Οδυσσέα, τούτη τη φορά ξεκίνησες για το χωρίς επιστροφή ταξίδι. Αθέλητα, τελείως αθέλητα. Οι συνάδελφοί σου από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης σε αποχαιρετούμε με οδύνη.
Ζήσαμε μαζί χρόνια πολλά διδάσκοντας και οργανώνοντας το Τμήμα. Ήσουνα βέβαια εκεί πολύ πριν από μας, σχεδόν από όταν ιδρύθηκε το Τμήμα μας. Ήσουνα, άλλωστε, και ο πιο πρωινός από όλους μας: εσύ γυρνούσες όταν εμείς πηγαίναμε.
Θυμάμαι πάντα ένα βράδυ του Αυγούστου στη Σητεία πριν δέκα χρόνια περίπου, σε ένα από τα πολλά συνέδρια, για τις μαντινάδες, νομίζω. Μας εξιστόρησες τη ζωή σου, την μικρή Οδύσσειά σου προς τη γνώση και την καταξίωση. Αν σε σεβόμασταν ως δάσκαλο και ως συνάδελφο, σε θαυμάσαμε πολύ περισσότερο με αυτή την ιστορία, που μας είπες απλά και χαμογελαστά εκείνο το βράδυ.
Φτωχόπαιδο από χωριό του Λασιθίου, μάζευες, μαζί με τ’ άλλα φτωχόπαιδα του χωριού, μ’ ένα πεταμένο τενεκάκι το λάδι που έσταζε από τα ελαιουργεία, και με τις δεκάρες που σας έδιναν αγοράζατε εκείνο το πολύτιμο είδος, τις καρμέλες του μπακάλη.
Ύστερα πήγες μονάχος με τον αδελφό σου στην πόλη, τη Σητεία, για να φοιτήσεις στο γυμνάσιο. Οι γονείς σου άντεχαν να σου στέλνουν αγαθά μόνο σε είδος. Κι εσύ, μικρό παιδάκι, όταν ήθελες λίγο να ξεσκάσεις, έδινες ένα αβγό αντί για εισιτήριο στον μοναδικό κινηματογράφο. Και πώς να συνεχίσεις μετά το γυμνάσιο; Πού θα έβρισκες τα χρήματα ακόμα και για τα ναύλα, για να φτάσεις ως τον Πειραιά; Εργάστηκες στα νταμάρια, κουβαλώντας στους ώμους την πέτρα.
Ο αδελφός σου όμως ήταν ήδη στην Αθήνα. Έβγαζε το ψωμί του παίζοντας σαξόφωνο, νομίζω, σ’ ένα κέντρο. Ποιος ξέρει πώς ζήσατε σε ένα καμαράκι στην πρωτεύουσα; Δεν γινόταν να μείνεις περισσότερο εκεί, άνεργος. Έφυγες στη Γερμανία. Δούλεψες ανειδίκευτος εργάτης στο εργοστάσιο. Είχες μαζί σου και μια γραμματική, ένα λεξικό. Βάλθηκες να μαθαίνεις τη δύσκολη γλώσσα. Κι έπειτα, μόλις κατέκτησες το πρώτο σκαλί, ζήτησες να δουλέψεις στη βάρδια της νύχτας στο εργοστάσιο, για να μπορείς να σπουδάσεις την ημέρα. Πήγες λοιπόν στο Πανεπιστήμιο. Πότε κοιμόσουν, πότε άφηνες το σώμα σου και το μυαλό σου να ξαποστάσει;
Οι καθηγητές σου σε εντόπισαν νωρίς∙ το νεαρό φτωχό ελληνόπουλο, κατάλαβαν, είχε θέληση, ακάματη εργατικότητα, ευφυΐα. Ο περίφημος Bruno Schnell σε βοήθησε. Παράλληλα με τις προπτυχιακές σπουδές σου άρχισες και διατριβή. Και το 1966 ήσουν κιόλας διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Αυτό σου άνοιξε αμέσως την πόρτα της πανεπιστημιακής καριέρας – κι έφυγες για τον Καναδά. Πώς; Είχες στείλει τα χαρτιά σου, κι εκείνοι σου έγραψαν: «Ελάτε για συνέτευξη».–«Δεν μπορώ, απάντησες, δεν έχω λεφτά να βγάλω εισιτήριο». Κι ήρθαν αυτοί στη Γερμανία και σε πήραν μαζί τους.
Με πόση γλύκα, αλήθεια, μας εξιστόρησες εκείνο το βράδυ στη Σητεία την πρώτη επιστροφή σου στην πατρίδα. Είχες αγοράσει, είπες, μια πελώρια αμαξάρα, μια λιμουζίνα. «Ήθελα, παιδιά μου, να κάνω κι εγώ τη φιγούρα μου», μας είπες. Επιθυμούσες και να βρεις ένα κορίτσι από τον τόπο σου. Και το ανακάλυψες αμέσως. Ήταν η στρογγυλομάγουλη, καλή Αγγέλα. Την είδες πίσω από ένα τζάμι, αν θυμάμαι σωστά. Εκείνη πήγαινε σε γάμο και φορούσε τα καλά της. «Αυτήν θέλω», είπες – και την πήρες. Ήξερες να κατακτάς με το σπαθί σου, και την γνώση και την καλή σου.
Ζήσαμε χρόνια καλά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Φτιάξαμε, όπως παραδέχονται πολλοί, το καλύτερο φιλολογικό Τμήμα της Ελλάδας. Συνέβαλες με τις βαθιές γνώσεις και την πλούσια εμπειρία σου. Ο φίλος σου ο Γρηγόρης Σηφάκης θα τα πει σε λίγο καλύτερα από μένα. Εγώ να μαρτυρήσω πως αν και φαινόσουν σοβαρός και αυστηρός, κάποτε και άτεγκτος, ήσουν γλυκός πάντα και προσηνής με όσους αγαπούσες. Με το διακριτικό σου γέλιο και τον ενθουσιασμό στα μάτια. Με το καπελάκι σου κι ένα πρόσωπο που έμενε πάντα ροδαλό.
Οδυσσέα, συνάδελφέ μας, έφτιαξες πολλά πράγματα στη ζωή σου, βιβλία και παιδιά και εγγόνια. Η ζωή σου υπήρξε πλούσια. Πλούσια θα είναι και η μνήμη που θα αφήσεις. Εμείς, οι μικροί σου συνάδελφοι της φιλολογίας, θα θυμόμαστε πάντα το παράδειγμά σου και θα σε μνημονεύουμε.
Αγγέλα Καστρινάκη
Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης