Δίπλωσα προσεκτικά και το τελευταίο ρούχο. Τσέκαρα, άλλη μία φορά τα πάντα, με μεγάλη προσοχή. Λίγο πριν κλείσω την βαλίτσα, έριξα μία πανοραμική ματιά στο περιεχόμενο της. Μα τι ήταν όλα αυτά εκεί μέσα; Ένιωσα μία μικρή δυσφορία και κατέβασα το καπάκι.
Οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα. Θα έφευγα 8 το πρωί. Και ήταν 8 το απόγευμα. Είχα διαλέξει εγώ την ημερομηνία. Βέβαια. Τρεις τρίτου του 2010, δύο και ένα, τρία. Ημέρα Τετάρτη, ουσιαστικά η τρίτη της εβδομάδας. Αγία τριάδα,τρία πουλάκια κάθονταν και τα λοιπά. Όσο και αν προσπαθώ τώρα, δεν θυμάμαι πως πέρασαν οι ώρες μέχρι την αναχώρηση από το σπίτι. Μπορεί να καθάριζα τα τζάμια. Ίσως έβαλα έναν μεγάλο καυγά. Ή μπορεί άπλα κάτι να έκανα μέχρι να έρθει το πρωί. Δεν κοιμήθηκα ιδιαίτερα. Δεν θυμάμαι.
Το πρωί,σηκώθηκα, με μια διάθεση πρωτόγνωρη. Σαν όταν πας στον οδοντίατρο ή σε ένα μπλάιντ ντέιτ. Ή ακόμα χειρότερα, όταν πας να συναντήσεις κάποιον που του μιλάς καιρό, αλλά δεν τον έχεις δει από κοντά. Πάντα αυτή η συνάντηση κρύβει φόβους. Θυμάμαι είχα εκνευρισμό, δεν είχα μιλημό.
Μπήκα γρήγορα στο κτίριο, έκανα γρήγορα ότι μου έλεγαν.Και όταν έφτασε η ώρα η κρίσιμη, άρχισα να φωνάζω αφήστε με, όχι σήμερα δεν μπορώ σήμερα. Και μετά σκοτάδι. Κάτι άκουγα, ομιλίες, μουσική, σαν σε θρίλερ. Ξαφνικά ένα κλάμα και μετά απόλυτο κενό μνήμης. Ξύπνησα ήρεμη, λέγοντας μόνο ασυναρτησίες. Θυμάμαι πως έκανα σε όλους μία και μόνο ερώτηση “Είναι καλά;”,”Είναι καλά;”. Μου απαντούσαν θετικά, αλλά δεν πίστευα κανέναν.
Ερχόντουσαν στο δωμάτιο, όλοι, κόσμος, γυναίκες, άντρες, δεν ήθελα κανέναν. Άγγιζα το σώμα μου και κάτι έλειπε. Και δεν μου άρεσε αυτό. Και ξαφνικά μετά από λίγο, ίσως και μετά από πολύ, μπήκε μία γυναίκα, κρατώντας ένα τόσο δα πλασματάκι. Εσένα παιδί μου. Το αγοράκι μου. Τυλιγμένο σε μία κουβέρτα, με κλειστά ματάκια. Ξεχώριζε μόνο μία βλεφαρίδα σε κάθε βλέφαρο. Σε κοίταζα και μου φαινόσουν πολύ όμορφο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν αυτή. Και η δεύτερη, ότι δεν είσαι δικό μου. Μα όταν σε κράτησα στην αγκαλιά μου, ένιωσα σαν να ξαναέμπαινες μέσα μου παιδί μου. Αυτή την φορά στην καρδιά μου. Και εκεί θα μείνεις μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ίσως και παραπέρα. Σ’ αγαπώ Μιχαλάκη μου. Τεσσάρων χρονών αγάπη και όμως τόσο δυνατή. Η μαμά σου …
#Εύας_θοτς