Η Γκαλερί ΜΟΡΦΕΣ παρουσιάζει την έκθεση φωτογραφίας του Αλεξανδρου Βούτσα ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ – ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ (1969-2001) και σας προσκαλεί στα εγκαίνια την Παρασκευή 11 Μαΐου στις 20.00 – 22.00.
Διάρκεια Έκθεσης έως 7 Ιουνίου
Ώρες λειτουργίας: Δευ – Παρ 09.00- 14.00 & Τρ. Πεμ. Παρ. 18.00-21.00
Γοβατζιδάκη 18 Ρέθυμνο, Παλιά Πόλη, Κρήτη
Οργάνωση – Υπεύθυνος Επικοινωνίας: Ηλιάκης Ηλίας
ΕΛΛΗΝΙΚΟ – ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ (1969-2001)
Η καταγραφή και διάσωση ενός πολιτισμικού μνημείου
(έργο EeroSaarinen, 1969)
Το 1960 ανατέθηκε ο σχεδιασμός και η δημιουργία του Ανατολικού Αεροδρομίου (1960-1969) στον Αμερικανό-Φινλανδό EeroSaarinen (1910-1961). Ο διεθνούς φήμης, καταξιωμένος αρχιτέκτονας, είχε μόλις σχεδιάσει τον αερολιμένα της TWAστο αεροδρόμιο J.F.Kτης Νέας Υόρκης (1956-1962) και το αεροδρόμιο του Dulles, στην πολιτεία της Βιρτζίνια (1958- 1963). Πέραν της αρχιτεκτονικής του ιδιότητας υπήρξε και πετυχημένος βιομηχανικός σχεδιαστής ( γνωστή, ενδεχομένως, είναι η καρέκλα ‘Άσπρη Τουλίπα’). Ο Saarinen είναι γνωστός για το Νέο-Φουτουριστικό του ρυθμό, που χαρακτηρίζουν τα αρχιτεκτονήματα του. Τα έργα αυτά διακρίνονται από έναν μηχανικό ρεαλισμό που εκδηλώνεται μέσα από απλές, κυματιστές καμπύλες. Η πείρα του,όπως και η αγάπη και ο σεβασμός που έτρεφε για την ελληνική αρχιτεκτονική και το περιβάλλον, συνέβαλαν θετικά στην τελική επιλογή να αναλάβει αυτός το έργο. Ο ίδιος ομολόγησε πως εμπνεύστηκε από τα μοναστήρια του Άθω για να καταλήξει στα τελικά σχέδια του αεροδρομίου.
«Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ» βρίσκεται επτά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, στις παραθαλάσσιες περιοχές Χασάνι και Ελληνικό. Καλύπτει 5300 στρέμματα σε υψόμετρο 21 μέτρων από την θάλασσα. Εξυπηρετούσε, στην ακμή του, 11,5 εκατομμύρια ταξιδιώτες ετησίως. Υπήρξε η ‘αεροπορική πύλη’ υποδοχής της Ελλάδας από το 1961 έως το 2001, όταν εγκαταλείφθηκε, παραχωρώντας τότε τη θέση του στο «Ελ. Βενιζέλος», στα Σπάτα.
Το φωτογραφικό οδοιπορικό του Αλέξανδρου Βούτσα διήρκεσε τρία χρόνια (2014-2017) και αριθμεί τουλάχιστον 25 επισκέψεις. Η αρχική ιδέα ήταν να γίνει μία καταγραφή, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα ιστορικό αρχείο για το χώρο και το κτήριο του Saarinen, δεκατρία χρόνια μετά την εγκατάλειψη του. Ταυτόχρονα, ναυπάρξει μία εικαστική προσέγγιση, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση πως οι χώροι του κτηρίου είναι ακόμα ‘ζωντανοί’, με την ελπίδα πως η σκαπάνη ενός καινούργιου έργου δεν θα τους αφανίσει. Τέλος, να φανεί η εγκατάλειψη και η φθορά στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους.
Η φωτογράφιση ξεκίνησε στους εξωτερικούς χώρους και αργότερα συνέχισε στους εσωτερικούς.Η συνολική συγκομιδή του φωτογραφικού υλικού, πέραν της φθοράς, αποτυπώνει το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, τα σωζόμενα κτήρια και το περιβάλλον τοπίο εν γένει.
Παρόλο που η παρούσα έκθεση τεκμηριώνει την προσπάθεια της διαδρομής αυτής, υπάρχει μια συνεχής επιθυμία για μια δεύτερη διαδρομή, έχοντας πλέον συνοδοιπόρους την μνήμη, την αισθητική και το εκτόπισμα των ήδη καταγεγραμμένων χώρων. Αναλογίζεται δε, μήπως αυτή η επιθυμία τουθα αποτελούσε μια δεύτερη ευκαιρία, με σκοπό την διάσωση του κτηρίου, ως σημαντικό μνημείο του πολιτισμού…
Το φωτογραφικό τοπίο, στη τριετή αυτή διαδρομή, αφηγείται μία ιστορία- την ιστορία ενός χώρου με συγκεκριμένη λειτουργικότητα στο παρελθόν και που πλέον δεν ισχύει. Θέλει να δείξει κάτι παραπάνω από αυτό που συλλαμβάνει το γυμνό μάτι, εκφράζοντας επιπροσθέτως ορισμένα αισθήματα της στιγμής- όχι μιας, αλλά πολλών διαδοχικών. Το τοπίο δεν σημαίνει πλέον μόνο «όμορφη φύση», πλουμισμένη μέσα σε ένα υπέροχο φως, ακόμα και με την παρέμβαση του ανθρώπινου χεριού, αλλά και πώς ένας κάτοικος βλέπει την πόλη μέσα στην οποία ζει, πώς ένας φωτογράφος εξερευνά τις προσωπικές του σχέσεις με το περιβάλλον τουκαι πώς συνεργεί και απαντά σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Δείχνοντας σεβασμό στους ανθρώπους και τους χώρους, μαζί με την αξιοπρέπεια και την ιστορία που φέρουν, στρέφει το βλέμμα μου κατά κεί: στους χώρους που γνώρισε και φωτογράφισε, επισημαίνοντας την φθορά και την εγκατάλειψη, θεωρώντας πάντα ότι όλα αυτά είναι αναστρέψιμα (το ράγισμα στον τοίχο διορθώνεται με λίγο στόκο).
Η φθορά που είχε υποστεί το υπαίθριο τοπίο του αεροδρομίου, λόγω της εγκατάλειψης, όπως και η πατίνα του χρόνου, μεταφέρονταν και στους εσωτερικούς χώρους. Εκεί, η πληγήτης φθοράς ήταν ορατή και έδειχνε να ενοχλεί περισσότερο, ειδικά όταν η ματιά μεταστρεφόταν σε μια λανθάνουσα ή ακόμα και μία καταγεγραμμένη εικόνα- ότι δηλαδή αυτό που καταγραφόταν, κάποτε υπήρξε. Αυτή η ιδέα τον έκανε να επιστρέφει συχνά στον τόπο, ψάχνοντας την διαφορετικότητα στην προσέγγιση. Ήθελε να ανιχνεύσει και έπειτα να καταγράψει εικόνες που στην θέασή τους, αργότερα, θα μπορούσαν να δώσουν την ψευδαίσθηση πως οι χώροι ήταν ακόμα λειτουργικοί και απέπνεαν την ίδια υπερηφάνεια που κάποτε αισθανόταν κάθε ταξιδιώτηςπου τους χρησιμοποιούσε.
Γυμνά καλώδια, ξηλωμένα φώτα, σπασμένα παράθυρα, παραβιασμένες πόρτες,φθαρμένες καρέκλες, σκουπιδότοποι, μαγαρισμένες μοκέτες, ψόφια πουλιά- η προσγείωση στην πραγματικότητα, απότομη. Όλα μονομιάς ξεθώριασαν, έγιναν θολές αναμνήσεις μιας εποχής που μας προσπέρασε. Η φωτογραφική απεικόνιση και έρευνα δείχνει ό,τι απέμεινε από τον Κρατικό Αερολιμένα (ΕΛΛΗΝΙΚΟ) από την εποχή των θορύβων. Τότε που τα αεροπλάνα αντίκρυζαν τον μακρινό ορίζοντα με φόντο τη θάλασσα και ταξίδευαν με τα όνειρα των θαμώνων τους.
Κείμενο του Αλέξανδρου Βούτσα