Απάντηση στα όσα υποστήριξε η Ένωση Ειδικών Φρουρών Κρήτης για παρασκήνιο και πιέσεις που ασκούνται για κατάργηση των Τμημάτων Αστυνομικών Επιχειρήσεων στους τέσσερις νομούς του νησιού, δίνει η Παγκρήτια Ένωση Αξιωματικών Αστυνομίας με διευκρινιστική ανακοίνωση.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Παγκρήτιας Ένωσης Αξιωματικών Αστυνομίας:
“Η Παγκρήτια Ένωση Αξιωματικών Αστυνομίας με αφορμή τη πρόσφατη Ανακοίνωση που εξέδωσε το σωματείο σας αισθάνεται την ανάγκη, παρότι δε συνηθίζει να ασχολείται με φημολογίες και παραφιλολογίες που κυκλοφορούν, να τοποθετηθεί δημόσια για την επίσημη θέση της σχετικά με την Αναδιάρθρωση των Αστυνομικών Υπηρεσιών σε επίπεδο Κρήτης, πρωτίστως για να αποσαφηνιστούν πιθανές παρερμηνείες και λανθασμένες εντυπώσεις που έχουν σχηματισθεί από τους συναδέλφους που υπηρετούν στο Νησί και όχι μόνο.
Αναφορικά λοιπόν με τα αναγραφόμενα στην Ανακοίνωσή σας, ενημερώνουμε ό,τι στη πρόταση ενενήντα σελίδων που έχει καταθέσει η Ένωσή μας στην Ομοσπονδία μας αλλά και στη φυσική και πολιτική μας ηγεσία σχετικά με την Αναδιάρθρωση των Αστυνομικών Υπηρεσιών της Κρήτης, δεν αναγράφεται σε κανένα σημείο η λέξη “κατάργηση”. Συνεπώς από αυτό και μόνο το γεγονός επισημαίνουμε ότι η Ένωση μας δεν εισηγείται τη κατάργηση καμίας υπηρεσίας.
Αναλύοντας περιληπτικά τη πρόταση μας κυρίως ως προς το κομμάτι που σας αφορά, σας γνωρίζουμε τα κάτωθι:
Το έτος 2001 ιδρύθηκαν σε επίπεδο Περιφέρειας Κρήτης η Υποδιεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Κρήτης στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Αστυνομικών Επιχειρήσεων ανά νομό, στο πλαίσιο συνδρομής και παροχής ειδικής υποστήριξης στο έργο των Υπηρεσιών της τότε Γ.Α.Δ.Π.Κρήτης και νυν ΓΕ.Π.Α.Δ.Κρήτης, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταστολή του οργανωμένου και κοινού εγκλήματος, αλλά και για τη βελτίωση των υπηρεσιών της υφιστάμενης αστυνόμευσης, ώστε να καταστεί δυνατή η τόνωση και η παγίωση του αισθήματος ασφάλειας των κατοίκων τόσο της υπαίθρου, όσο και των αστικών περιοχών.
Σήμερα ο αριθμός των αστυνομικών που υπηρετούν σε αυτές τις υπηρεσίες φθάνει τα 470 σε ένα σύνολο 1.838 αστυνομικών που υπηρετούν στις υπηρεσίες τις ΓΕ.Π.Α.Δ. Κρήτης, αγγίζοντας πλέον σε ποσοστό το 26% του συνόλου των αστυνομικών, ως απόρροια των αθρόων αποχωρήσεων των συναδέλφων από το σώμα της ΕΛ.ΑΣ. σε συνδυασμό με τον περιορισμό των προσλήψεων νέου προσωπικού, κατάσταση που προκλήθηκε από την σύναψη των μνημονίων στην Χώρα μας ένεκα της οικονομικής ύφεσης.
Θυμίζουμε περεταίρω ότι κατά το χρόνο ίδρυσης των εν λόγω υπηρεσιών, τα αστυνομικά τμήματα, τα οποία αν μη τι άλλο αποτελούν το κύτταρο λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας, διέθεταν το διπλάσιο ή σε μερικές περιπτώσεις και περισσότερο αριθμό αστυνομικών. Η αύξηση όμως του αριθμού των συνταξιοδοτήσεων του αστυνομικού προσωπικού που επέφεραν οι εφαρμοστικοί νόμοι της μνημονιακής πολιτικής στη Χώρα μας, η οποία ως γνωστό αποσκοπούσε στη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου να καλυφθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα του Κράτους, οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση της αστυνομικής δύναμης που υπηρετεί στις υπόλοιπες αστυνομικές υπηρεσίες.
Αυτό είχε ως συνέπεια οι περισσότερες από αυτές να υπολειτουργούν ή να παρέχουν στοιχειώδεις υπηρεσίες στο πολίτη οι οποίες αφορούν γραφειοκρατικές ανάγκες και όχι σίγουρα την εμπέδωση και προστασία επί της ουσίας της δημόσιας ασφάλειας, λόγω της σοβαρής έλλειψης προσωπικού, παρόλο που η κύρια αποστολή του αστυνομικού τμήματος μικτού ή μη είναι η διαχείριση περιστατικών και υποθέσεων εντός της εδαφικής τους αρμοδιότητας και η διενέργεια προανάκρισης για την επίλυση και εξιχνίαση αυτών, αποστολή η οποία συνεχίζει να υφίσταται καίτοι τις ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα αποτελεί πλέον πολυτέλεια να υφίστανται υπηρεσίες “κατασταλτικού” χαρακτήρα που να διαθέτουν τόσο μεγάλο αριθμό αστυνομικών, λαμβάνοντας συνάμα υπόψη το γεγονός ότι στις Διευθύνσεις Αστυνομίας της Νήσου έχουν συσταθεί Ομάδες Πρόληψης και Καταστολής της Εγκληματικότητας (Ο.Π.Κ.Ε.) με παρεμφερή αν όχι ίδια καθήκοντα, υποχρεώσεις και αρμοδιότητες με αυτές των Τ.Α.Ε..
Χαρακτηρίζουμε δε τις υπηρεσίες αυτές “κατασταλτικές” διότι στις περισσότερες των περιπτώσεων οι εκτελούντες σε αυτήν υπηρεσία περιπολούν δίχως να έχουν στη διάθεσή τους και κατ’ επέκταση να γνωρίζουν βασικά στοιχεία προανάκρισης των κατά περίπτωση σχηματισθεισών δικογραφιών στη εκάστοτε περιοχή που διατάσσονται να εκτελέσουν υπηρεσία, καθώς οι σχετικές καταγγελίες των πολιτών και κατ’ επέκταση οι σχηματισθείσες δικογραφίες σχηματίζονται από τα τοπικά αστυνομικά τμήματα.
Συνεπώς είναι παράδοξο και παράλογο οι υπηρεσίες προληπτικού χαρακτήρα όπως τα αστυνομικά τμήματα (μικτά ή μη), τα τμήματα τροχαίας και οι υπηρεσίες ασφαλείας οι οποίες έχουν το βάρος και την αποστολή της εξιχνίασης και διεκπεραίωσης των υποθέσεων που χειρίζονται, να μη διαθέτουν τον απαραίτητο αριθμό αστυνομικών για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Τονίζεται ακόμα ότι στη πρότασή μας προβλέπονται υπηρεσίες “κατασταλτικού” χαρακτήρα αποτελούμενες από 50 μέχρι 100 αστυνομικούς ανάλογα το νομό, οι οποίοι δύναται να στελεχώσουν τα αντίστοιχα Τμήματα Αστυνομικών Επιχειρήσεων, με υπαγωγή στον εκάστοτε αστυνομικό διευθυντή (πέραν της Ο.Ε.Α. που προτείνεται να εξακολουθήσει να λειτουργεί με το ισχύον καθεστώς και δομή), το δε αυτό προσωπικό που θα τα επανδρώσει, θα πρέπει να επιλεγεί «ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΚΑ» κατόπιν κατάλληλης μετεκπαίδευσης και αξιολόγησης, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις πολυσχιδείς προκύπτουσες ανάγκες και απαιτήσεις.
Για την Ένωσή μας η πάγια αρχή και βάση για μία ουσιαστική αναδιάταξη των αστυνομικών υπηρεσιών θα πρέπει να αποτελέσει η ρήση : «Ο έχων τα προβλήματα, έχει και τη κατάλληλη δύναμη να τα διαχειριστεί». Προς τούτο γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι για να ευοδώσει και να καρποφορήσει η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση θα πρέπει πρωτίστως να ενδυναμωθούν οι κοιτίδες της ΕΛ.ΑΣ., δηλαδή τα αστυνομικά τμήματα, με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, προκειμένου να ανταπεξέλθουν επάξια στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους.
Εν κατακλείδι σας γνωρίζουμε ότι η Ένωσή μας έχει τη διάθεση να παρουσιάσει εκ νέου τη πρόταση της σε όλο το αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στην ΥΠ.ΑΣ.Ε.Κ., κατόπιν σχετικού σας αιτήματος, προκειμένου να σχηματίσει μία πιο ολοκληρωμένη και ορθή άποψη επί αυτής”.