Ο δικομματικός κυβερνητικός θίασος, εν όψει της προεκλογικής περιόδου και θορυβημένος από τα δραματικά ποσοστά ανεργίας που παραπέμπουν στο τεράστιο μέγεθος της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, εξήγγειλε με τα γνωστά επικοινωνιακά τρικ, προγράμματα 1,5 δις Ευρώ για τη «δημιουργία 440.000 ευκαιριών απασχόλησης» για την επόμενη διετία και μάλιστα με κονδύλια τα οποία καν δεν έχει διασφαλίσει από το ΕΣΠΑ.
Μόνο και μόνο από τη φρασεολογία «περί ευκαιριών απασχόλησης» και όχι τη δημιουργία σταθερών και βιώσιμων θέσεων εργασίας, καταλαβαίνει κανείς ότι στόχος των προγραμμάτων –ακόμα και αν αυτά υλοποιηθούν – καμία απολύτως σχέση δεν έχουν με την καταπολέμηση της ανεργίας
Οι τρεις «πυλώνες του προγράμματος και ειδικά το ευρωπαϊκά προωθούμενο πρόγραμμα «Εγγύηση για τη νεολαία», εμφανίζονται επικοινωνιακά από την Κυβέρνηση ως καινοτόμες και αποτελεσματικές πολιτικές, βαφτίζοντας το ψάρι σε κρέας.
Το εξαγγελθέν κυβερνητικό πρόγραμμα απασχόλησης έρχεται να «κουμπώσει» άριστα με τη μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας, της συνεχούς μείωσης του εργατικού κόστους μέσα από την πλήρη και χωρίς όρια απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (διάβρωση κατώτατου μισθού, κατάργηση ΣΣΕ και κάθε εργασιακής προστασίας).
Με πρόσχημα δήθεν την καταπολέμηση της ανεργίας, ειδικά των νέων που αγγίζει αστρονομικά ποσοστά (60%), το κυβερνητικό πρόγραμμα, εντάσσεται στις γνωστές αποτυχημένες -νεοφιλελεύθερης έμπνευσης- «ενεργητικές» πολιτικές.
Τις πολιτικές δηλαδή που ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην Ελλάδα, δεν κατάφεραν να μειώσουν την ανεργία (παρά τις μαγειρεμένες στατιστικές, όπου εάν κάποιος εργαστεί ή καταρτιστεί έστω και μια (1) ώρα δεν θεωρείται άνεργος).
· Τα προγράμματα αυτά, παρά το διακηρυγμένο σκοπό τους περί δήθεν στήριξης της απασχόλησης, είναι η κύρια απάντηση του νεοφιλελευθερισμού, στην προσπάθειά του να καθιερώσει διαρθρωτικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τη μεταβολή του κυρίαρχου πρότυπου της σχέσης εργασίας (συρρίκνωση της σταθερούς και πλήρους εργασίας και καθιέρωση της απόλυτης ανεξέλεγκτης μισθολογικής και εργασιακής ευελιξίας).
· Η μόνη πραγματική τους επιτυχία αφορά στην καθιέρωση ανά πάσα στιγμής διαθέσιμης, πολύ φθηνής, άκρως ευέλικτης και κυρίως κρατικά επιδοτούμενης για τους εργοδότες, εργατικής δύναμης ώστε να διασφαλιστεί η κερδοφορία του κεφαλαίου εν μέσω της καπιταλιστικής κρίσης.
· Οι πραγματικά «ωφελούμενοι» από τα προγράμματα της Κυβέρνησης και τα voucher (απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, επιχειρηματικότητας, επιδότησης των εργοδοτών για απασχόληση νέων, κοινωφελής εργασία), για μια ακόμα φορά δεν πρόκειται να είναι οι άνεργοι που συνεχώς αυξάνονται και αναγκάζονται να αποδέχονται ολοένα και περισσότερο χαμηλότερους μισθούς και θέσεις εργασίας περιστασιακού χαρακτήρα που δεν θα υπερβαίνει τους 5 μήνες.
Οι πραγματικά «ωφελούμενοι» είναι οι επιδοτούμενοι εργοδότες, τα γραφεία συμβούλων, ΚΕΚ μαζί με τους κυβερνητικούς κομματικούς μηχανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση, που μεσολαβούν (κυριολεκτικά ως «δουλέμποροι») για την τοποθέτηση ανέργων στα προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης.
Ειδικά στο πεδίο της κατάρτισης, με το πολυδιαφημισμένο νεοφιλελεύθερο voucher, έχουν μετατρέψει τους φορείς της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης κυριολεκτικά σε «κυνηγούς» κεφαλών», δηλαδή εκπαιδευομένων με σιωπηρές συμφωνίες μεταξύ πολιτικών, κέντρων κατάρτισης και επιχειρήσεων.
Έτσι η εργασία από δικαίωμα, μετατρέπεται σε χυδαία αγοραία συναλλαγή. Η νεοφιλελεύθερη «βιομηχανία» των προγραμμάτων κατά της ανεργίας δεν γνωρίζει ούτε ύφεση, ούτε κρίση, ούτε μνημονιακούς περιορισμούς.
Η εμπειρία τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα δείχνει ξεκάθαρα ότι οι «ενεργητικές» πολιτικές απασχόλησης είναι αποτυχημένες, ακόμα και σε περιόδους ανάπτυξης.
Στη χώρα μας, όπου οι πολιτικές του Μνημονίου έχουν ισοπεδώσει την πραγματική οικονομία και τους εργαζόμενους, ενώ τα ποσοστά ανεργίας και η φτώχεια είναι σε δραματικά επίπεδα, το «βαρύγδουπο» κυβερνητικό πρόγραμμα απασχόλησης είναι καταδικασμένο να αποτύχει ως προς τον πραγματικό του στόχο.
· Πολύτιμα κονδύλια θα κατασπαταληθούν σε όφελος των ολίγων και όχι των ανέργων.
· Θα καθιερωθεί και θα γενικευτεί η πάμφθηνη ευέλικτη εργασία με περαιτέρω μείωση του εργασιακού κόστους.
· Οι παλαιότεροι εργαζόμενοι συνεχώς θα αντικαθίστανται από ανακυκλούμενους νέους με περιστασιακή εργασία και αμοιβή – χαρτζιλίκι αντί μισθού.
· Τα ασφαλιστικά ταμεία και οι συντάξεις θα συνεχίζουν να καταρρέουν
Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει υποχρέωση να σταθεί απέναντι σε αυτές τις πολιτικές που μεταλλάσουν την εργασία και την αποστερούν από το βιοποριστικό της χαρακτήρα.
Αν δεν ανατραπούν οι πολιτικές αυτές, η ανεργία και η φτώχεια θα διογκώνονται ανεξέλεγκτα. Άμεσα και χωρίς καθυστέρηση, όπου σήμερα η ανεργία παίρνει χαρακτηριστικά ανθρωπιστικής κρίσης, είναι αναγκαία η διεκδίκηση για μεταφορά των εθνικών και κοινοτικών πόρων από τις «ενεργητικές» πολιτικές απασχόλησης, προς τις πολιτικές καθολικής προστασίας των ανέργων (διεύρυνση και αύξηση του επιδόματος ανεργίας, αύξηση χρόνου χορήγησής του, δωρεάν συγκοινωνίες, φθηνό ρεύμα και νερό).
Ωστόσο, τα συνδικάτα πρέπει να αναδείξουν και να διεκδικήσουν μια άλλη οικονομική πολιτική, που περνά μέσα από τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, από την αναπτυξιακή παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, από τη ριζική αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
Οι ανάγκες αυτές περνούν μέσα από την: α) αύξηση του κατώτατου μισθού, β) την επαναφορά του εργατικού δικαίου και γ) την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Όπως έχει αναδείξει και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, οι όποιες πολιτικές και προγράμματα απασχόλησης δεν είναι ξεκομμένες. Πρέπει να έχουν οργανική ενότητα με τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της αναπτυξιακής πολιτικής.
Κατά συνέπεια τα προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης, θα πρέπει να συνδυάζονται με ρήτρες διασφάλισης της απασχόλησης, που θα παραπέμπουν σε σταθερές και όχι επισφαλείς θέσεις εργασίας.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ