Στους μαθητές μου της Πόμπιας Ηρακλείου (1967 – 1971)
Στον Στέλιο Νταλιαδάκη, ιδιαίτερα
Κάτασπρο γιασεμί
και μυ – και μυ
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί
(Οδ. Ελύτης : τα ετεροθαλή)

Κι εγώ που γεννήθηκα στις παραλίες του Κορινθιακού μ’ αρώματα λεμονανθών και χάδια αύρας στο παράθυρό μου, που μεγάλωσα με τσάμικα και καλαματιανά από σαντούρια, κλαρίνα και βιολιά, απόκτησα, ο τυχερός, μια δεύτερη πατρίδα που ένας μεγάλος συγγραφέας της, ο Νίκος Καζαντζάκης (ποιος άλλος;), την παρομοιάζει στην Οδύσσειά του με κόρη που υφαίνει στον αργαλειό της θάλασσας. Τι ακριβώς, έμελλε να μάθω αργότερα.
Πιο κάτω ο στίχος του Καζαντζάκη λέει : «Χαρά στα μάτια αδέλφια που αξιωθούν στο πέλαο να τη δούνε». Τα δικά μου γνώρισαν αυτή τη χαρά και ευτυχής εγώ που πάτησα τα χώματά της, αρχές μιας άνοιξης του 66 ως πρωτοδιόριστος καθηγητής στο ιστορικό Γυμνάσιο – Λύκειο Πόμπιας, στην Μεσαρά.
Γνώρισα κι αγάπησα ανθρώπους, λάτρεψα τοπία, αγνάντεψα σαν άλλος ήρωας του μυθιστορήματος της Γαλανάκη (O αιώνας των λαβυρίνθων) «μικρά λευκά χωριά, ασημένιους ελαιώνες και σπίθες μενεξεδένιες από τη θάλασσα του Λιβυκού». Είδα μνημεία όπου συναιρούνται στοιχεία όλων των εποχών της Κρητικής ιστορίας κι άκουσα μια γλώσσα μουσική και παιγνιώδη με τα παχιά σύμφωνα και τα βαριά φωνήεντα να συνθέτουν λέξεις πρωτάκουστες στ’ αυτιά μου, τόσο παλιές, αλλά γεμάτες ζωή κι άφθαρτη νιότη: σύντεκνος, κοπέλι και ντελικανής, ίντα και γιάντα, σκιας και μια ολιά (μ’ αγαπάς μια ολιά;), αθιβολή, βιόλα, βεντέμα, αίγα, βούργια, μαδάρες, ζαμάνι, θαμπιόλι, λύρα, κοντυλιές και μαντινάδες…
Μα «πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα» λέει ο Ναζίμ Χικμέτ. Μια υπερβολή είναι, για να φανεί η δύναμη των τραγουδιών. Κι αν μες τα τραγούδια είναι οι άνθρωποι και οι ψυχές τους, το ίδιο λοιπόν αγάπησα ανθρώπους και τραγούδια.
Μέχρι να πάω στην Κρήτη αγνοούσα σχεδόν τα τραγούδια της, μάλλον μ’ απωθούσαν. Ανώριμος ίσως εγώ κι αυτά άλλης έκφρασης και ιδιοσυστασίας από τα δημοτικά των παιδικών μου χρόνων. Αδιάφορος και ξένος έμενα κάποια Σάββατα μεσημέρι που μαθητής από το πρώτο πρόγραμμα του ΕΙΡ άκουγα τους αδελφούς Κουτσουρέλη σε ζωντανή σύνδεση με τα Χανιά.
Στην πρώτη εκδρομή με το σχολείο μου της Πόμπιας, οι μαθητές έπιασαν κάποια στιγμή να τραγουδούν την «ξαστεριά». «Άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», για να θυμηθώ και τον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό που μιλούσε ιταλικά ώσπου γνώρισε τη γλώσσα του κι άρχισε ν’ αγοράζει λέξεις ελληνικές (Δες ταινία του Θ. Αγγελόπουλου: Μια αιωνιότητα και μια μέρα).
Τα λόγια κι ο σκοπός του τραγουδιού (πότε, πότε –επιτέλους- θα κάνει ξαστεριά;) ξύπνησαν μέσα μου αυτόν που τέτοια τραγούδια περίμενε ν’ ακούσει. Ζήτησα να το επαναλάβουν. Μου έκαναν το χατίρι τέσσερις με πέντε φορές. Πού να φανταζόμουν πως επτά χρόνια μετά, αυτό το τραγούδι θα καθαγίαζε τον αγώνα άλλων παιδιών, μιας άλλης πόλης, σ’ ένα χώρο που παραβιάστηκαν βάναυσα πόρτες ιστορικές και γέμισαν αίματα αυλές και κάγκελα, κράσπεδα και δρόμοι.
Φθάνοντας στον προορισμό της εκδρομής, παραλία Κόκκινου Πύργου, ήρθαν και τα ερωτικά και τα τραγούδια του πάθους κι αυτά του ανεκπλήρωτου (και ανικανοποίητου) έρωτα, του χωρισμού με τις βαριές λαβωματιές που από μέσα τους φυτρώνουν τα πιο ωραία άνθη της μελαγχολίας.
Φυσούσε άγριος άνεμος και τα κύματα έσκαζαν στις πέτρες της παραλίας του Πύργου (δεν υπήρχε τότε λιμάνι και μόλος), πότιζαν τα αρμυρίκια, αλλά στην τσιμεντένια αυλή της μοναδικής ταβέρνας του Χρηστάκη χοροί και τραγούδια. Τα παιδιά με παράσυραν να χορέψω και μου ‘δειξαν τα βήματα της σούστας. Ερωτικός χορός αντικριστός. Ανεπίδεκτος (μάλλον εκτός κλίματος). Ο αέρας εξακολουθούσε να λυσσομανά. Μέσα μου άλλοι άνεμοι θρασομανούσαν. «Όποιος δε θέλει τίκι τακ στο χαρκιδιό δεν μπαίνει» έλεγε το τραγούδι (όπου χαρκιδιό = σιδηρουργείο˙ δηλ σίδερα καρδιάς , αλλά ποιος μπορεί να μην μπει εκεί και ποιος θέλει να μη σιδηροδέσει μ’ έναν έρωτα την καρδία του; Μια κουβέντα είναι τα τραγούδια τελικά. Η πράξη άλλη). Μπήκα για καλά κι εγώ στο χαρκιδιό και ξέρω. Μπήκα και στο χαρκιδιό των τραγουδιών.
Μέρες μετά την εκδρομή έτρεχα ν’ αγοράσω τα σαρανταπεντάρια βινίλια του Σηφογιωργάκη με τον «Άτυχο» και το «Φάρο».
Έσβησε ο φάρος που ‘φεγγε το μαύρο μου σκοτάδι
για μένα τώρα πια η ζωή θα μείνει πάντα βράδυ.
Τραγούδια που μ’ έλιωναν, με βασάνιζαν γλυκά, μ’ εξουθένωναν λυτρωτικά. Είχα αγοράσει και το πρώτο μου πικάπ, ένα Φίλιπς από τους αδελφούς Κουλεντάκη στις Μοίρες. Κάποτε ταξιδεύαμε από το Ηράκλειο στους Βώρους, στο ίδιο λεωφορείο, με τον Σηφογιωργάκη. Καθόταν δίπλα μου στο κάθισμα. Δεν τόλμησα να του μιλήσω.
Ο συνάδελφος Μαράκης με μύησε στον τραγουδιστή φαινόμενο Κώστα Μουντάκη, αυτόν που θα λατρέψω κι εγώ αργότερα, αυτόν για τον οποίο δήλωνε το 2001 σε αθηναϊκή εφημερίδα ο ομότεχνός του Λεωνίδας Κλάδος «Θα περάσουνε πολλά χρόνια, ίσως και αιώνες, για να βγάλει η Κρήτη ξανά Μουντάκη». Μόλις προχθές άκουγα στην εκπομπή του Γ. Τσάμπρα (ΕΡΑ2, «Τα πάντα ρει») τον εξαίρετο στιχουργό Θοδωρή Γκόνη να επιλέγει το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω» και να λέει: «Θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί που ακούν τ’ αυτιά μας τέτοιες φωνές. Για τη φωνή του Μουντάκη είμαι λίγος να πω εγώ κάτι».
Οι μέρες περνούσαν κι εγκλιματιζόμουν όλο και περισσότερο στο χώρο. Από τα πλανόδια μανάβικα, ψαράδικα, εμπορικά με κουζινικά, υαλικά και είδη προικός, και από τα μεγάφωνά τους, έφταναν τα τραγούδια που τραγουδούσε όλη η Κρήτη. Αναστεναγμοί στο ήσυχο πρωινό και πάθη στο φλεγόμενο καταμεσήμερο. Ο Νίκος Μανιάς με το «περνάς και δε με χαιρετάς ως με χαιρέτας πάντα» ή μ’ εκείνο που χάλαγε κόσμο τότε.
Πες μου και γιάντα τη χτυπάς με τόση δα μανία
καρδιά που γίνεται για σε καθημερινώς θυσία.
Στον Σταυρό, μεγάλη κεντρική πλατεία της Πόμπιας, ο μοναδικός ταξιτζής του χωριού Δρακάκης, με ανοιχτές τις τέσσερις πόρτες του ταξί, να περιμένει πελάτες για το περιβόητο παζάρι των Μοιρών, να παίζει στη διαπασών το τραγούδι κι αυτό να φθάνει ως κάτω στο σχολείο και να αποσυντονίζει δάσκαλους και μαθητές.
Μ’ έκανες και σ’ αγάπησα και τώρα μ’ απαρνιέσαι
εσύ δεν είσαι χριστιανή Θεό δε συλλογιέσαι.
Και μετά ο κύριος Γιώργος Καλομοίρης, κομψός κι αριστοκρατικός, μακριά από το Κρητικό ανδρικό μοντέλο, στο γάμο του εξαδέλφου Νίκου, στους Αγίους Δέκα «Μ’ άνοιξες στο κορμί πληγές». Κι ύστερα έψαξα δίσκους του. Αγάπησα τα τραγούδια του. Ζήλεψα πολύ μια μαντινάδα του.
Εικόνισμά μου σ’ έβαλα στην κλίνη μου αποπάνω
κι αντί για λάδι δάκρυα μες το καντήλι βάνω.
Κι όταν πριν τρία χρόνια με πήρε τηλέφωνο για «Το ψάρι και το πουλί» που γράψαμε μαζί για τον Νίκο Ανδρουλάκη, είχαν τα λόγια του τόση σοφία κι ευγένεια Κρητική και η φωνή του τόση περηφάνια που με σκλάβωσε. Ευχαριστούσε εμένα για τους στίχους που του έδωσα. Τι να πω κι εγώ που τ΄ όνομά μου μπήκε δίπλα στο δικό του.
Και πάλι ο Μουντάκης, «ο αργαλειός», «ο πραματευτής», «οι μυλωνάδες κι οι μαζώχτρες», να πλέκουν ολόκληρα σενάρια ερώτων νυχτερινών, ανάμεσα στη δουλειά˙ ανάμεσα στο μάζεμα της ελιάς και καθάρισμα τα βράδια μέχρι να πάνε στο ελαιοτριβείο (φάμπρικα) για το άλεσμα από τους μυλωνάδες. Και μετά ιστορίες για το γέρο μερακλή, τον παλιό τραγουδιστή της Γραμβούσας, τον Τζέκα και συγκινήσεις με δάκρυα για τη νεράιδα της ακρογιαλιάς, και άλλες ιστορίες πιο παλιές αυτές, από εποχές ηρωικές με Κρητικόπουλα και αγάδες.
Αυτά τα τραγούδια λες και με περίμεναν να ‘ρθω εκεί στην Κρήτη να τα βρω, να τ’ ακούω και στον ύπνο που κοιμάμαι, να τα τραγουδώ όταν ξυπνούσα, να «φτερουγίζει το μυαλό σαν μαγεμένο» εκεί που βάδιζα, εκεί που σταματούσα. Και να σταματά κι αυτό από την ευρηματικότητα του άγνωστου ποιητή – μαντιναδολόγου.
Παραδόθηκα στους ρυθμούς και την ποίησή του Σκορδαλού.
Μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει
πως της αγάπης ο καημός τη σταματά τη σκέψη.
Άρχισα να κάνω παρέα μ’ ανθρώπους που είχαν το ίδιο πάθος του τραγουδιού με μένα. Πήρα μέρος στα τραπέζια και στα γλέντια τους. Μέθυσα με άπειρες ρακές και θαυμαστές μαντινάδες, μου είπαν παραμύθια για λυράρηδες και τραγουδιστές – μύθους. Τον Ροδινό που «ήταν γιος της χαραυγής, ήταν πνοή τ΄ ανέμου, γέννημα θρέμμα και παιδί της πόλης του Ρεθέμνου», τον Καλογρίδη και τον Καλογερίδη, τον Λαγό, τον Φουσταλιέρη της πονεμένης καρδιάς, τον Καρεκλά, τον Δερμιτζογιάννη (συμπατριώτη του Κορνάρου), τον Κώστα Παπαδάκη ή Ναύτη, τον Αβησσυνό με το μεθυσμένο βιολί του και πάνω απ’ όλους Τον Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξέ (δακρύζω με παράπονο με πόνο συλλογούμαι) και τη θαυμαστή αδελφή του Λαυρεντία που το 1940 εκπορθεί έναν καθαρά ανδρικό χώρο. Αφήνω τη φαντασία ξέφρενη να τρέχει εκεί που τραγουδούσε κι ανοίγω τα μάτια της ψυχής να τη δουν ωραία κι αγέρωχη παρά το ανδροπρεπές όνομά της. (Κι ευχαριστώ τον κύριο Αεράκη για το ανεκτίμητο δώρο του, τους «Πρωτομάστορες»).
Σημαντική στιγμή για μένα η γνωριμία μου με τον Λεωνίδα Κλάδο. Με σύστησε ένας φίλος, όταν καθίσαμε στο ζαχαροπλαστείο του, το καλύτερο των Μοιρών (έπρεπε να έχεις μέσον για να βρεις θέση τα Σάββατα του παζαριού). Αν δεν ήταν ένα τετριμμένο και άνοστο λογοπαίγνιο, θα έλεγα πως ως άνθρωπος και ως λυράρης είχε κάτι από τα γλυκά που κατασκεύαζε. Παραλίγο να γράψουμε μαζί κι ένα τραγουδάκι, αλλά εγώ έψαχνα λόγια για «έντεχνα» στιχάκια και μου ήταν αδύνατο να γράψω μια μαντινάδα της προκοπής τη στιγμή που άκουγα τέτοιες που μ’ έκαναν να «κομπλάρω» (χρησιμοποιώ μια λέξη της τότε ηλικίας μου) όπως όταν βλέπεις ωραίες άπιαστες γυναίκες κι εσύ ένα τίποτα για να σου ρίξουν ένα βλέμμα έστω. Θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία τον Λεωνίδα Κλάδο (Δεν ξέρω αν κάνει ακόμα εκείνα τα απίθανα παγωτά – ξυλάκι Λύρα) και πολλές φορές ψιθυρίζω ένα τραγούδι του που παρά τους απελπισμένους στίχους του ως τέχνη υψηλή με λυτρώνει:
Άρχισε πάλι η καρδιά του αργαλειού να υφαίνει
μόνο για μαύρες φορεσιές παραγγελίες παίρνει.
Περαματίζω τους καημούς στο χτένι κάθε τόσο
και φαίνω μαύρες φορεσιές στους δυστυχείς να δώσω.
Είχα όμως και καλούς δασκάλους, καθώς προχωρούσαν τα μαθήματα γνωριμίας μου με την Κρητική μουσική. Δεν έγιναν διάσημοι, δε γύρισαν δίσκους, δεν τους έστεψε η δόξα. Μόνο η δική μας αγάπη, των φίλων των συγγενών, των συγχωριανών, και των ανθρώπων της γύρω περιοχής τους «αποθέωνε» σε γάμους, βαπτίσεις, βεγγέρες, και γιορτές, όπου έπιαναν λύρα και λαούτο κι έπαιζαν τα μεγάλα τραγούδια της Κρητικής παράδοσης και δημιουργίας. Πρώτοι και καλύτεροι, αγαπημένοι εξίσου με τους ένδοξους, οι αδελφοί Φουστανάκη, ο Στέλιος με το βιολί του. Κι ο Γιάγκος που προσπαθούσε να υποτάξει το θεριό της λύρας σε ολονυχτίες με απίστευτα φαγοπότια. Παιδιά ενός πατέρα λυράρη που η φήμη του δεν είχε σβήσει μετά το θάνατό του, του Κώστα Φουστάνη. Είχε γράψει και κάποιους δίσκους που τα παιδιά του απεγνωσμένα έψαχναν να τους ανακαλύψουν στα χέρια αγνώστου κατόχου ή συλλέκτη. Τους άκουγα να τραγουδούν κι εντύπωση μου έκανε, εκτός από την τέχνη τους και τα τραγούδια που έλεγαν, οι παρέμβλητες, ανάμεσα στους δύο στίχους μιας μαντινάδας, λέξεις γεμάτες τρυφερότητα και πάθος όπως: όφου το κοπελιά μου, χαρώτο το μωρό μου, παράπονο, βιόλα μου, γιασεμί μου, λεμονιά μου, ζουμπούλι μου, βαρύ καημέ κλπ (ναι, αυτές οι τρυφερές εκφράσεις από άντρες τραχείς και με φήμη απόλυτου αφέντη στο σπίτι). Ήσαν ακόμα ο Μανώλης ο Τσακίρης που συνόδευε στο λαούτο κι εκείνος ο γλυκύτατος κι ευγενικός Μανούσος Μανουσέλης με το μαντολινάκι του (καθόλου επαγγελματίας αυτός, καλλιτέχνης ήταν και στην επεξεργασία του ξύλου, έχω ακόμα μια βιβλιοθήκη που μου έφτιαξε). Έπαιζε λοιπόν ο Μανουσέλης τραγούδια αρωματικά από της ψυχής του τον μπαξέ κι ευωδίαζε η νύχτα και η Πόμπια και η νιότη μας μαζί. Αγαπημένη του μαντινάδα :
Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά να κάθομαι να κλαίω
και στ’ αφρισμένα κύματα τον πόνο μου να λέω.
Θυμάμαι και μια άλλη που όταν την άκουσα τον ρώτησα :
– Έχεις διαβάσει Σαίξπηρ;
– Τι είναι αυτό; μου είπε
– Δεν πειράζει, ξαναπές τη μαντινάδα και θα σου εξηγήσω μια άλλη φορα.
Και επαναλάμβανε:
«Να ζει κανείς ή να μη ζει σαν η καρδιά ‘ναι άδεια
είναι καλλιά η παγωνιά στου Άδη τα σκοτάδια».
Λες για αυτό να έφυγε, νωρίς σχετικά, για κείνα τα σκοτάδια της μαντινάδας του;
Στο Τυμπάκι βασίλευε ο Φραγκής Στυλιανάκης, αγέλαστος και σοβαρός, δεξιοτέχνης της λύρας με δάχτυλα μαγικά που δεν έκανε λένε δίσκο, γιατί, όταν ήρθε στην Αθήνα και μπήκε στο στούντιο, τρόμαξε και δεν μπορούσε να παίξει ούτε δοξαριά. Βγήκε απ’ τα νερά του, έχασε τις ανάσες του κόσμου, που τον ζέσταιναν και τα μάτια που τον χειροκροτούσαν με το βλέμμα τους. Άφησε διάδοχο το γιο του Μιχάλη, σπουδαίο λαουτιέρη, ψυχή και σώμα των μοναδικών πανηγυριών του Αγίου Τίτου στο Τυμπάκι.
Σ’ ένα τέτοιο πανηγύρι γνώρισα και πρωτάκουσα δύο μεταγενέστερους λυράρηδες και τραγουδιστές που έγραψαν, χωρίς υπερβολή, ιστορία (ο ένας γράφει ακόμα).
Είναι καλοκαίρι του ’68. Αρραβωνιασμένος ήμουν και λίαν ευσυγκίνητος στα ερωτικά τραγούδια (πάντα δηλαδή, αλλά τότε ένας λόγος παραπάνω). Θα ήταν περασμένες δύο και το πανηγύρι είχε αρχίσει να «φυλλορροεί». Η μεγάλη πλατεία του Τυμπακίου να ανασαίνει σε κάποια σημείο από το ασφυκτικό βάρος του πλήθους. Στην άλλη άκρη απ’ αυτή που καθόμαστε, είδα έντονη κίνηση. Άνθρωποι όρθιοι αγκάλιαζαν κάποιον και τον καλωσόριζαν. Μόνο μπαλοθιές που δεν έπεσαν. Χειροκροτήματα όμως άφθονα και επευφημίες γέμισαν τη γιορτινή νύχτα. «Ποιος είναι ρε παιδιά; Ποιος ήρθε και τον χαιρετάνε τόσο εγκάρδια;» ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον. «Κάποιος πολιτικός», μου λέει ο διπλανός. «Αυτοί δεν αφήνουν γιορτή γα γιορτή ανεκμετάλλευτη.» Η ορχήστρα έπαιζε διασκευασμένο σε ταγκό ένα τραγουδάκι του Γαβαλά.
Ξημερώνει και βραδιάζει και με τρώει η θλίψη.
Όταν τελείωσε, ανέβηκε στο πάλκο ένας ψηλός, λεπτός, ευθυτενής, μελαχρινός, με μαύρο, απαραίτητο για Κρητικό, μουστάκι, με πλούσια –μαύρα κι αυτά- μαλλιά, χρωματιστό πουκάμισο, ωραίος σαν άγγελος –αρχάγγελος, αργότερα θα γίνει- κι άρχισε να παίζει με τη λύρα του και να τραγουδά ένα σουξεδάκι ελαφρό μιας παλιότερης εποχής.
«Η γυναίκα π’ αγάπησα, η γυναίκα που ένοιωσα, η γυναίκα που πόνεσα είσαι ΜΟΝΟΝ ΕΣΥ».
Χορεύαμε περιπαθώς με την Κατερίνα –άλλωστε το τραγούδι ψιθύριζε τα λόγια που ήθελα να της πω- και στ’ αυτιά μας έφτανε μια πρωτάκουστη μαγική φωνή σαν αέρας του Ψηλορείτη ή σαν ήχος από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φάνηκε περισσότερο στο ριζίτικο που είπε αργότερα. Ένα χρόνο μετά ήμουν καθημερινά σαν μεθυσμένος με το Χρονικό του Μαρκόπουλου. «Ντοπαρισμένος» σχεδόν έφευγα για το σχολείο, αφού μόλις ξυπνούσα έβαζα το δίσκο στο άθλιο πικάπ μου. Έμπαινα στην τάξη, έκανα το μάθημά μου κι ανάμεσα στα αρχαία ρήματα και τα ιστορικά γεγονότα πετούσα στίχους του Κ.Χ Μύρη
«Καρφώσανε τον γίγαντα στα βράχια του Καυκάσου…»
και προσπαθούσα να μεταδώσω στα παιδιά το ένθεο τράνταγμα που συγκλόνιζε ψυχή και σώμα. Ο αθάνατος Ξυλούρης!
Κάποια χρόνια μετά η τύχη φρόντισε να ακούσω τον άλλο σπουδαίο Ανωγειανό, αλλά στην παραλία του Πύργου αυτή τη φορά. ‘Επαιζε –πρώιμο Πάσχα θα ήταν- στου Αυγενάκη και πήγαμε με τον κουνιάδο μου τον Σπύρο. Κόσμος πολύς μέσα κι έξω. Λέω του Σπύρου για ένα τραγούδι που είχα ακούσει από το ραδιόφωνο με τη φωνή του Βασίλη Σκουλά.
«Πολλές χαρές έχει η ζωή μα δε μοιράζει δίκια
μοιάζει με κύμα που σκορπά σωρούς σωρούς τα φύκια»
– Πάμε μαζί να του το ζητήσουμε, ακομπλεξάριστος ο Σπύρος. Θα του πω ότι γράφεις κι εσύ τραγούδια.
Πού να πάω εγώ που ντρεπόμουν και τον ίσκιο μου. Χάζευα τον Βασίλη άρχοντα στο πάλκο, ευγενική και αδρή φυσιογνωμία, αλλά μέχρις εκεί. Ο Σπύρος όμως δε δίστασε, πάει και του λέει κάτι στ’ αυτί. Του απαντά αυτός με κάτι σαν «στο πανηγύρι δεν αντέχουν τέτοια τραγούδια. Θέλουν γλετζέδικα». Αργότερα η τύχη με ευνόησε να γνωρίσω τον Βασίλη, να γίνουμε φίλοι, να πει τραγούδια μου για τα οποία καμαρώνω, να λέω πως τράβηξα κι εγώ ένα τυχερό χαρτί κι έπεσε στα χέρια μου το καλύτερο ζάρι.
Τα τραγούδια της Κρήτης πολύ τ’ αγάπησα. Πιστεύω και εκείνα εμένα. Τους χορούς της όμως δεν κατάφερα ποτέ μου να τους μάθω. Κάτι συλλάβισα από συρτό, κάτι ψευτοδιάβασα από σούστα (ε, στο σιγανό τα καταφέρνουν όλοι). Στον Μαλεβιζιώτη ούτε αράδα. Μένω να θαυμάζω τους άλλους που τον χορεύουν εκπληκτικά. «Οι χοροί της Κρήτης» -διαβάζω στο τελευταίο βιβλίο της Μάρως Δούκα- «είναι δεμένοι με τα πάθη και τα όπλα από τα αρχαία χρόνια, τότε που χόρευαν πιασμένοι χέρι χέρι τον πυρρίχιο οι άνδρες πάνοπλοι».Με ποια φόντα τώρα εγώ από τις παραλίες του Κορινθιακού…
Δε μου μένει παρά να δω την Κρήτη σαν δεύτερη πατρίδα, ώστε να έχω κι εγώ λόγο και δικαίωμα να επαναλάβω αυτό που διάβασα στο βιβλίο της Δούκα πάλι (Αθώοι και φταίχτες). Είναι λόγια ενός από τους ήρωές της:
«Ζούμε και χαιρόμαστε σε τούτη την κουκκιδούλα του πλανήτη, που λέγεται Κρήτη. Και πόσο την αγαπάμε την κουκκιδούλα μας. Τις δάφνες, τις πικροαδάφνες της. Έχεις δει εσύ πουθενά άλλους ωραιότερους ιβίσκους; Ροζ, πορτοκαλιούς, άσπρους, θεόρατους ιβίσκους!»
Θα πρόσθετα μόνο: Έχεις ακούσει αλλού πιο παθιάρικα, ερωτικά και περήφανα μες τη μελαγχολία τους τραγούδια; Εκείνα που άκουσες και που σου ‘μαθαν σ’ αυτή εδώ την κουκκιδούλα του πλανήτη; Κι επειδή η τελευταία λέξη ομοιοκαταληκτεί με το Κρήτη ας τραγουδήσω εγώ, ένας εξ αγχιστείας Κρητικός μια «εξ αίματος» μαντινάδα.
«Χαίρομαι πού ‘μαι Κρητικός κι όπου βρεθώ το λέω
με μαντινάδα τραγουδώ με μαντινάδα κλαίω»
ΥΓ Όσο για τον Ερωτόκριτο, ακόμα παίρνει το λαούτο του και το χτυπά «γλυκιά γλυκιά», ανάδια στο παράθυρό της. Καμιά φορά κόβει και κανένα ρόδο και της το πετά.
Αθήνα, Μάης 2004
Ηλίας Α. Κατσούλης
αναδημοσίευση από περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 14





