Οι εντεινόμενες μεταναστευτικές ροές είναι σημαντικό πρόβλημα όχι μόνον για τη χώρα μας, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Τούτο, ως πρόβλημα, έχει τρεις αιτίες. Πρώτον, το προσφυγικό ζήτημα. Πρόκειται για ανθρώπους που – σύμφωνα με τον ορισμό της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες – εγκαταλείπουν χωρίς τη θέληση τους το κράτος του οποίου είναι πολίτες, εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστούν διωγμούς λόγω της θρησκείας, της εθνικότητας, ή ακόμα και εξαιτίας της ιδιότητάς τους, ως μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών τους απόψεων (πολιτικοί πρόσφυγες), και επιπλέον τους είναι αδύνατο να εξασφαλίσουν προστασία από τη χώρα τους ή, εξαιτίας του φόβου αυτού, δεν επιθυμούν να τεθούν υπό αυτή την προστασία.
Το κεκτημένο της ΕΕ για το άσυλο παρέχει επιπρόσθετα και το καθεστώς «επικουρικής προστασίας». Η τελευταία χορηγείται στα άτομα που δε δικαιούνται καθεστώς πρόσφυγα, όμως, εξακολουθούν να χρήζουν διεθνούς προστασίας. Στην ΕΕ, επικουρική προστασία παρέχεται σε όσους αντιμετωπίζουν πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής. Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Δεύτερη αιτία, αποτελεί η οικονομική κατάσταση των μετακινούμενων πληθυσμών και η ανάγκη επιβίωσης. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι «οικονομικοί μετανάστες» που είτε αναγκάζονται να μεταναστεύσουν λόγω άθλιων συνθηκών διαβίωσης είτε επιλέγουν να πράξουν τούτο επιλέγοντας ένα καλύτερο αύριο. Η τρίτη αιτία μετανάστευσης είναι η κλιματική αλλαγή και οι φυσικές καταστροφές. Η τρίτη αιτία αναμένεται τα επόμενα χρόνια να αποτελέσει τη σημαντικότερη αιτία μετακίνησης μεγάλων πληθυσμιακών μαζών από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Από όλες τις ανωτέρω κατηγορίες ανθρώπων, διεθνούς προστασίας τυγχάνουν μόνον όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία (πρόσφυγες και απολαμβάνοντες επικουρικής προστασίας). Λόγω απουσίας νομικής αντίστιξης (εδώ ο διεθνής νομοθέτης απέφυγε να προβεί σε ένα συνδυαστικό κανονιστικό πλαίσιο) οι άλλες δύο κατηγορίες ουδόλως προστατεύονται. Ωστόσο, όσοι εισερχόμενοι σε μια άλλη χώρα, ιδίως Ευρωπαϊκή, θα υποβάλλουν αίτηση ασύλου. Και εκεί ξεκινάει το πρόβλημα για τη χώρα υποδοχής, ενώ ο δικός τους Γολγοθάς συνεχίζεται. Πρόσφυγες ή μετανάστες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία επιθυμούν να συνεχίσουν το δρόμο τους για τη Βόρεια Ευρώπη. Είτε γιατί πιστεύουν – όχι αδίκως – ότι εκεί θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή είτε γιατί επιθυμούν να επανενωθούν με συγγενικά τους πρόσωπα που ήδη έχουν βρεθεί εκεί. Προφανώς, ακόμη και χώρες που ήταν ιδιαίτερα φιλικές προς τους μετανάστες (λχ Σουηδία) αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους, καθόσον οι δυνατότητες υποδοχής παραμένουν πεπερασμένες για κάθε κράτος.
Στη χώρα μας γνωρίζουμε ότι αποτελούμε πύλη εισόδου, αλλά όχι όνειρο μόνιμης παραμονής. Επίσης, γνωρίζουμε – τούτο όχι όλοι, γιατί κάποιοι εξακολουθούν να αιθεροβατούν λόγω ιδεοληψίας ή κουτοπονηριάς – ότι είναι αδύνατη η υποδοχή των πάντων, ιδίως από τη στιγμή που και τα λοιπά κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν κλείσει τα σύνορά τους για τους μετανάστες. Συνεπώς, τα σύνορα της Ελλάδας ούτε ανοιχτά είναι ούτε πρέπει να ανοίξουν. Την ίδια στιγμή, όμως, κάτι πρέπει να κάνουμε για όσους τελικά πετυχαίνουν να περάσουν στην Ελληνική επικράτεια και αιτούνται ασύλου. Μέχρι την εξέταση του αιτήματος η επαναπροώθησή τους είναι νομικά απαγορευμένη. Κατ’ επανάληψη έχουμε υποστηρίξει δημόσια ότι ούτε η αποθήκευση ψυχών (σε κέντρα ημιελεύθερης φιλοξενίας) ούτε το να «λιάζονται στην Ομόνοια» είναι λύση. Αμφότερες οι επιλογές οδήγησαν σε αύξηση της εγκληματικότητας, ανασφάλεια και κοινωνικές συγκρούσεις. Η λύση είναι η εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων και η λειτουργική ενσωμάτωσή τους στη ζώσα πραγματικότητα, ιδίως από τη στιγμή που η εξέταση του αιτήματός τους είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
Τις προηγούμενες ημέρες το ειδησεογραφικό πρακτορείο των ΗΠΑ, Associated Press και η Βρετανική οικονομική εφημερίδα, Financial Times ασχολήθηκαν με τις δηλώσεις του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρη Καιρίδη, στο κρατικό ραδιόφωνο για τη νέα πολιτική έναντι των μεταναστών, με στόχο να καλυφθούν οι «πιεστικές» ανάγκες στην αγορά εργασίας. Στα σχετικά δημοσιεύματά τους, υπογραμμίζεται η στροφή 180 μοιρών της πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ σε ένα ιδεολογικά δύσκολο για αυτήν θέμα. Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί.
Περί τις 200.000 Αλβανοί έχουν αποχωρήσει από τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είτε για την Ιταλία είτε για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και έχουν αφήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Και δεν λείπουν μόνο εργάτες γης. Λείπουν από την αγορά εργασίας και εξειδικευμένοι εργάτες. Από την εστίαση, τη βιομηχανία, από όλο το φάσμα της καθαριότητας και της οικιακής φροντίδας, κι ακόμη ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες, υδραυλικοί, οικοδόμοι κλπ. Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας οι ελλείψεις ανέρχονται στις 500.000 θέσεις εργασίας. Η λύση είναι δίπλα μας …