Από την ίδια την κοιλιά είναι κι΄ οι δυο βγαλμένοι
μαζί αναθραφήκανε πάντα αγαπημένοι.
Δύσκολα χρόνια στο χωριό φτώχεια και ανεργία
έψαξαν για καλύτερο μέλλον στην πολιτεία.
Ο ένας αστυνομικός γίνηκε ο μεγάλος
εργάτης σ΄ εργοστάσιο ο αδερφός ο άλλος.
Όντε τον απολύσανε με αφορμή την κρίση
βρέθηκε σε διαδήλωση το δίκιο να ζητήσει.
Τα ΜΑΤ θωρεί ανάδια του με ρόπαλα και κράνη
να τσι χτυπήσουν έρχονται, πίσω κιανείς δεν κάνει.
Αλύπητα τονε χτυπούν και χάνεται το φως του
αλλά θωρεί μεσ΄ τσι πολλούς πως είν΄κι΄ ο αδερφός του.
Με ματωμένο πρόσωπο του λέει ‘’αδέρφι στάσου’’
ντουχιούντισε ποιους δέρνετε και ποιοι σασε διατάσου.
Εγώ είμαι τ΄ αδέρφι σου το πολυαγαπημένο
απου πεινώ και μ΄ έχουνε καιρό απολυμένο.
Πίσω απ΄ το κράνος δε μπορεί το δάκρυ του να χώσει
τ΄ αγαπημένο αδέρφι του έκαμε να ματώσει.
Ανάθεμα στσι αίτιους κι΄ ανάθεμα στην ώρα
απου στην άκρη του γκρεμνού εφέρανε τη χώρα…
Γιώργης Σηφάκης (Σιμισακογιώργης)