Η ακρίβεια στα τρόφιμα, που με βάση και τα χθεσινά στοιχεία της Eurostat καλά κρατεί, οδηγεί πολλά νοικοκυριά στην αναζήτηση φθηνών λύσεων χαμηλής διατροφικής αξίας, κάτι που βέβαια σε βάθος χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
“Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, πέρα από τη μείωση των αγορών τους, οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται σε τροφές χαμηλής διατροφικής αξίας, αφού το κύριο κριτήριο είναι η τιμή και όχι η ποιότητα του τροφίμου” αναφέρει χαρακτηριστικά μελέτη που διενήργησε η Καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ κ. Γεωργία Καπλάνογλου για το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΕ με τίτλο ““Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα” εστιάζοντας στη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους.
“Μεγαλύτερα ποσοστά των καταναλωτών, και μάλιστα αυτοί με μικρότερη οικονομική άνεση, δηλώνουν ότι αγοράζουν περισσότερο πρόχειρο φαγητό (junk food) σε σχέση με το παρελθόν και άρα τρέφονται με περισσότερες κενές θερμίδες από παλαιότερα. Αυτό θα έχει μεσοπρόθεσμα επιπτώσεις και στο σύστημα υγείας (Ierax Analytix, 2022)” σημειώνει η μελέτη που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου συμπληρώνοντας τα εξής:
“Είναι σαφές ότι η συνεχής ανοδική πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή στα είδη διατροφής έχει επιφέρει όλο και υψηλότερες αυξήσεις στο κόστος διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων. Για το φτωχότερο 10% του πληθυσμού η αύξηση αυτή κλιμακώνεται από 2% τον Μάρτιο του 2022 σε 6,5% τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Η αντίστοιχη αύξηση για το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κλιμακώνεται από 0,7% τον Μάρτιο σε 2,1% τον Σεπτέμβριο.” σημειώνει η μελέτη.
Η ενέργεια
Ταυτόχρονα αναφέρει ότι “η οικιακή ενέργεια (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης), παρόλο που έχει μικρότερο καταναλωτικό μερίδιο σε σχέση με τα είδη διατροφής, επιβαρύνει περισσότερο τις οικογενειακές δαπάνες, επειδή οι αντίστοιχες αυξήσεις τιμών ήταν πολλαπλάσιες από αυτές των τροφίμων. Η εικόνα διαμορφώνεται κυρίως από την εξέλιξη της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης για οικιακή ενέργεια, ενώ το σχετικό καταναλωτικό μερίδιο αυξάνει διαρκώς καθώς κινούμαστε προς χαμηλότερα δεκατημόρια νοικοκυριών. Η σχετική αποκλιμάκωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από τον Ιούλιο και μετά, κυρίως ως αποτέλεσμα της κρατικής επιδότησης ανά μεγαβατώρα, ωφέλησε αναλογικά περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά. Αντιθέτως, με βάση αναλυτικότερα στοιχεία, η απότομη κλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου τους τελευταίους τρεις μήνες φαίνεται να επηρεάζει σχετικά λιγότερο το φτωχότερο 30% των νοικοκυριών.”
Ωστόσο αναφέρεται, ότι “ακόμα και με βάση αυτές τις εξελίξεις, τον Σεπτέμβριο του 2022 η επιβάρυνση του κόστους ζωής συνολικά από την οικιακή ενέργεια εξακολουθεί να είναι αναλογικά μεγαλύτερη για το φτωχότερο μισό των νοικοκυριών. Αναφορικά με τα καύσιμα κίνησης, η ποσοστιαία επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού από την αύξηση στην τιμή τους είναι μεν σημαντική, αλλά χαμηλότερη από εκείνη των τροφίμων και της οικιακής ενέργειας. Η επίπτωση των αυξημένων τιμών είναι σχετικά υψηλότερη στο μέσο προς υψηλό τμήμα της κατανομής των νοικοκυριών, ενώ κορυφώνεται τον μήνα Ιούνιο, όταν δηλαδή σημειώθηκε και η υψηλότερη τιμή στα καύσιμα κίνησης.”
Οι προοπτικές
Με βάση τη μελέτη οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες παρά την αποκλιμάκωση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, “Με βάση τα παραπάνω, οι μελλοντικές εξελίξεις δεν προοιωνίζονται θετικές. Η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχότερων, τείνει να αποκτήσει μια δυναμική που καθορίζεται πρωτίστως από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα. Δεν είναι τυχαίο ότι, για πρώτη φορά τον μήνα Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια . Έξι μήνες νωρίτερα, η επιβάρυνση από τα τρόφιμα για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού ήταν μόλις το 1/3 εκείνης του Σεπτεμβρίου. Επιπρόσθετα, η κρατική παρέμβαση στην περίπτωση των ειδών διατροφής είναι εξαιρετικά περιορισμένη.”
Επιπλέον 1400 ευρώ απαιτούνται
Σύμφωνα με τη μελέτη, “με όποια μεθοδολογική επιφύλαξη έχει αναφερθεί παραπάνω, παίρνοντας ως βάση τις τιμές του Σεπτεμβρίου 2022, μία οικογένεια με δύο παιδιά που ανήκει στο μέσο της κατανομής των νοικοκυριών θα χρειαζόταν επιπλέον 1.400 ευρώ σε ετήσια βάση για να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων. Το ποσό είναι ενδεικτικό τουλάχιστον της τάξης μεγέθους και δικαιολογεί ευρήματα πρόσφατων ερευνών για το πώς αλλάζουν οι αγοραστικές συνήθειες των νοικοκυριών (ΙΕΛΚΑ, 2022· Ierax Analytix, 2022)
Όσο για τις επιπτώσεις των ανατιμήσεων στην οικιακή ενέργεια, είναι αλήθεια πως από τον Ιούλιο του 2022 έχουν περιοριστεί ελαφρώς. Αυτό, όμως, έγινε με τεράστιο κόστος σε δημόσιο χρήμα και είναι αμφίβολο εάν θα διατηρηθεί, ενώ είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθούν οι τιμές των καυσίμων στο προσεχές μέλλον” σημειώνει η μελέτη και προσθέτει:
Νέα αρνητικό μήνυμα από τη Eurostat
Στο μεταξύ με βάση την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή, συνεχίζεται το ράλι των τιμών στα τρόφιμα, Συγκεκριμένα, άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 7,2% στην Ελλάδα και κατά 8,5% στην Ευρωζώνη τον Ιανουάριο, έναντι 7,6% και 9,2% αντίστοιχα τον Δεκέμβριο, δείχνουν τα πρώτα στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat.
Και στα στοιχεία αυτά καταγράφεται, όπως και στα αντίστοιχα της ΕΛΣΤΑΤ Δεκεμβρίου, επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου των τιμών για 4ο συνεχή μήνα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη, κυρίως λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών ενέργειας.
Στον αντίποδα κινούνται οι τιμές στα τρόφιμα και στα βιομηχανικά είδη. Έτσι, οι τιμές στην ενέργεια κατέγραψαν αύξηση κατά 17,2%, στα τρόφιμα και στο αλκοόλ κατά 14,1% και σε άλλα αγαθά αυξήθηκαν κατά 6,9%.
Επίσης ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων επιταχύνθηκε στο 7% από 6,9%