Τα Κρητικά γλέντια είναι η ψυχή της Κρήτης κι επειδή όταν αγαπάς κάτι πρέπει να το διαφυλάττεις, έγραψα το παρακάτω καινούργιο μου άρθρο στην εφημερίδα “Αντίλαλος” με διάθεση σατιρική.
Κι αν τυχόν κάποιοι ενοχληθούν, τους λέω τούτο, τα Κρητικά γλέντια δεν είναι ευκαιρία για χαβαλέ, ούτε ευκαιρία για κέρδος, είναι χρέος απέναντι στην ψυχή της Κρήτης…
«Εμίσεψε κι αυτό το καλοκαίρι, με τσι πολλές του κάψες, με την ανεμελιά του και τα μυριάδες γλέντια του. Δεν επόμεινε φέτος χωριό αγλέντιστο στην Κρήτη κι αφού πια εξαντλήσαμε όλες τις γιορτές των Αγίων, καινούργιες, ευφάνταστες γιορτές ήρθαν να καλύψουν την μεγάλη δίψα μας για πανηγύρια (γιορτή πεπονόφλουδας, γιορτή μεσοπιωμένης ρακής, γιορτή ραγισμένου κρασοπότηρου και άλλες).
Πλατείες, περίβολοι εκκλησιών, γήπεδα, αυλές σχολείων, όλα γεμίσανε με γλεντιστάδες και στους μελωδικούς ήχους της λύρας (Σκορδαλέ, ελπίζω εκεί που είσαι να μην γροικάς), ποταμός έτρεξε το παραδοσιακό ποτό των Κρητικών, το ουίσκι (άγαλμα πρέπει να στήσουν οι Σκοτσέζοι στον άγνωστο Κρητικό γλεντιστή).
Γεμάτοι χαρά οι σχεδόν αποκλειστικοί πια διοργανωτές των γλεντιών, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι ποδοσφαιρικές ομάδες(; ), γέμισαν τα ταμεία τους για να συνεχίσουν το κοινωνικό τους έργο (εγούγια μας).
Πόσο χαίρομαι όταν φτάνω σ’ ένα γλέντι και πριν καλά-καλά πιάσει ο λυράρης το δοξάρι, θωρώ τσούμαρους ντυμένους μ’ αυτά τα χαρούμενα, κορακί πουκάμισα (που έχουν μόνο ένα κουμπί στο φάλι), να σιμώνουν στην πίστα με ορθά τα χέρια, μουγκρίζοντας και σφυρίζοντας, να τσακώνονται ποιος θα πάρει το μικρόφωνο απ’ τον λυράρη για να καταπλήξουν το κοινό με τη γλυκιά φωνή τους (πιο γλυκιά κι από γκάρισμα γαϊδάρου). Τι όμορφη εικόνα! Τι πιο ωραίο αλήθεια, αντί για τους οργανοπαίχτες, να βλέπεις για ώρες ατέλειωτες τις ιδρωμένες πλάτες ή πιο σωστά τους πισινούς δεκάδων υποψήφιων μερακλήδων (ας με συγχωρέσουν οι μερακλήδες για την σύγκριση).
Αχ…κι όταν φτάνει η ευλογημένη εκείνη ώρα του χορού…Πως πεταρίζει η καρδιά μου! Πως ρέγομαι ν’ αντικρίζω νέους, νέες να πιάνονται σφιχτά και στον ρυθμό που δίνουν, η κιθάρα, το ηλεκτρικό μπάσο κι η ντραμς (τα παραδοσιακά αυτά κρητικά όργανα), να αρχίζουν συγχρονισμένα να πατούν τα αρχέγονα βήματα του χορού. Τόσο συγχρονισμένα που νομίζεις πως βλέπεις γυμναστικές επιδείξεις. Τι καλή δουλειά που έχουν κάνει οι σχολές Κρητικών χορών! Τέτοια πειθαρχία και συντονισμό ούτε στα μπαλέτα Μπολσόι (παλαιινοί χορευτές χώσετε τα μάθια σας να μην θωρείτε). Όταν μάλιστα πιάσει ο πρώτος στο χορό κι αρχίσει τις φιγούρες (ίδιες κι απαράλλαχτες πάντα) ή εκείνους τους διακριτικούς πήδους στα τρία μέτρα ύψος (σαν ανελωμένη ακρίδα), τότε πια δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου (αυτό που λέμε κλαίω απ’ τα γέλια).
Πόσο ευφραίνεται η ψυχή μου όταν βλέπω να τηρούνται τα έθιμα μας στο γλέντι. Το υγιέστατο έθιμο με τις κούπες που γεμίζει τα νοσοκομεία με αναίσθητους γλεντιστάδες (χωρίς τις αισθήσεις τους εννοώ, μην παρεξηγηθώ), το αθωότατο έθιμο με τις μπαλοθιές που έχει κάνει τόσες μανάδες να μαυροφορεθούν (τι αντριγιά αλήθεια!) κι άλλα τέτοια έθιμα που ΤΙΜΟΥΝ το νησί μας. Φτάνοντας λοιπόν τ’ αποξημερώματα, με την κεφαλή μου να βουίζει σαν ξεσμιλιωμένη σφιγγιά απ’ την άριστη ποιότητα ήχου (οι Κρήτες καλλιτέχνες, ως γνωστό, είναι ηχολήπτες διεθνούς επιπέδου κι αλίμονο σου αν τους αμφισβητήσεις), χορτασμένος απ’ όσα είδα κι απ’ όσα άκουσα (μπουχτισμένος θα έλεγα καλύτερα), λέω του απατού μου…Ε, Δαφνιανέ…σάλευε εδά στο σπίτι σου ήσυχος….εγλεντίσαμε κι οφέτος…».
—
Λουκαδάκης Νίκος
«Ο Δαφνιανός»
niloukadakis@yahoo.gr