ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Αριστερή πολιτική vs πολιτικό marketing

του Ανδρέα Ξανθού, γιατρού ΕΣΥ, μέλους ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

Σε λίγες μέρες πραγματοποιούνται οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όλοι καταλαβαίνουμε την κρισιμότητα αυτής της διαδικασίας. Ο αριστερός και προοδευτικός κόσμος περιμένει ένα ευδιάκριτο «σήμα» σοβαρής επανεκκίνησης και ανάκαμψης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ένα μήνυμα ότι, με ενωτικό και συλλογικό τρόπο, έχει δρομολογηθεί η αναγκαία αναδιοργάνωση του πολιτικού μας φορέα, έτσι ώστε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων της μετά-Τσίπρα εποχής. Αλλά κυρίως, να σταθεί στο ύψος των εκρηκτικών κοινωνικών αναγκών και της απαίτησης για αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Είναι πρωτόγνωρο για το χώρο μας το γεγονός ότι καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ διαφορετικών υποψηφίων Προέδρων και άρα μεταξύ διαφορετικών πολιτικών σχεδίων για το παρόν και το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αυτό δίνει τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης με τα μέλη μας και την κοινωνία, αλλά εμπεριέχει και κινδύνους. Κινδύνους εσωστρέφειας, μάχης μηχανισμών και ετερόκλητων, δηλαδή τυχοδιωκτικών, στοιχίσεων. Μέχρι στιγμής πάντως αυτό που έχει εκπέμψει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, διαψεύδοντας τις «Κασσάνδρες του εμφυλίου και του χάους», είναι μια εικόνα συλλογικής ωριμότητας και υπευθυνότητας. Είναι ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο που οφείλουμε να το διαφυλάξουμε «ως κόρη οφθαλμού» μέχρι το τέλος.

Αλλά η ενότητα, παρότι αναγκαία και επιβεβλημένη, δεν αρκεί. Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα φυσιογνωμίας και στρατηγικής που πρέπει να συζητηθούν και να αποσαφηνιστούν. Πίσω από την παράδοξη, για τον όγκο και τη ένταση των καθημερινών προβλημάτων, κοινωνική απάθεια αυτής της περιόδου, είναι προφανές ότι «κρύβεται» και ένα σοβαρό έλλειμα ισχυρής και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης, ικανής να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα και να αμφισβητήσει ουσιαστικά την κυβερνητική ηγεμονία. Και αυτό βεβαίως αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση και προσπαθεί να βρει ξανά το βηματισμό του, αλλά όχι μόνο αυτόν. Αφορά και τις υπόλοιπες δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης, που «επαναπαύονται στις δάφνες» της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της δικής τους περιορισμένης εκλογικής επιτυχίας, υποτιμώντας ανεύθυνα την καθολική επικράτηση της Δεξιάς και την απειλή της Ακροδεξιάς. Ο Μητσοτάκης κέρδισε επειδή κατάφερε να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ιδού λοιπόν το στοίχημα της επόμενης μέρας για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Να σταθεί γρήγορα στα πόδια του, να αντιμετωπίσει χωρίς κλυδωνισμούς το κενό ηγεσίας και να προχωρήσει στο αναγκαίο restart για να ανταποκριθεί τόσο στο ρόλο μιας αξιόμαχης  αντιπολίτευση που θα λειτουργεί ως «ανάχωμα» στη νεοφιλελεύθερη και αλαζονική κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και στην απαίτηση μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης διεξόδου με βάση τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Δηλαδή με προτεραιότητα τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, τα δημόσια αγαθά, την προστασία του περιβάλλοντος, το Κράτος Δικαίου, τη συλλογική ευημερία  και την εξάλειψη των ανισοτήτων.

Το κρίσιμο ερώτημα, που αφορά ευθέως την εκλογή νέου/νέας Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι με ποια στρατηγική, με ποιες ιδεολογικές και κοινωνικές αναφορές, με ποιες προγραμματικές προτεραιότητες, με ποιο πολιτικό ήθος, μπορούμε να ανακτήσουμε την πολιτική μας αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων, της νέας γενιάς, των απογοητευμένων αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων; Εδώ δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ή δοκιμασμένες «συνταγές» που μπορούμε να αντιγράψουμε άκριτα. Σε μια εποχή χαμηλών προσδοκιών, σε μια περίοδο απο-ιδεολογικοποίησης και απο-πολιτικοποίησης που ευνοεί τη συντηρητική στροφή των σύγχρονων κοινωνιών και συχνά τον εκφασισμό τους, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι η έμφαση στην επικοινωνία, στο πολιτικό marketing, αλλά στην αριστερή πολιτική. Έχουμε ζωτική ανάγκη την επικαιροποίηση της αριστερής μας φυσιογνωμίας και ταυτότητας και όχι την υιοθέτηση του φιλελεύθερου και απολιτίκ μοντέλου των «ίσων ευκαιριών», που αγνοεί προκλητικά τις συνεχώς διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες της χώρας μας. Αγωνιζόμαστε για μια δημοκρατική κοινωνία Ισότητας, Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης, με εργαλείο αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές κοινωνικής φροντίδας και δίκαιης ανάπτυξης, και όχι για κάποιο ανεκπλήρωτο και αταξικό «ελληνικό όνειρο». Η ρητορική των «αυτοδημιούργητων» και των «πετυχημένων», ενοχλεί και προσβάλλει τους ανθρώπους της Αριστεράς, που στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έχουν επαγγελματική σχέση με την Πολιτική, που η συλλογική και οργανωμένη δράση είναι γι’ αυτούς στάση ζωής και όχι ευκαιριακή υπόθεση. Είναι μια ρητορική που απαξιώνει τα μέλη και τα στελέχη ενός αριστερού κόμματος, που ποτέ δεν «εξαργύρωσαν» κομματικά ένσημα, που δεν είναι ανεπάγγελτοι, που κάνουν τη  δουλειά τους με αξιοπρέπεια, που έχουν κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση και που, παρά τους περιορισμούς της καθημερινότητας, υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν με ανιδιοτέλεια μια συλλογική υπόθεση αλλαγής της κοινωνίας και ένα ιστορικό εγχείρημα χειραφέτησης των ανθρώπων.

Tέλος, ας είμαστε ειλικρινείς. Η «κυβερνώσα Αριστερά» είναι μια ιστορική κατάκτηση και δεν αμφισβητείται από κανένα. Και ξέρουμε όλοι ότι αναπτύχθηκε στο «θερμοκήπιο» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και όχι στη «ζεστή φωλιά» του κοινωνικά γοητευτικού αλλά πολιτικά ανύπαρκτου Κέντρου. Το άνοιγμα του κόμματος σε νέα και δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας, είναι όρος επιβίωσης. Και πρέπει να συνοδεύεται από σχέδιο αξιοποίησης τους στην παραγωγή νέου πολιτικού αφηγήματος και πιο εμπνευσμένης πολιτικής δράσης. Αυτό είναι άλλο από την άγονη μάχη εξευμενισμού της μεσαίας τάξης και των μετριοπαθών πολιτών. Η διαιρετική τομή σε εποχές κρίσεων και ανισοτήτων είναι Αριστερά-Δεξιά. Αριστερά λοιπόν. Ενωτικά και αξιόπιστα. Και στη λειτουργία του κόμματος και στην παρουσία μας στην κοινωνία.