Πολλές φορές, από τούτη τη φιλόξενη στήλη, αμφισβητήσαμε το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα περί «εύρωστης εθνικής οικονομίας». Τόσο η επαγγελματική μας ενασχόληση (πρωτίστως δίκαιο επιχειρήσεων) όσο και η παρατηρητικότητα του απλού πολίτη (δεκάδες κενά καταστήματα υπάρχουν ακόμη και σήμερα στους πιο κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας) δεν μας έδιναν αφορμή για εφησυχασμό. Τουναντίον.
Την εβδομάδα που μας πέρασαν δύο γεγονότα ξεχώρισαν που θα μπορούσαν να μας κάνουν σοφότερους. Η ανοιχτή επιστολή – απευθυνόμενη στα τρία μεγαλύτερα κόμματα – του πρώην Υπουργού Οικονομικών Αλέκου Παπαδόπουλου και το περιλάλητο debate.
Οι αιτιάσεις του πρώτου έχουν πολλαπλή αξία. Πρώτον, διότι θεωρείται από τους πλέον επιτυχημένους «τιμονιέρηδες» του υπουργείου οικονομικών και δεύτερον διότι σήμερα δεν είναι στρατευμένο πολιτικό στέλεχος. Δεν επιζητεί την ψήφο κανενός ούτε περιορίζεται στο κοστούμι κάποιας ασφυκτικής κομματικής πειθαρχίας.
Αντιθέτως, ο δημόσιος τηλεοπτικός διάλογος των επικεφαλής των μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών της χώρας με δυσκολία ξέφυγε από το σύνηθες κομφορμιστικό πλαίσιο που επιτάσσουν οι κανόνες που θέτουν οι πολιτικοί και (κακώς) δέχονται οι δημοσιογράφοι. Παράλληλοι, άνευροι μονόλογοι δεν έχουν καμία σχέση με το διάλογο. Την ίδια ώρα, όμως, σπάνιζαν οι ευθύβολες ερωτήσεις, ιδίως στη θεματική ενότητα της οικονομίας. Η απορία μου, νομίζω είναι εύλογη. Ουδείς είχε διαβάσει την ανοιχτή επιστολή Παπαδόπουλου που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες πριν; Ουδείς σκέφτηκε να επαναλάβει κάποια δική του ερώτηση; Πώς γίνεται, για παράδειγμα, όλοι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης μαζί να έχουν χρέος πολύ μικρότερο από το χρέος του Κράτους; Αληθεύει, η βαρύτατη κατηγορία Παπαδόπουλου ότι ξαναγυρίσαμε στα “Greek statistics”; Ότι δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να εμφανίσει το δημόσιο χρέος μικρότερο, υπερδιπλασίασε το δανεισμό του Κράτους από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και απέφυγε ισόποσο δανεισμό από τις αγορές; Συγκεκριμένα, ότι ο ΟΔΔΗΧ είχε δανειστεί στις 31.12.2022 από την Τράπεζα της Ελλάδος με συμφωνίες επαναγοράς (repos) διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης 46,7 δισ. Το χρέος αυτό δεν προσμετράται στο δημόσιο χρέος, αφού στο δημόσιο χρέος προσμετράται μόνο το χρέος του Κράτους προς τους δανειστές του εκτός Γενικής Κυβέρνησης.
Πραγματικά, ουδείς δημοσιογράφος σκέφτηκε να επαναλάβει κάποια από τα σοβαρά και κρίσιμα ερωτήματα που τέθησαν με την ανωτέρω ανοιχτή επιστολή; Τα επαναλαμβάνω:
(α) Αν τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης είναι 36-38 δισ., τότε πώς μπόρεσε η Κυβέρνηση να δανειστεί 46,7 δισ. στις 31.12.2022;
(β) Αφού η Κυβέρνηση έχει ήδη δανειστεί και δαπανήσει όλα τα διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, πώς αυτά εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης;
(γ) Τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων (Κοινό Κεφάλαιο) με τι όρους τα δανείστηκε η Κυβέρνηση από την Τράπεζα της Ελλάδος; ειδικότερα, τα ταμειακά διαθέσιμα του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (οι εισφορές των εργαζομένων στους ατομικούς κουμπαράδες που διαφημίζει η Κυβέρνηση) με τι όρους τα δανείστηκε;
(δ) Είναι θεμιτό να δανείζεται η Κυβέρνηση τις εισφορές των εργαζομένων με συμφωνίες επαναγοράς (repos) για ταμειακή διευκόλυνσή της και λογιστική μείωση του δημόσιου χρέους;
Οι τηλεμαχίες των πολιτικών μπορούν τόσο να ενημερώσουν τους πολίτες όσο και να δώσουν ειδήσεις. Αρκεί να μη ρωτάμε πόσες μηχανές ή αυτοκίνητα οδηγεί ο Βαρουφάκης και ποιο το ενεργειακό αποτύπωμα αυτών. Ζητούμενο παραμένει το εθνικό, δημιουργικό, πολιτικό αποτύπωμα: πολιτικών και δημοσιογράφων.