«Σοφία, συγγνώμη που σε παίρνω μες τα μεσάνυχτα.»
«Ποιος είναι;» ρώτησε προσπαθώντας να βγει από το λήθαργο. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν 4 και 34 το πρωί.
«Σοφάκι, η μαμά, εμμ, η μαμά σου….»
Σιγή.
Η θεία της ξέσπασε σε λυγμούς.
«Πότε το έπαθε;» ρώτησε εκείνη κοφτά.
«Πριν 2 ώρες. Την Τετάρτη θα γίνει η κηδεία. Στις 11 το πρωί.»
Έκλεισαν το τηλέφωνο. Έσβησε το φως του πράσινου πορτατίφ της και ξάπλωσε πάλι. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο του σαλονιού. Χιόνιζε. Δεν είχε ξαναδεί τη Σόφια χιονισμένη τα τελευταία 5 χρόνια που ζούσε εκεί.
Είχε αποφασίσει να μετακομίσει μόνιμα στη Βουλγαρία έπειτα από μια εξαιρετική επαγγελματική πρόταση που είχε λάβει. Ο μισθός τριπλάσιος και οι προοπτικές εξέλιξης μεγάλες.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα. Βασικά δεν ήταν πλέον κοπέλα. Ήταν 37. Ντυνόταν σα να είναι 17 και συμπεριφερόταν σαν 7.
Λάτρευε το Web designing. Είχε σπουδάσει προγραμματισμό, στη δουλειά της σχεδίαζε ιστοσελίδες με το Dreamweaver και στον ελεύθερο της χρόνο έλιωνε στο Age of empires και το Stronghold.
Ήταν geek. Κάτι που δεν μπορούσες να μαντέψεις κοιτάζοντας την. Πράσινα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά. Τα τελευταία 2 χρόνια ήταν μόνη. Η σχέση της με τον Dimitar είχε λήξει άδοξα όταν εκείνος της ανακοίνωσε πως αποφάσισε να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του και την παράτησε στα κρύα του λουτρού μετά από 4 χρόνια σχέσης και συγκατοίκησης.
Η μάνα της δεν την είχε χωνέψει ποτέ αυτή τη σχέση. Αποτελούσε μόνιμο θέμα καυγά στο Skype.
«Μα Βούλγαρο; Χάθηκαν άλλες εθνικότητες; Ένας Γάλλος, Γερμανός ή έστω ένας Ισπανός βρε Σοφία μου!»
«Τι θες ρε μαμά; Εσένα σε ρωτήσαμε που διάλεξες τον μπαμπά; Αυτόν γουστάρω και με αυτόν είμαι.»
Η ίδια και η ίδια συζήτηση πάντα, η οποία κατέληγε με τη Σοφία να εκνευρίζεται και να διακόπτει τη συνομιλία.
Η μητέρα της ήταν απλός άνθρωπος. Απλός και λαϊκός. Της άρεσαν οι ταβέρνες και τα μπλουζάκια που άφηναν το στήθος ακάλυπτο.
Γελούσε τρανταχτά με τα ανέκδοτα και της άρεσε να διηγείται μακρόσυρτες ιστορίες.
Πάντα κοκέτα και εξαιρετική μαγείρισσα. Είχε πάρει μέρος και σε έναν διαγωνισμό μαγειρικής και είχε αποσπάσει και βραβείο για τα καταπληκτικά της ντολμαδάκια.
Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ η συμβατική σχέση μητέρας κόρης. Η Σοφία θεωρούσε πως η μητέρας ήταν την έκρινε πολύ. Πολύ και άδικα. Κάτι που δε συνέβαινε με τον αδερφό της που η μητέρας τους λάτρευε και επαινούσε με την παραμικρή ευκαιρία.
Έκλεισε τα εισιτήρια. Θα έφτανε στην Αθήνα την Τετάρτη, στις εννέα το πρωί. Θα πήγαινε κατευθείαν στην κηδεία και μετά θα επέστρεφε και πάλι στη Σόφια. Ο διευθυντής της την παρότρυνε να πάρει κάποιες ημέρες άδεια αλλά εκείνη τον διαβεβαίωσε πως ήταν μια χαρά και δεν υπήρχε κανένας λόγος να απουσιάσει περαιτέρω από τη δουλειά της.
Ήταν ντυμένη στα μαύρα από το αεροπλάνο. Κουβαλούσε μαζί της μόνο τη Σανέλ της και τα ποιήματα του Μπωντλαιρ.
Δάγκωσε μια μπουκιά από το σαντουιτσάκι που της σέρβιρε η αεροσυνοδός με την κωμική αγγλική προφορά και κοίταξε από το παράθυρο.
Η μητέρα της ήταν νεκρή. Όχι δεν είχε γλιστρήσει στο μπάνιο της. Ούτε αυτοκτόνησε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Δεν είχε καν ένα γελοίο θάνατο όπως ο «Κροκοδειλάκιας» που πέθανε από γιγαντιαίο σαλάχι.
Ανακοπή. Στον ύπνο της.
Την περίμενε ο πατέρας της στο αεροδρόμιο.
Την αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη .
«Μπαμπά σε παρακαλώ μην αρχίσεις να κλαις» του ψιθύρισε προκειμένου να προλάβει πιθανές αντιδράσεις.
Η διαδρομή προς το νεκροταφείο ήταν φρικτή. Ο πατέρας της δε σταματούσε να μιλά για τη μητέρας της. Πόσο χαρισματική ήταν, πόσο την αγαπούσαν όλοι. Κάθε δεύτερη πρόταση ξεσπούσε σε κλάματα, σταματούσε στην άκρη και μετά ξανάρχιζε.
Προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιες όμορφες στιγμές που είχε ζήσει μαζί της. Εντάξει υπήρχαν κάποιες κυρίως από την παιδική της ηλικία. Σε γενικές γραμμές όμως δεν είχε να θυμάται πολλά.
Θυμήθηκε τότε που κατάφερε να περάσει στο πανεπιστήμιο και η μητέρα της αντί να χαρεί είχε κατεβάσει τα μούτρα της που δεν είχε δηλώσει Οικονομικά.
«Λογίστρια έπρεπε να είχες γίνει», συνήθιζε να της επαναλαμβάνει στα οικογενειακά τραπέζια.
«Τα λογιστικά δε μου πάνε καθόλου. Τα θεωρώ βαρετά. Ισολογισμοί ,ΦΠΑ και αηδίες» απαντούσε πάντα εκείνη εκνευρισμένη.
Στο νεκροταφείο ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Τα 6 αδέρφια της μητέρας της, ο αδερφός της με την οικογένεια του, συνάδελφοι της από την Εφορία που εργαζόταν και κάποιοι συγχωριανοί της από τη Σεργούλα.
Δεν μπήκε μέσα στο μικρό δωματιάκι να την δει. Το θεώρησε περιττό και άσκοπο.
‘Εψαξε νευρικά μέσα στην τσάντα της να βρει το πακέτο με τα Davidoff της. Άναψε ένα και προσπάθησε και πάλι να αναπολήσει κάποιες στιγμές με τη μάνα της.
«Έχεις κακή μνήμη Σοφία», σκέφτηκε και τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο της.
Της έκανε εντύπωση που δεν είχε κλάψει ακόμη. Τριγύρω η ατμόσφαιρα ήταν ψυχοπλακωτική. Σκυθρωποί συγγενείς, οι θείες της να κλαίνε και ο πατέρας της σε μια γωνιά να μην μπορεί να αποδεχτεί τι έχει συμβεί.
«Το μόνο που λείπει είναι οι Μανιάτισσες μοιρολογίστρες», σκέφτηκε και χαμογέλασε γλυκόπικρα.
Κάτι λευκά περιστέρια περπατούσαν εδώ και εκεί έτοιμα να τσιμπολογήσουν τα παξιμαδάκια και τα κόλλυβα που θα τους πετούσαν οι κλαίοντες.
Έβγαλαν έξω το φέρετρο και η πομπή ξεκίνησε να ανηφορίζει προς το ναό.
Η μητέρα της βρισκόταν εκεί μέσα.
«Νιώσε κάτι διάολε», ψιθύρισε και προσπάθησε να αυθυποβάλει τον εαυτό της.
Μάταια.
«Μαμά, ξέμεινα λόγω της μετακόμισης. Μήπως μπορείς να μου δανείσεις κάποια χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα που θα πληρωθώ από τη νέα μου δουλειά;»
«Λυπάμαι, Σοφία. Πρέπει να μάθεις μόνη σου να στέκεσαι στα πόδια σου και να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου. Αποφάσισες να φύγεις άρον άρον και να πας να ζήσεις στη Βουλγαρία, μακριά από την οικογένεια σου. Τώρα πρέπει εγώ να στηρίξω τον παρορμητισμό σου;»
Τι ήθελε τώρα αυτό και της ήρθε στο μυαλό; Δε γινόταν να θυμηθεί καμιά χαρούμενη Αποκριάτικη γιορτή ή ίσως κάποια γενέθλια της, τότε που η μητέρα της συνήθιζε να της φτιάχνει υπέροχες τούρτες με κομματάκια φρούτων καλύτερες κι από αυτές του Pallet;
«Συλλυπητήρια κορίτσι μου, να ζήσετε να τη θυμάστε» της είπε η άγνωστη εβδομηντάχρονη κυρία της οποίας έλειπαν τα 3 μπροστινά πάνω δόντια.
Εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι της.
«Πάλι δε θα έρθεις να περάσεις μαζί μας τις γιορτές των Χριστουγέννων; Ο αδερφός σου πάντα έρχεται με την οικογένεια του. Αν ποτέ κάνεις δική σου οικογένεια, γιατί με τα μυαλά που κουβαλάς δεν το βλέπω, τότε θα εκτιμήσεις τον οικογενειακό χαρακτήρα των γιορτών.»
Η μητέρα της πάντα γκρίνιαζε γι’ αυτό. Πράγματι, σπάνια επισκεπτόταν το πατρικό της. Δεν άντεχε το επικριτικό βλέμμα της μάνας της.
Εξακολουθούσε να μην έχει δακρύσει ούτε μια φορά. Η πομπή είχε φτάσει μπροστά στην τελευταία κατοικία της μητέρας της. Η θεία της η Ελένη τσίριζε ενώ η γυναίκα του αδερφού της λιποθύμησε.
Εκείνη δεν πλησίασε. Καθόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Αποστασιοποιημένη.
Ανακάλεσε στη μνήμη της την τελευταία συνομιλία με τη μητέρα της πριν από 2 μήνες.
«Συγγνώμη μπορείς να μην κρίνεις συνέχεια ο,τιδήποτε κάνω; Μια φορά να με ενθαρρύνεις γίνεται? Έχω καταφέρει τόσα, που άλλοι θα ζήλευαν. Συντηρώ το δικό μου σπίτι, έχω μόρφωση, καριέρα και οικονομική άνεση. Τί παραπάνω θέλεις για να με εκτιμήσεις επιτέλους μαμά;»
«Μπορεί να έχεις όσα λες Σοφία αλλά είσαι μόνη, εγκλωβισμένη μέσα σε σχέσεις που δε σε οδηγούν πουθενά. Πάντα με μποέμ τύπους που δεν ήθελαν δεσμεύσεις και παιδιά. Ο σκοπός του ανθρώπου είναι να κάνει οικογένεια. Αυτό είναι το σημαντικό.»
«Δηλαδή όσα έχω καταφέρει είναι ασήμαντα για σένα;»
«Ναι.»
Ακόμη ηχούσε στα αυτιά της η φωνή της μητέρας της όταν εκστόμιζε αυτό το «ναι».
Κατευθύνθηκαν προς το καφενείο για τον καφέ της παρηγοριάς.
Θεωρούσε αυτή τη στιγμή κωμικοτραγική. Παρατηρούσε τους ανθρώπους γύρω της. Κάποιοι έπιναν το τρίτο κονιάκ τους ενώ άλλοι ρουφούσαν ενοχλητικά τον καφέ τους. Δε θυμόταν πόσα συλλυπητήρια δέχτηκε ή πόσες χειραψίες αντάλλαξε.
Αποχαιρέτησε τον πατέρα της και επιβιβάστηκε σε ένα ταξί για το αεροδρόμιο.
«Τόσο ωραία κοπέλα, γιατί ντύθηκες στα μαύρα; Σε κηδεία είχες πάει;»της είπε με ελαφριά ειρωνεία ο ταξιτζής.
«Ναι, πέθανε η μητέρα μου» απάντησε εκείνη κοφτά για να τον κομπλάρει για την αγένεια του.
Δεν της ξαναμίλησε σε όλη τη διαδρομή.
Αποκοιμήθηκε στο αεροπλάνο. Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στη Σόφια και μπήκε στο σπίτι της. Ήταν εξουθενωμένη.
Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο της και έκανε ένα ντους. Αφού βγήκε και λίγο πριν πέσει για ύπνο θυμήθηκε πως είχε να ακούσει τον τηλεφωνητή της πάνω από 5 ημέρες.
Είχε 1 νέο μήνυμα.
Πάτησε το κουμπί και κάθισε στον κόκκινο καναπέ της μασουλώντας κάτι κριτσίνια που είχε στο ντουλάπι της πάνω από τρεις μήνες.
«Γαϊδούρα ξέρω πως δε θα σηκώσεις το κινητό σου να με ακούσεις. Θα στα πω εδώ λοιπόν. Ας σταματήσουμε επιτέλους να τσακωνόμαστε. Το ξέρω πως κάποιες φορές σε κρίνω σκληρά αλλά η πρόθεση μου δεν είναι ποτέ κακή. Ξέρεις πως σ’αγαπώ Σοφάκι μου. Πιο πολύ απ’ όλους. Και πριν φύγω από αυτή τη ζωή θέλω να σε δω ευτυχισμένη, με τη δική σου οικογένεια. Τελοσπάντων, κανόνισε να κατέβεις σύντομα. Μου έχεις λείψει»
Θέλησε να σχηματίσει τον αριθμό να καλέσει τη μητέρα της και να της πει πως δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέται και πως θα ζητούσε άμεσα 2-3 μέρες άδεια για να πάει στην Ελλάδα να τους επισκεφτεί.
Συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε πλέον κανένας για να καλέσει.
Και τότε ξέσπασε σε κλάματα.
Μαριάννα Ελ Τάχα – e-stories