Γράφει ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΛΕΚΚΑΣ
«Μια εικόνα χίλιες λέξεις» κατά τη γνωστή ρήση κι αναλογίζομαι πόσες, άραγε, λέξεις να μπορεί κανείς να χωρέσει μέσα σ’ ένα τόσο μικρό δημοσίευμα που να αφορά ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο, όπως αυτό που μας εμφάνισε πρόσφατα ο γνωστός για τις πολιτιστικές του δραστηριότητες στρατηγός της ΕΛ.ΑΣ ε.α. Σταύρος Φωτάκης.
Ο λόγος για το νέο του βιβλίο που τιτλοφορείται «Αϊγιανιώτικες Αναδρομές» και περιλαμβάνει, κυρίως, φωτογραφικό υλικό το οποίο συνέλεγε από το 2005, ικανοποιώντας ένα παλιό του μεράκι που όμως, μέχρι τότε, δεν είχε καταφέρει να ικανοποιήσει.
Περί τους 80 συγχωριανούς του ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και πρόσφεραν περίπου 1100 φωτογραφίες τους, από τις οποίες επελέγησαν για δημοσίευση 400, αυτές που απαρτίζουν το ιδιότυπο αυτό «άλμπουμ» φωτογραφιών.
Δεκαέξi οι θεματικές ενότητες στις οποίες χωρίζεται το υλικό του, με πρώτη τις γενικές φωτογραφίες και στη συνέχεια τις παλιότερες, μερικές από τις οποίες εικάζεται πως χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Και τi δεν μαθαίνει κανείς από αυτό το βιβλίο; Μαζί με την γενική περιγραφή ένα πλήθος από στοιχεία παραθέτει ο συγγραφέας σε κάθε ενότητα τα οποία κατά καιρούς άντλησε ύστερα από πολύχρονες, κοπιώδεις και δαπανηρές προσπάθειες και καταφυγές σε γραπτές και ζωντανές μαρτυρίες, αλλά και προσωπικά του βιώματα.
Πρώτα-πρώτα μια γενική πληροφόρηση για το χωριό της καταγωγής του τον Αϊ Γιάννη το Χλιαρό, όπως λέγονταν παλιά, τον Αϊ Γιάννη Αμαρίου, όπως λέγεται σήμερα.
Κατόπιν, ειδικές πληροφορίες για κάθε ενότητα. Για τις γιορτές και τα πανηγύρια, για τις παρέες και τα ξαφνικά γλέντια, για τα εξοχικά φαγοπότια (τα περίφημα ζεύκια), για τη δημοτική εκπαίδευση και τους δασκάλους που την υπηρέτησαν, για τις αγροτο-κτηνοτροφικές δουλειές και τις άλλες ασχολίες των κατοίκων του χωριού, για τη συγκοινωνιακή του σύνδεση με τον κεντρικό αμπαδιώτικο δρόμο, μόλις το 1950 κ.λ.π.
Θέλω, όμως, να μου επιτραπεί εδώ να σταθώ ιδιαίτερα σε δυο μόνον (για λόγους οικονομίας του χώρου) ενότητες:
Πρώτα, σ’ αυτήν που αφορά στους γάμους και τις βαπτίσεις. Εκεί μπορεί κανείς να διακρίνει τους γαμηλιώτες να μεταφέρουν πεζοί τα προυκιά της νύφης στο νέο της σπιτικό, με προπορευόμενο τον ιερέα του χωριού να κρατά στο αριστερό χέρι του την εικόνα της Παναγίας. Επίσης, σε άλλη φωτογραφία, να διακρίνει προπορευόμενο το μπαϊράκι με την ελληνική σημαία και την κουλούρα του γάμου ακολουθούμενο από τον ιερέα, τα δυο όλα κι όλα όργανα μουσικής (τη λύρα και το λαγούτο) και το μικρό, σχετικά, (με τα σημερινά δεδομένα) πλήθος γαμηλιωτών, κατά τη μετάβασή τους στην εκκλησία για την τέλεση του μυστηρίου. Επίσης, το χορό της νύφης έξω από την εκκλησία, τις φωτογραφίσεις των συγγενών κ.λ.π.
Ύστερα, να σταθώ στην ενότητα για τα παιδιά. Σ’ αυτήν μπορεί να διακρίνει κανείς (κυρίως αν διαθέτει προσωπική εμπειρία) παιδιά χωρίς παπούτσια, άλλα με παπούτσια σε φανερή δυσαρμονία (ως προς το μέγεθος) με το κορμί τους, πιθανόν δανεικά για τις ανάγκες της φωτογράφισης και άλλα να κρύβουν την ξυπολησιά τους πίσω από τα πρώτα παιδιά που σχημάτιζαν τη βιτρίνα της εμφάνισης.
Γενικά, σε όλες μπορώ να πω τις φωτογραφίες, διακρίνει κανείς την ισχνότητα του παραστήματος, τη σεμνότητα του ντυσίματος, τη σοβαρότητα του ύφους, την αξιοπρέπεια στην όλη στάση των εικονιζόμενων, μικρών και μεγάλων. Επίσης τη λιτότητα στις εκδηλώσεις, τα μυστήρια, τις παρέες, τα μουσικά σχήματα τα οποία σχημάτιζαν δυο μόνον οργανοπαίχτες (αργότερα έγιναν τρείς), σε αντίθεση με τα πολυμελή σημερινά, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις αποκαλούνται και «ορχήστρες». Κατά τα άλλα διατείνονται ότι υπηρετούν την παράδοση.
Και να σκεφτεί κανείς ότι πολλοί από αυτούς που εμφανίζονται στο βιβλίο έζησαν πολέμους και κατοχές, έγιναν κοινωνοί της Αντίστασης, πολέμησαν σκληρά τους κατακτητές και μερικοί έδωσαν και τη ζωή τους για λεφτεριά. Όλοι δε, σχεδόν, έμειναν ουσιαστικά ατίμητοι από την πολιτεία και τους υπεύθυνους φορείς.
Από τα παραπάνω γίνεται, πιστεύω, απόλυτα φανερή η σπουδαιότητα αυτού του βιβλίου. Τολμώ, μάλιστα, να ισχυριστώ πως τέτοιου περιεχομένου βιβλία θα ’πρεπε να διδάσκονται σήμερα στα σχολεία ώστε τα παιδιά, μέσα από εικόνες, να μαθαίνουν ποιές είναι οι ρίζες των δέντρων που τα ’φεραν στη ζωή και που σήμερα έχουν χαθεί στα βάθη του χρόνου.
Η ρίζα θρέφει την κορφή κι η ρίζα την ξεραίνει
κι ας βρίχνεται στη γη χωστή και καταφρονεμένη
όπως λέω σε μια μαντινάδα μου.
Ένα μεγάλο μπράβο στον Σταύρο Φωτάκη, στον χρηματοδότη της πολυτελούς αυτής έκδοσης Γιώργο Γαζοράκη, σ’ όλους όσοι πρόσφεραν φωτογραφίες τους και γενικά σ’ όσους βοήθησαν να πραγματοποιηθεί η πρωτοπόρος αυτή έκδοση. Μακάρι να τους μιμηθούν κι άλλοι.
Φλεβάρης του 2017