Τις τελευταίες μέρες όλο και συχνότερα από επίσημες πηγές αναφέρεται ότι το Σύστημα Υγείας πιέζεται. Πως μεταφράζεται αυτή η πίεση όμως και πως γίνεται αντιληπτή στους εργαζόμενους, τους ασθενείς και την κυβέρνηση;
Με τρεις εντελώς διαφορετικούς τρόπους και σε 3 εντελώς διαφορετικής χρόνους.
Οι Εργαζόμενοι
Το δημόσιο σύστημα υγείας για τους εργαζόμενους πιέζεται από την πρώτη στιγμή της πανδημίας, όταν ακόμα ενώ δεν υπήρχε αυξημένη ροη περιστατικων, οι διαδικασίες (διαχειριστικά πρωτόκολλα, δαδικασίες διαχωρισμού περιστατικών στα ΤΕΠ) και τα τμήματα που άνοιξαν (κλινικές COVID, ειδικά κρεβάτια ΜΕΘ) απαίτησαν επιπλέον προσωπικό. Στο δεύτερο κύμα, η πραγματική πίεση από τα περιστατικά που προσέρχονται στα ΤΕΠ, χρειάζονται νοσηλεία σε κλινικές COVID και ΜΕΘ αύξησε την πίεση στους εργαζόμενους για πολλούς λόγους. Το προσωπικό βρίσκεται σε αυτή τη φάση λιγότερο αριθμητικά από αυτό που ήταν πριν από ένα χρόνο. Υπάρχουν οι γιατροί που βγαίνουν εκτός, λόγω νοσησης και καραντίνας. Κατά συνέπεια οι γιατροί στην «πρώτη γραμμη» καλούνται να καλύπτουν περισσότερα πόστα (κλινικές ΤΕΠ κλπ) να κάνουν μεγαλύτερο αριθμό εφημεριών. Γιατροί άλλων ειδικότητων καλούνται να καλύπτουν ανάγκες που συνδέονται με την πανδημια. Με λίγα λόγια η πίεση αυτή έχει μετακυλιστεί και «απορροφηθεί» ως ένα μεγάλο βαθμό από την «πλάτη» των εργαζομένων που καλούνται όχι μόνο να εντατικοποιήσουν τους ρυθμούς δουλειάς, αλλά και να μετακινηθούν σε άλλα πόστα, αλλά νοσοκομεία, να εκπαιδευτούν ταχύρρυθμα προκειμένου να ανταποκριθούν σε εργασία εκτός της ειδικότητας τους να βάλουν «νερό στο κρασί τους» σε σχέση με την ποιότητα της εργασίας τους.
Ο Κόσμος
Ως εδώ λοιπόν η πίεση αυτή δεν γίνεται στην ουσία αντιληπτή από τον κόσμο. Αφενός γιατί όπως είπα παραπάνω έχει απορροφηθεί από την εντατικοποίηση της εργασίας των υγειονομικών και αφετέρου γιατί δε ποσοτικοποιειται εύκολα. Ο πολίτης δεν ξέρει σε τι ποσοστό η δυσανάλογα μικρή ταλαιπωρία του οφείλεται σε αντικειμενικές συνθήκες πολέμου, ή σε μη προετοιμασία του συστήματος σε ένα εκ των προτέρων γνωστό επερχόμενο κίνδυνο. Δεν γνωρίζει τις εσωτερικές πιέσεις που ασκούνται στο σύστημα. Δεν μπορεί να αντιληφθεί -στο βαθμό που γίνεται- την υποβάθμιση της φροντιδας που σχετίζεται με την υποστελέχωση και τη χρησιμοποίηση ανειδίκευτου για τα πόστα αυτά προσωπικού. Δεν έχει αντιληφθεί ακόμα «στο πετσί του» την ανεπαρκεια αυτή. Δεν έχουμε φτάσει στο οριακό εκείνο σημείο που θα βρεθούν κάποιοι εκτός φροντιδας, εκτός ΜΕΘ, εκτός δυνατότητας νοσηλείας.
Η κυβέρνηση
Η κυβέρνηση τα ξέρει πολύ καλά όλα αυτά. Τα ήξερε από το πρώτο κύμα και τα άφησε να γίνουν. Το ζήτημα είναι ότι επιλέγει να παίξει αυτό το «βρόμικο» παιχνίδι στην πλάτη των εργαζομένων. Γιατί γνωρίζει καλά ότι οι γιατροί του ΕΣΥ δεν θα αφήσουν κανένα να πεθάνει, θα εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους φροντίζοντας τους ασθενείς τους, δεν θα κοιτάξουν ωράρια και θα κάνουν ότι μπορούν. Τι δεν μπορούν να κάνουν; Να αυξήσουν τις κτιριακές και εξοπλιστικές δυνατότητες του συστήματος. Μπορούν να δουλεύουν σε οριακές συνθήκες, ένας γιατρος ανά 7 κρεβάτια ΜΕΘ, αλλά δεν μπορούν να ανοίξουν κρεβάτια. Και αυτό είναι το μόνο στοιχείο που ποσοτικοποιεί επικοινωνιακά το πρόβλημα. Αυτό είναι το μόνο που «τρέμει» η κυβέρνηση. Λες και οι ασθενείς στις κλινικές COVID έχουν την άριστη φροντίδα! Με γιατρούς που έχουν να ασχοληθούν με τα «αέρια αίματος» από την ειδικότητα, με υπερχείλιση ασθενών που δεν προλαβαίνει να τους δει ο εφημερεύων, με κλινικές χωρίς εφημερεύοντα. Ευτυχώς για την κυβέρνηση αυτά δεν τα βλέπει κανείς! Κλειστά τμήματα, ο ασθενής βλέπει ανθρώπους με στολές, δεν ξέρει τι είναι, γιατροί, νοσηλευτές, κάτι άλλο! Όλοι κάπου «βολεύονται» τελικά.
Η κυβέρνηση επιλέγει να αγνοεί τις φωνές των εργαζομένων που ζητούν ενίσχυση έστω και τελευταία στιγμή, επιλέγει σε αυτή τη συγκυρία να μειώνει τον προϋπολογισμό για την υγεία, να υιοθετεί την σκληρή στάση του «αν σ´αρεσει», προς τους εργαζόμενους – σταθερή από την αρχη. Και που επενδύει; Στον εθελοντισμό το εμβόλιο και την σιγουριά της.
Δυστυχώς όμως για αυτήν δεν της «βγαίνει» πια!
Οι εθελοντές μας τελείωσαν και το εμβόλιο δεν έχει πάρει έγκριση ακόμα, παρότι ξέρουμε ακριβώς που θα πάμε να το κάνουμε. Το «αφήγημα» της ισχυρής κυβέρνησης με την παρακαταθήκη της επιτυχίας στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος, με το «στρατηγικό» σχεδιασμό και τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, σιγά σιγά καταρρέει. Η παταγώδης αποτυχία χειρισμού της τωρινής κατάστασης έχει ξεθωριάσει τη συγκυριακή -από ότι φαίνεται- επιτυχία της προηγούμενης φάσης. Η προχειρότητα στις διαδικασίες, η μυστικοπάθεια και η συνεχής εναλλαγή σχεδίων και μέτρων, αποκαλύπτουν ένα γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και την πραγματική θέση της κυβέρνησης στο δημόσιο σύστημα υγείας η οποία συνοψίζεται στο παρακάτω ερωτικό τρίγωνο.
Το ερωτικό τρίγωνο
Η κυβέρνηση με το δημόσιο σύστημα υγείας έχει σχέση υποχρεωτική. Δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, δεν το επέλεξε, δεν το αγαπάει, δεν μένει μαζί του ούτε καν από οίκτο. Μένει γιατί υποχρεώθηκε λόγω των συνθηκών, το κακομεταχειρίζεται, το υποτιμά, ως μια «παρακατιανή ερωμένη» που ντρέπεται για αυτήν. Το εξυμνεί σε όλους, το παρουσιάζει ως επιλογή της, αλλά πίσω από τις κλειστές πόρτες, το βασανίζει και το εξαντλεί. Διατηρεί παράλληλη σχέση με την ιδιωτική υγεία, -τον παιδικό της έρωτα- που ποτέ δεν ξέχασε. Συντηρεί την παράνομη σχέση του με δωράκια και υποσχέσεις. Στην πραγματικότητα αδημονεί να τελειώσει η πανδημια και να βρεθεί ελεύθερη με το πραγματικό της έρωτα πετώντας το ΕΣΥ στα σκουπίδια σαν «στυμμένη λεμονόκουπα».
Ελένη Ιωαννίδου
Παθολόγος Λοιμωξιολόγος