ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Φατίχ Ακίν: «Η Κρήτη είναι το παρελθόν αλλά και το μέλλον μου»

Ο Φατίχ Ακίν από το 11ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΧΑΝΙΩΝ

Μπορεί η λήξη της απεργίας των ηθοποιών του Χόλυγουντ να μην επέτρεψε στον σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν να δώσει δια ζώσης το παρόν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, όμως εκείνος το τίμησε με την διαδικτυακή του παρουσία σε ζωντανή μετάδοση και έλαβε από την πλευρά του το θερμό και αβίαστο χειροκρότημα του κοινού που είχε κατακλύσει το Πνευματικό Κέντρο Χανίων.

Στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του “Μαζί ή τίποτα”, ο Φατίχ Ακίν συνομίλησε με τον διευθυντή του φεστιβάλ Ματθαίο Φραντζεσκάκη για την κρητική καταγωγή του, για το μέλλον του κινηματογράφου, τον ρόλο των φεστιβάλ, των κοινωνικών δικτύων και πολλά άλλα.

Όπως εξήγησε στους περισσότερους από πεντακόσιους παρευρισκομένους ο κ. Ακίν, η λήξη της απεργίας τον ανάγκασε να ακυρώσει το ταξίδι του στα Χανιά, γιατί έπρεπε το πρωί της Δευτέρας να ταξιδέψει για το Λος Άντζελες, για τα γυρίσματα της νέας του ταινίας.

Από την μεγάλη οθόνη του φεστιβάλ, ένα σύντομο πέρασμά έκανε και η μητέρα του, με καταγωγή από την Κρήτη, η οποία χαιρέτησε το κοινό, ενώ εκείνος δεν παρέλειψε να τονίσει το πόσο “κρητικά” είναι τα χαρακτηριστικά της.

Απαντώντας σε ερώτηση του κ. Φραντζεσκάκη για την σχέση του με τα Χανιά, ο αγαπημένος σκηνοθέτης ανέφερε: «Η μητέρα μου κατάγεται από οικογένεια Ελλήνων μουσουλμάνων (Τουρκοκρητικών) που έφυγαν από την περιοχή της Ιεράπετρας προς την Κωνσταντινούπολη για να καταλήξουν σε μια γειτονική πόλη, το 1900. Η μητέρα μου γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και ήταν δισέγγονη κείνων των μεταναστών από την Κρήτη. Αλλά δεν ξέρω κάτι άλλο γι’ αυτό. Δεν έχω γνωρίσει κάποιον από τους προγόνους μου, πέθαναν πολύ νωρίς, οπότε δεν ξέρω πολλά για την ιστορία τους, αλλά αν δείτε τη μητέρα μου θα αναγνωρίσετε ότι είναι Κρητικιά!».

ΜΦ:  Πως βλέπετε την ταινία “Μαζί ποτέ” έξι χρόνια μετά την πρώτη προβολή της; 

Φ.Α: Αυτή η ταινία με πάει πολύ πίσω. Άρχισα να γράφω το σενάριο του “Μαζί ποτέ” στη δεκαετία του ’90, συγκεκριμένα το 1992, όταν ήμουν μαθητής. Εκείνη τη εποχή είχαμε μια άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού στη Γερμανία, με αποκορύφωμα τις δολοφονίες στο Ζόλινγκεν, όπου έβαλαν φωτιά στο σπίτι μιας οικογένειας Τούρκων και πολλοί από αυτούς κάηκαν ζωντανοί. Αυτό έγινε μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και εκείνη την εποχή ήμουν ένας πολύ οργισμένος νέος.

Οπότε έγραψα την ιστορία ενός νεαρού που προσπαθεί να επιτεθεί σε μία διαδήλωση νεοναζί. Μετά αποφάσισα να κάνω μια άλλη ταινία, αλλά αυτήν την ιστορία δεν την ξέχασα ποτέ. Αργότερα, όταν είχαμε τις δολοφονίες του NSU (Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα), μεταξύ του 2000 και του 2010, όπου σκοτώθηκαν δέκα άνθρωποι, οκτώ τουρκικής και κουρδικής καταγωγής μετανάστες, ένας Έλληνας και ένας Γερμανός αστυνομικός, ήταν σαν να ακούω την ηχώ της ιστορίας εκείνης που είχα γράψει όταν ήμουν έφηβος.  

Ξαναέγραψα την ιστορία, είχα ένα θέμα με το κίνητρο του ήρωα οπότε του άλλαξα το φύλο σε γυναίκα, η οποία έχασε το παιδί και τον άντρα της, οπότε έγινε αυτό που έγινε. Για μένα ήταν κάτι πολύ προσωπικό, σαν κάθαρση και η δική μου προσπάθεια να κάνω μια ταινία πολιτική, στην παράδοση του Κώστα Γαβρά. Και ήταν αυτή η ταινία που εν τέλει με οδήγησε στο Χόλιγουντ.    

ΜΦ: Το κομμάτι μετανάστευση και προσφυγιά εμφανίζεται συχνά στις ταινίες σας. Γιατί;

ΦΑ: Είμαι γιος μεταναστών. Οι γονείς μου μετανάστευσαν στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60. Οπότε όλες μου οι ταινίες, και οι πέντε που έχω γυρίσει, τελικά διαπραγματεύονται το ποιος είμαι εγώ. Όταν είσαι μετανάστης ή παιδί μεταναστών, το ποιος είσαι πολύ συχνά “μολύνεται” από το πως σε βλέπουν οι άλλοι. Το ερώτημα “ποιος είμαι” μας απασχολεί όλους. Ακόμα και το κοινό σας. Και για τους μετανάστες υπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα στο ποιος είμαι και στο πως με βλέπουν οι άλλοι. Για μένα λοιπόν, αυτή ήταν η πηγή για τις περισσότερες από τις ιστορίες μου.

Μ.Φ : Στις περισσότερες από τις ταινίες σας επιμένετε να “φωτίζετε” σκοτεινά σημεία από τις ζωές των ανθρώπων. Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη; 

Φ.Α : Με ενδιαφέρουν οι σκιές, πολύ περισσότερο από το άπλετο φως. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στα άκρα. Πάντοτε έβρισκα αυτούς τους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες για τις ιστορίες μου από αυτούς που ζουν πιο κοινότυπες ζωές. Το μαζί ή τίποτα, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού ακριβώς. Εκφράζει την προτίμησή μου για τις σκιές, καθώς είναι μια ταινία για τον πόνο. Και ο πόνος έχει πολλές αποχρώσεις, πολλά επίπεδα και χρώματα. Κι εγώ ήθελα να “ζωγραφίσω” χρησιμοποιώντας αυτά τα χρώματα.

Μ.Φ: Είναι εύκολο να κάνει κανείς κινηματογράφο της πρώτης γραμμής με τέτοια θεματολογία;

Φ.Α: Όλες οι ταινίες μου ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Και πάντα προσπαθώ να έχω διαφορετική θεματολογία για να μην μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Πάντα προσπαθώ να γράφω διαφορετικές ιστορίες και να τις αφηγούμαι με διαφορετικούς τρόπους, γιατί αυτός είναι ο τρόπος μου. Μου αρέσουν διαφορετικά είδη κινηματογράφου και προσπαθώ, κυρίως, να μην βαριέμαι ο ίδιος με αυτό που κάνω. Αλλά οι ταινίες μου και οι χαρακτήρες μου πάντα βρίσκονται στα άκρα και αυτό κάνει ισχυρότερα τα μηνύματα των ταινιών μου. Ακόμα και στο “Βερολίνο, αντίο” πάλι ασχολούμαι με παιδιά του περιθωρίου, που έχουν γονείς μετανάστες ή αλκοολικούς. Και είναι πιο εύκολο να “αγγίξεις νεύρο” με αυτόν τον τρόπο. 

Υπάρχουν καλές και κακές ταινίες. Οι καλές ταινίες πάντα βρίσκουν τον τρόπο να “βρουν” το κοινό τους, ακόμα και αν περάσουν πενήντα χρόνια. Και είναι δύσκολο να φτιάξεις καλές ταινίες, ότι και αν σημαίνει αυτό. Εγώ ακόμα και τώρα δεν ξέρω…. Αλλά είναι δύσκολο και γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Το σινεμά αλλάζει, η βιομηχανία αλλάζει και ένας από τους λόγους που προσπαθώ να γυρίσω αυτήν την περιπέτεια στις ΗΠΑ, εκτός από την περιέργεια του να κάνω κάτι διαφορετικό, είναι ότι χρειάζομαι την ασφάλεια που παρέχει, γιατί δεν ξέρω για πόσο καιρό θα μπορώ να γυρίζω τις ταινίες μου στην Ευρώπη. Τηλεοπτικά κανάλια καταρρέουν, η κρατική χρηματοδότηση καταρρέει, και θα σας πω κάτι. Σε δύο εκλογές θα μπορούσαμε να έχουμε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση. Οι ταινίες μου χρηματοδοτούνται κατά 50% από το Υπουργείο Πολιτισμού. Και στην περίπτωση που η ακροδεξιά συμμετάσχει στην κυβέρνηση δεν θα δίνουν χρηματοδότηση στον πολιτισμό και την εκπαίδευση, θα έχουν άλλες προτεραιότητες. Θα βρουν τρόπους να χρηματοδοτούν άλλα πράγματα κι έτσι εγώ δεν θα βρίσκω χρηματοδότηση. 

Θα ήθελα να έρθω στην Ελλάδα και να φτιάχνω τις ταινίες μου εκεί. Όμως η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να πάω εκεί που θα χρηματοδοτούνται οι ταινίες μου, εκεί που θα μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου, όπως είχαν κάνει και οι γονείς μου το ’60. Αν η Ελλάδα μπορούσε να θρέψει εμένα και την οικογένειά μου, αν η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία μπορούσε να με στηρίξει, θα ερχόμουν, ακόμα και αν δεν μιλάω ελληνικά. Άλλωστε έχετε τους δικούς σας κινηματογραφιστές και παραγωγούς, είναι υπέροχοι» τόνισε.

Μ.Φ: Σε μια συνέντευξή σας στην Ελλάδα αναφέρατε ότι οι νέοι πηγαίνουν σινεμά αν τους προσφέρεις κάτι διαφορετικό. Τελικά τι είναι αυτό το διαφορετικό;

Φ.Α : Το σινεμά ολοένα και περισσότερο αποκτά το χαρακτήρα ενός event, μιας εκδήλωσης, για τα παιδιά αλλά και για τους ενήλικες. Ακόμα και αυτό που κάνουμε σήμερα είναι μία εκδήλωση. Επομένως, όπως στην τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου με την Έμμα Στόουν, όλοι συζητούν γι’ αυτήν, έχει τον χαρακτήρα εκδήλωσης και όλοι θέλουν να την δούνε. Οπότε είναι όλο και πιο δύσκολο να τραβήξεις την προσοχή σε “μία ακόμα ταινία”. Πρέπει να είναι κάτι παραπάνω και κυρίως τα παιδιά το ζητάνε αυτό.

Αλλά χαίρομαι να βλέπω ότι αυτό λειτουργεί. Μόλις έλαβα τα νούμερα για την τελευταία ταινία του Σκορτσέζε “Killers on the flower moon”, είναι μια τρίωρη ταινία κι όμως οι νέοι πάνε να την δουν, γιατί έμαθαν γι’ αυτήν από τα κοινωνικά δίκτυα. Και αυτό δεν είναι μάρκετινγκ, δεν είναι μόνο μάρκετινγκ, όλο αυτό μετατρέπεται σε κάποιου είδους εκδήλωση (event). Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, αυτό που γνωρίζω όμως, είναι ότι αυτός ο χαρακτήρας της εκδήλωσης είναι που τραβάει τους θεατές στις αίθουσες.

Οπότε είτε πρόκειται για την ταινία του Λάνθιμου είτε για εκείνη του Σκορτσέζε, συμβαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που γίνεται στο netflix ή στο playstation ή στο youtube. Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά δεν μπορούν πλέον να συγκεντρωθούν για περισσότερο από ένα λεπτό. Η τελευταία μου ταινία “Το χρυσάφι του Ρήνου” γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, ιδίως στους νέους, ήταν η ταινία μου με την μεγαλύτερη απήχηση σε νεανικό κοινό και ήταν μια ταινία διάρκειας δυόμιση ωρών. Και αυτό γιατί η ταινία έγινε event, κάτι που οι νέοι δεν μπορούν να εκλάβουν με άλλα μέσα.

Μ.Φ : Ποιος είναι ο ρόλος που μπορεί να έχει ένα φεστιβάλ το 2023;

Φ. Α: Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει τα φεστιβάλ με τις πλατφόρμες όπου φτιάχνονται τα “events”. Τα φεστιβάλ είναι όλο και πιο σημαντικά γιατί φέρνουν τον κόσμο κοντά. Λειτουργούν σαν ένα φίλτρο, όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οκτώ – δέκα μέρες, το κοινό βλέπει πολλές ταινίες. Οπότε λειτουργεί σαν μαγνήτης. Καθώς το κοινό έρχεται κοντά για να δει τις ταινίες, τα κοινωνικά δίκτυα και τα ΜΜΕ ακολουθούν οπότε δίνεται η δυνατότητα να ανακαλυφθούν οι ταινίες, να γίνουν από μόνες τους “events”. 

Μετά την περίοδο του κορωνοϊού και της απομόνωσης, πιστεύω ότι όλοι απολαμβάνουμε περισσότερο το να συναντιόμαστε από κοντά, το να επικοινωνούμε και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας. Πιστεύω ότι τα φεστιβάλ είναι η τελευταία ελπίδα που έχει ο κινηματογράφος.

Μ.Φ:  Κλείνοντας την κουβέντα μας, θα θέλαμε να δείτε δύο πράγματα που σκοπεύαμε να σας δείξουμε από κοντά. Το πρώτο είναι μια έκδοση για τη δουλειά σας στον κινηματογράφο, που περιλαμβάνει στοιχεία που συγκεντρώσαμε μαζί με τον Λευτέρη Λαμπράκη, σε ελληνικά και αγγλικά. Και το δεύτερο είναι το βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων που θα σας δίνουμε για το έργο σας.

Φ.Α : Ευχαριστώ πολύ. (στα ελληνικά)

Μ.Φ : Θα ήθελα να μας υποσχεθείτε ότι θα έρθετε στα Χανιά να τα παραλάβετε.

Φ.Α : Θα έρθω και θα προσπαθήσω να φέρω και τη μητέρα μου μαζί μου.

Έχω έναν ιδιαίτερο δεσμό με την Κρήτη. την ανακάλυψα πριν από οκτώ χρόνια και χρόνια πριν είχα προβλήματα στην πατρίδα μου την Τουρκία, λόγω της ταινίας μου “Η μαχαιριά”. Είχα φίλους πολιτικούς κρατούμενους εκεί και προσπαθούσα να τους στηρίξω δημόσια και στα κοινωνικά δίκτυα, όπως πάντα προσπαθούσα να δίνω χώρο στις μειονότητες στην Τουρκία και να τις βοηθάω. Οπότε αποφάσισα να μην πάω για διακοπές στην Τουρκία, γιατί… ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.

Οπότε προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να καλύψω αυτό το κενό που μου προκαλούσε η απόσταση από την πατρίδα μου και έτσι ανακάλυψα την Κρήτη. Οπότε βρήκα έναν άλλο τόπο πολύ κοντινό στην πατρίδα μου αλλά και τόσο διαφορετικό, που μου πρόσφερε ένα νέο σπίτι. Και αισθάνομαι ότι  εκεί ανακάλυψα όχι μόνο τους προγόνους μου, αλλά και το μέλλον μου.