, όμως, νεαρός της συντροφιάς τον σταμάτησε απότομα:
– Αντώνη πιες μια και πήγαινε…
Ήταν ο Καρεκλάς! Ναι ο μεγάλος λυράρης! Όταν το ‘μαθα είχε απομακρυνθεί. Ένοιωσα οργή και θλίψη. Άφησα την παρέα και έτρεξα στα στενά να τον βρω, αλλά είχε χαθεί εκείνη τη νύχτα… Είχε εξασφαλίσει το κρασάκι του για κείνη την ώρα και είχε τρυπώσει στο σπιτάκι του. Ήταν φανερό πως από τότε είχε πεθάνει..
Τα φετινά Χριστούγεννα ήμουν με δυο συναδέλφους στο Ρέθεμνος. Παραμονή, προπαραμονή, περνούσαμε από την μεγάλη παραλία που ήταν έρημη και τη βασάνιζε ένας φοβερός βοριάς. Κρύο, παντερμιά, χιονόνερο.
Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και βλέπαμε τα φοβερά κύματα που ξεπερνούσαν τα μουράγια και φοβέριζαν τα μικρά πλεούμενα. Ακούγαμε για λίγο τους γόους των νερών και τους θρήνους των κλειστών σπιτιών. Οι αντένες των μικρών καραβιών σφύριζαν. Ήταν μια παράξενη, σχεδόν εφιαλτική ώρα. Υπολογίζω, ήταν η ώρα που πέθαινε ο Καρεκλάς, ξεχασμένος, νεκρός κιόλας από πολλά χρόνια, σ’ ένα κρεβάτι γεροκομείου, μακριά από την πολιτεία που τον γέννησε, τον γλέντησε, τον δόξασε, τον περιφρόνησε και τον έδιωξε, σα γέρικο και άχρηστο σκυλί να πεθάνει έξω από τα όρια της…».
Ο Αντώνης Παπαδάκης έφυγε από τη ζωή στις 26 Δεκεμβρίου 1977, στο Άσυλο Ανιάτων Χανίων, σχεδόν μόνος.
Κι όμως, ο ήχος του δεν χάθηκε. Η «Σούστα του Καρεκλά» παραμένει αναφορά για κάθε λυράρη που σέβεται τον εαυτό του. Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης τον αποκάλεσε «μεγάλο δάσκαλο της Κρητικής μουσικής, από τον οποίο περάσαμε όλοι». Ο Αντώνης Παπαδάκης αν και έφυγε ξεχασμένος, άφησε πίσω του ήχους αθάνατους.
επιμέλεια κειμένου – έρευνα:
Κώστας Ι. Βασιλάκης







