Εκδήλωση για την Εκκλησία και τους αγίους της Ορθόδοξης Ρουμανίας θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Οκτωβρίου, στις 18:30, στο πνευματικό κέντρο της ενορίας Αγίου Γεωργίου Πεταλιώτη, Καλλιθέας (στην αίθουσα πίσω από την εκκλησία του άη Γιώργη).
Θα μιλήσουν ο π. Στέφανος Γκριγκόρας, που θα παρουσιάσει τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τους Ρουμάνους αγίους των παλαιών εποχών, και ο Θεόδωρος Ρηγινιώτης, που θα αναφερθεί στους σύγχρονους αγίους μάρτυρες, που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν για την πίστη τους στις αθεϊστικές φυλακές της Ρουμανίας, το 2ο μισό του 20ού αιώνα, από το αθεϊστικό καθεστώς.
Στην εκδήλωση αυτή προσκαλείστε όλοι. Εδώ δίνουμε ένα μικρό δείγμα σύγχρονου μάρτυρα, που υπέφερε στις ρουμάνικες φυλακές.
Ο φιλόσοφος & μάρτυρας Κωνσταντίν Οπρισάν
Ο νέος μάρτυρας του Ιησού Κωνσταντίν Οπρισάν έζησε σε αυτή τη κοιλάδα του κλαυθμώνος 37 χρόνια. Γεννήθηκε το 1921 στο Ονέστι – Μπακάου. Ήταν προικισμένος με ένα μεγάλο φιλοσοφικό και ποιητικό ταλέντο και μαθήτευσε στο Φράιμπουργκ κοντά στο μεγαλύτερο φιλόσοφο του 20ου αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ. Συνελήφθη στο Κλούζ το 1948 μαζί με το άνθος της ρουμανικής νεολαίας, επειδή αγαπούσε το Χριστό και επιθυμούσε η πατρίδα του να είναι χριστιανική.
Άφησε την καριέρα του, τα νιάτα του, τη γυναίκα του, την οικογένεια και ό,τι σημαίνει εγκόσμια χαρά, για να ενδυθεί την αιώνια δόξα του σταυρού στις αθεϊστικές φυλακές.
Εκοιμήθη εν Χριστώ στις 26 Ιουλίου 1958 στα μπουντρούμια της Ζιλάβα.
Το όνομα του είναι σύμβολο της χριστιανικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τη γενιά του, γι’ αυτό ο εχθρός της σωτηρίας (δηλ. ο διάβολος) τον πολέμησε δυνατά θέλοντας να χαθούν όσο πιο πολλές ψυχές. Στο Πιτέστι, στη Γκέρλα, στη Ζιλάβα, ο Κωνσταντίν Οπρισάν υπέφερε φρικτά βασανιστήρια, αληθινές σελίδες του ρουμανικού μαρτυρολογίου.
Είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Στα 1946-1947, ήταν ο καλύτερος γνώστης της φιλοσοφίας των υπαρξιακών φιλοσόφων. Ήταν καλύτερος και από τους καθηγητές του. Ήταν φοβερά έξυπνος, μια διάνοια, ενώ παράλληλα ήταν ηθικός και πολύ πιστός. Άλλωστε ήταν πρόεδρος των αδελφοτήτων του σταυρού (σ.σ. αδελφότητες ορθοδόξων φοιτητών).
…Τον Κωνσταντίν Οπρισάν τον βασάνισαν σαν το Χριστό, εβδομάδες ολόκληρες, υποχρεώνοντας (με φριχτά βασανιστήρια) όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί του στις ορθόδοξες αδελφότητες, και οι οποίοι τον θαύμαζαν απεριόριστα, να τον χτυπήσουν, να τον φτύσουν, να τον βασανίσουν και να πουν γι’ αυτόν ψέματα.
Μια φορά που μας είχαν βγάλει έξω, βγάζοντας το πουκάμισό του είδα ότι η πλάτη του ήταν γεμάτη ρίγες, σαν μια ζέβρα, σαν να τον είχαν γδάρει, κάψει ή μαστιγώσει, ο Θεός ξέρει (Εουτζέν Ματζιρέσκου – Moara Dracilor, Edit Fronde).
Μαρτυρίες για τον Κωνσταντίν Οπρισάν
Ο π. Γκεόργκε Κάλτσιου-Ντουμιτρεάσα (ένας μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας) λέει για τον άγιο Κωνσταντίν Οπρισάν:
Όταν μαλώναμε (στο κελί) εκείνος προσευχόταν. Η προσευχή του ήταν αποτελεσματική. Εμείς ντρεπόμασταν, επειδή ξέραμε ότι προσευχόταν. Δεν προσευχόταν με δυνατή φωνή, αλλά το έβλεπες στο αλλοιωμένο πρόσωπό του. Εμείς καταλαβαίναμε ότι προσεύχεται και σταματούσαμε τον καυγά.
Ήταν σε άθλια κατάσταση επειδή τον είχαν βασανίσει στο Πιτέστι 3 χρόνια. Τον χτυπούσαν στο στήθος και στην πλάτη, του είχαν καταστρέψει τα πνευμόνια. Αλλά εκείνος προσεύχονταν όλη μέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό για τους βασανιστές του, μόνο μιλούσε για το Χριστό.
Δε μιλούσε πολύ. Κάθε μέρα μας μιλούσε μια-δυο ώρες, επειδή δε μπορούσε να μιλήσει πιο πολύ. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν μια λέξη αγιασμένη – μόνο για το Χριστό, την αγάπη, τη συγχώρεση.
Το επίγειο τέλος του: «Ενστικτωδώς όλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον Οπρισάν σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας που έπρεπε να σωθεί. Ο Τσουρκάνου [αρχι-βασανιστής] πλησίασε τον Οπρισάν θέλοντας να τον διαλύσει. Πλησιάζοντάς τον τα δόντια του έτριζαν. Ο Οπρισάν τον κοίταζε χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Από το μυαλό μου σαν αστραπή πέρασαν τα λόγια του Αρχάγγελου Μιχαήλ [Ιούδα 9 (εκεί ο άγιος απόστολος Ιούδας ο Θαδδαίος τονίζει πως ο αρχάγγελος Μιχαήλ, στη διαμάχη του με το σατανά για το σώμα του Μωυσή, δεν τον έβρισε, αλλά είπε “ο Κύριος να σε μαλώσει”)].
Ο Τσουρκάνου έκανε σήμα στους συνεργάτες του, οι οποίοι πλησίασαν. Έπειτα είπε στον Οπρισάν: «Ξάπλωσε». Πολλοί έσκυψαν το κεφάλι τους, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι πέρασαν από τη μια και την άλλη πλευρά του Οπρισάν. Ο Τσουρκάνου στηρίχθηκε στους ώμους του αι αφέθηκε με όλο το βάρος στο θώρακα του, μέχρι που έβγαλε όλο τον αέρα και μετά στο λαιμό του. Το θύμα φαινόταν να πεθαίνει από ασφυξία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άρχισε να τρέχει αίμα από τη άκρη του στόματός του, που έβγαινε από τα πνευμόνια. Έπειτα ο Τσουρκάνου τον πάτησε άλλη μια φορά δυνατά στο στήθος και με τα δυο πόδια και με δαιμονική ικανοποίηση του είπε: «Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις σιγά – σιγά, σταγόνα – σταγόνα». (Virgil Maxim “Im pentru crucea purtata”).
…Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά έβλεπα πάνω τους κάτι σαν ομίχλη. Γύρισε τα μάτια του προς τα επάνω. Ήμουν τόσο τρομαγμένος που θα πέθαινε και ήμουν μόνος με εκείνον στο κελί. Έβαλα το χέρι μου επάνω του και είπα: «Κωνσταντίν, μην πεθάνεις, μην πεθάνεις. Έλα πίσω, έλα πίσω».
Ούρλιαξα. Επέστρεψε. Τα μάτια του τώρα ήταν καθαρά. Δεν ξέρω τι έγινε με τη ψυχή του αλλά στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί ο τρόμος. Αισθάνθηκα ότι ήταν έτοιμος να μπει στον άλλο κόσμο και ότι εγώ τον γύρισα πίσω στο κελί. Έκλαιγε πολύ. Το πρόσωπό του είχε γίνει σαν ενός παιδιού. Ενός νεογέννητου παιδιού, που μόλις είχε βγει από την κοιλιά της μαμάς του. Ο Κωνσταντίν Οπρισάν έκλαιγε επειδή τον είχα αναγκάσει να γυρίσει πίσω. Μετά από λίγα λεπτά πέθανε.
Επιμέλεια: Θ. Ι. Ρηγινιώτης